«Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία.»
Καθώς ακούγαμε τον υπέροχο ύμνο από ουράνιες αγγελικές φωνές, άρπαγα το σουραύλι μου κι ηχολογούσα χαρούμενα μπροστά στο κοπαδάκι μου με γιδοπρόβατα. Άξαφνα, όμορφος νέος σγουρομάλλης, λιγογένης παρουσιάστηκε κοντά μου. Το πρόσωπό του μεστό, με αδρά χαρακτηριστικά, καμαρωτά φρύδια, αντρίκια κορμοστασιά να ξεχωρίζει πνευματικό ήθος, χαμογέλασε. Στο φαρδύ γεμάτο σώμα του φορούσε γαλάζιο χιτώνα και καστανόχρωμο πανωφόρι. Έδειχνε γαλήνιος κι ερευνητικός. Κι όταν με χαιρέτησε ελληνικά «Χαίρε βοσκόπουλο», κατάλαβα πως έχει θεία έμπνευση, επιφοίτηση.
- Είμαι ο Λουκάς, σε παρακαλώ ιστόρησέ μου τι έγινε, για να ζωγραφίσω σκηνή αιώνια.
- Εδώ είναι το χωριό μας Βηθλεέμ, που σημαίνει σπίτι ψωμιού της ζωής. Γύρω βόσκουμε τα γιδοπρόβατά μας. Εγώ Ιωσήφ, ο Δαβίδ, ο Άβελ κι οι άλλοι βοσκοί. Σπίτι Εφραθά, Βηθλεέμ Ιουδαίας, χωριό όπου γεννήθηκε και χρίστηκε βασιλιάς από το Σαμουήλ ο προφήτης Δαβίδ, φύλαγε τα πρόβατα του πατέρα του. Ποιμενοχώρι από παλιά, από πάππο προς πάππο. Μαζεμένοι στη μάντρα μας, ανάψαμε φωτιά, να ζεσταθούμε, γιατί έκανε κρύο, φτιάξαμε με δυο πέτρες πυρομάχια και βάλαμε την πήλινη χύτρα να ψήσουμε τραχανά. Πάρε τούτο το πινάκι να σε φιλέψουμε μαζί με μπρούσκο κρασάκι.
- Να ‘σαι καλά, σ’ ευχαριστώ για το τρατάρισμα.
- Ξενυχτάγαμε να φυλάμε τα κοπάδια μας, κουταλιάζαμε τον τραχανά, άξαφνα άγγελος μας παρουσιάστηκε και δόξα, λάμψη θεϊκή έλαμψε γύρω μας, που φοβηθήκαμε σφόδρα, πήραμε μεγάλο φόβο. Τότε μας είπε ο άγγελος. «Μη φοβόσαστε, ευαγγελίζουμε ευχάριστα νέα, που θα φέρουνε χαρά σ’ όλο το λαό. Σήμερα γεννιέται σ’ εσάς, στο χωριό του Δαβίδ, σωτήρας, που είναι ο Χριστός Κύριος. Και τούτο είναι για σας σημάδι. Θα βρείτε βρέφος σπαργανωμένο, τυλιγμένο σε φασκιές, ξαπλωμένο σε φάτνη.» Κι άξαφνα μαζί με τον άγγελο, παρουσιάστηκε πλήθος από την ουράνια στρατιά, που υμνούσανε, δοξολογούσανε το Θεό και λέγανε; «Δόξα ας είναι στο Θεό στον ουρανό και στη γη ειρήνη, ευχαρίστηση στους ανθρώπους.» Μόλις οι άγγελοι μας αφήσανε και πήγανε στον ουρανό, οι βοσκοί είπαμε ανάμεσά μας. «Ας πάμε ως τη Βηθλεέμ να δούμε το γεγονός αυτό που μας φανέρωσε ο Κύριος.»
- Και τι κάνατε;
- Πήγαμε τρεχάτοι και βρήκαμε τη Μαριάμ και τον Ιωσήφ. Και το βρέφος να είναι ξαπλωμένο στη φάτνη, στο παχνί, στο ξύλινο κασονάκι στο στάβλο, όπου βάζουμε το σανό, τη βοσκή για τα ζώα. Σ’ αυτήν τη σπηλιά, οι βοσκοί, που βοσκούσαμε στα χωράφια, καθώς ακούσαμε το χαρμόσυνο μήνυμα από τους αγγέλους για τη γέννηση του Μεσσία, του Χριστού, πρόσωπο από θεία προέλευση για να σώσει την ανθρωπότητα, πήγαμε και προσκυνήσαμε πρώτοι το Θείο Βρέφος. Κείνη τη στιγμή το ‘πλενε η Παρθένος, καθώς έπαιρνε νερό από λακκούβα σε μια γωνιά στο Άγιο Σπήλαιο. Όταν το είδαμε, κάναμε γνωστά τα λόγια που μας ειπωθήκανε για το παιδί. Κι όλοι, όσοι ακούσανε, θαυμάσανε για όσα τους είπαμε οι βοσκοί. Η Μαριάμ, η λεχούσα, τα βαστούσε όλα στο μυαλό της και σκεφτότανε. Και γυρίσαμε οι βοσκοί στη μάντρα μας, δοξάζουμε και υμνούμε το Θεό, για όλα όσα ακούσαμε και είδαμε, όπως μας είχε λαληθεί. Τώρα πανηγυρίζουμε, γλεντάμε και χαιρόμαστε και γω παίζω το σουραύλι μου.
Όταν πέρασαν οι οχτώ μέρες για να γίνει περιτομή στο παιδί, του δώσανε το όνομα Ιησού, όπως ονομάστηκε από τον άγγελο, πριν πιαστεί στην κοιλιά της μάνας του. Κι όταν γέμισαν οι μέρες και καθαρίστηκε η μάνα, σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο, το ανεβάσανε στα Γεροσόλυμα για να το παρουσιάσουνε στο ναό, όπως είναι γραμμένο, ότι κάθε αρσενικό που ανοίγει μήτρα, πρέπει να θεωρηθεί άγιο, αφιερωμένο στον Κύριο. Και να προσφέρουνε θυσία, σύμφωνα σ’ αυτό που λέγει ο νόμος του Κυρίου, ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δυο νιογέννητα περιστέρια, κλωσοπούλια.
Πάνω που οι βοσκοί χουλιαρίζανε τον τραχανά, ήρθε στη συντροφιά τους κι ο Ιάκωβος. Διηγήθηκε κι αυτός στο Λουκά τα καθέκαστα, τις λεπτομέρειες στα γεγονότα:
- Έγινε διαταγή, από το βασιλιά Αύγουστο ν’ απογραφούν όλοι στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Εκεί ήτανε κι ο Ιωσήφ, ο αρραβωνιαστικός της Μαρίας, της μητέρας του Χριστού. Ήταν «άνδρας δίκαιος», απόγονος του Δαβίδ, ξυλουργός και χτίστης. Και είπε ο Ιωσήφ. «Εγώ θ’ απογράψω τους γιους μου. Αυτή την κοπελιά τι θα την κάνω; Πώς να την απογράψω; Γυναίκα μου; Ντρέπομαι. Θυγατέρα, κόρη; Αλλά γνωρίζουν όλοι οι γιοι Ισραήλ, ότι δεν είναι κόρη μου.» Κι έστρωσε τη γαϊδάρα με φλοκάτη και την κάθισε. Την τραβούσε ο γιος του κι ακολουθούσε ο Ιωσήφ. Κι αφού περπατήσανε τρία μίλια, γυρίζει ο Ιωσήφ και την βλέπει σκυθρωπή, κατσουφιασμένη. Κι είπε στον εαυτό του. «Ίσως αυτό που είναι μέσα της, την βασανίζει κι υποφέρει.» Και ξαναγύρισε ο Ιωσήφ και την είδε να γελά. Κι είπε στη Μαρία: «Τι σου είναι αυτό, ότι βλέπω το πρόσωπό σου πότε γελαστό και πότε κατσουφιασμένο.» Κι είπε η Μαρία στον Ιωσήφ: «Ότι δυο λαούς βλέπω στα μάτια μου, ένα να κλαίει και να θρηνεί, κι ένα να χαίρεται πολύ και να ευφραίνεται.» Κι όταν φτάσανε στη μέση, στο δρόμο, είπε σ’ αυτόν η Μαρία. «Κατέβασέ με από τη γαϊδάρα, γιατί αυτό που είναι μέσα μου βιάζεται να βγει έξω.» Την κατέβασε από τη γαϊδάρα και της είπε: «Πού να σε πάγω και να σκεπάσω τη μεγάλη ντροπή; Γιατί ο τόπος είναι έρημος. Και βρήκε σπήλαιο και την έβαλε μέσα, κι έβαλε τους γιους του να την παραστέκονται. Κι όταν βγήκε ζητούσε μαμή στη χώρα Βηθλεέμ. Ο Ιωσήφ περπατούσε, και δεν περπατούσε. Κοίταζε ψηλά στον αγέρα, και τον έβλεπε κυριευμένο από θάμπος. Κι είδε γυναίκα να κατεβαίνει από το βουνό. Και του είπε: «Άνθρωπε, πού πας;» Και της είπε: «Μαμή γυρεύω, Εβραία. Από το Ισραήλ είσαι;» Κι είπε αυτή: «Ναι.» Και ρώτησε: «Ποιά είναι αυτή που γεννά στο σπήλαιο;» Και είπε: «Η αρραβωνιαστικιά μου.» Και του είπε: «Δεν είναι γυναίκα σου;» Και είπε: «Η Μαριάμ είναι αυτή που ανατράφηκε στο ναό του κυρίου, και την κληρονόμησα γυναίκα μου. Δεν είναι γυναίκα μου, αλλά σύλληψη έχει από πνεύμα άγιο.» Και είπε σ’ αυτόν η μαμή. «Αυτό είναι αλήθεια;» Και είπε σ’ αυτή ο Ιωσήφ: «Έλα και δες.» Και πήγε η μαμή μαζί του. Και σταθήκανε στο σπήλαιο. Και να σύννεφο φωτεινό σκέπασε το σπήλαιο. Και είπε η μαμή: «Μεγάλυνε η ψυχή μου σήμερα, γιατί είδανε τα μάτια μου καινούργιο, πρωτοφανές θέαμα και παράδοξο, ότι γεννήθηκε σωτηρία στο Ισραήλ.» Κι αμέσως το σύννεφο κατέβαινε, μαζευόταν από το σπήλαιο, και φάνηκε φως μεγάλο, ώστε τα μάτια δεν μπορούσανε να σηκώσουνε. Και σε λίγο το φως αυτό χαμήλωνε, ως ότου φάνηκε το βρέφος, κι ήρθε και πήρε το μαστό από τη μητέρα του Μαρία. Και φώναξε η μαμή και είπε: «Μεγάλη μου σήμερα η μέρα αυτή, γιατί είδα το καινούργιο τούτο θέαμα.»
Και βγήκε η μαμή από το σπήλαιο κι αντάμωσε τη Σαλώμη. Κι είπε σ’ αυτή: «Σαλώμη, Σαλώμη, πρωτοφανές θέαμα έχω να σου διηγηθώ. Παρθένος γέννησε χωρίς να χωρίσει η φύση της.» Και είπε η Σαλώμη: «Ζει κύριος ο θεός μου, αν δε βάλω το δάχτυλό μου κι ερευνήσω τη φύση της, δεν θα πιστέψω ότι παρθένος γέννησε.» Και μπήκε η μαμή και είπε στη Μαρία. «Δώσε σχήμα, μορφή στο κορμί σου. Διότι όχι μικρός αγώνας βρίσκεται γύρω σου.» Κι έβαλε η Σαλώμη το δάχτυλό της στη φύση της, κραύγασε και είπε: «Αλίμονο στην ανομία μου και στην απιστία μου, ότι ξεπέρασα θεό ζωντανό, και να το χέρι μου σα δαυλός φωτιάς καίγεται και κόβεται από μένα.» Και λύγισε τα γόνατά της προς τον δεσπότη λέγουσα: «Ο Θεός των πατέρων μου θυμήσου ότι σπέρμα είμαι Αβραάμ, και Ισαάκ και Ιακώβ. Μη με τιμωρήσεις για σωφρονισμό, παράδειγμα στους γιους Ισραήλ, αλλά δώσε με στους φτωχούς, στους ζητιάνους. Διότι συ γνωρίζεις, δέσποτα άρχοντα, ότι στ’ όνομά σου τις υπηρεσίες, τις φροντίδες μου έκανα και το μισθό μου από σένα έπαιρνα.»
Και να άγγελος κυρίου φανερώθηκε σ’ αυτή και της είπε: «Σαλώμη, Σαλώμη, σ’ άκουσε ο Κύριος. Πάρε στο χέρι σου το παιδί και βάσταξέ το, κι αυτό θα ‘ναι σωτηρία σου και χαρά.» Και ήρθε η Σαλώμη και το βάσταξε λέγουσα: «Προσκυνώ αυτό, ότι γεννήθηκε μεγάλος βασιλιάς στο Ισραήλ.» Και να αμέσως γιατρεύτηκε η Σαλώμη και βγήκε από το σπήλαιο λυτρωμένη από ψυχική σωτηρία. Και να φωνή λέγουσα: «Σαλώμη, Σαλώμη, μην αναγγείλεις όσα παράδοξα είδες ως ότου περάσει το παιδί στα Γεροσόλυμα.»
«Κι όπως έμαθα», συνέχισε ο Ιάκωβος τη διήγησή του, «και να ο Ιωσήφ τοιμάστηκε να βγει στην Ιουδαία, και θόρυβος μεγάλος γινότανε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Γιατί ήρθανε μάγοι που ρωτούσανε: “Πού είναι ο γεννημένος βασιλιάς των Ιουδαίων; γιατί είδαμε τον αστέρα στην ανατολή και ήρθαμε να τον προσκυνήσουμε.” Κι όταν τ’ άκουσε ο Ηρώδης ταράχθηκε κι έστειλε υπηρέτες στους μάγους. Και φώναξε τους αρχιερείς και τους ανάκρινε λέγοντάς τους. “Πώς είναι γραμμένο για το Χριστό, πού γεννιέται;” Λένε σ’ αυτόν: “Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, γιατί έτσι είναι γραμμένο.” Και τους απόλυσε. Κι ανάκρινε τους μάγους λέγοντας σ’ αυτούς: “Τι σημάδι είδατε πάνω στο βασιλιά που γεννήθηκε;” Κι είπαν οι μάγοι: “Είδαμε αστέρα παραπάνω από μεγάλο, που έλαμπε ανάμεσα στ’ άστρα κι ελάττωνε, εξασθένιζε αυτά, ώστε δε φαινόντανε. Κι εμείς έτσι γνωρίσαμε, ότι βασιλιάς γεννήθηκε στο Ισραήλ κι ήρθαμε να τον προσκυνήσουμε.” Κι είπε ο Ηρώδης: “Πηγαίνετε και ζητήσετε, κι αν τον βρείτε, αναγγείλατέ μου, για να έρθω κι εγώ να τον προσκυνήσω.” Και βγήκαν οι μάγοι. Και να είδαν αστέρα στην ανατολή που τους οδηγούσε μπροστά ως ότου ήρθανε στο σπήλαιο και σταθήκανε στο κεφάλι του. Και είδαν οι μάγοι το παιδί με τη μητέρα του Μαρία και βγάλαν από το ταγάρι τους χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα. Και ειδοποιήθηκαν από άγγελο να μην περάσουνε στην Ιουδαία, αλλά από άλλο δρόμο, πορευτήκανε στη χώρα τους.
Μεγάλο ξεφάντωμα, τρανό πανηγύρι ακολούθησε στα βοσκοτόπια στη Βηθλεέμ με τους βοσκούς που φέρανε τα μουσικά τους όργανα παίζανε και χορεύανε με αυλούς, φλογέρες, άρπες, ανάκαρα, λύρες, βάρβιτους, λαγούτα, ζίλια, ζουρνάδες, κέρατα, κιθάρες, λαλίτσες, νταούλια, ντέφια, πανδούρες, σαμβύκες, σουραύλια, ταμπουράδες. Ο Άβελ που είναι καλλίφωνος, έψαλλε, ύμνησε, εγκωμίασε:
“Η Παρθένος σήμερον
τον υπερούσιον τίκτει,
και η γη το σπήλαιον
τω απροσίτω προσάγει·
άγγελοι μετά ποιμένων
δοξολογούσι,
μάγοι δε μετά αστέρος
οδοιπορούσι·
δι’ ημάς γαρ εγεννήθη
παιδίον νέον,
ο προ αιώνιον Θεός.”»
(Ρωμανού Μελωδού)
Κι, ο βοσκός Ιωσήφ απόσωσε: «Πάρε Λουκά αυτή την ξερή προβιά από κατσίκι και ζωγράφισε αυτά που σου διηγηθήκαμε.» Κι ο Λουκάς, παθιασμένος με τη γέννηση του Ιησού Χριστού, ζωγράφισε:
Σπηλαίο και μέσα στο δεξιό μέρος η Θεοτόκος γονατιστή βάζει το Χριστό ως βρέφος φασκιωμένο μέσα στη φάτνη, κι αριστερά ο Ιωσήφ γονατισμένος έχει τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του· και πίσω από τη φάτνη ένα βόδι κι ένα άλογο, βλέπουν προς τον Χριστό· και πίσω από τον Ιωσήφ και την Παναγία βοσκοί βαστάνε τα ραβδιά τους και βλέπουνε με θάμβος τον Χριστό· κι έξω από το σπήλαιο πρόβατα και βοσκοί, ο ένας λαλεί αυλό και οι άλλοι βλέπουνε ψηλά με φόβο· κι από πάνω τους ένας άγγελος τους ευλογεί· κι από το άλλο μέρος οι μάγοι με βασιλική στολή καθισμένοι πάνω σ’ άλογα και δείχνουνε μεταξύ τους τον αστέρα· και πάνω από το σπήλαιο πλήθος άγγελοι μέσα σε σύννεφα, βαστάνε χαρτί με αυτά τα γράμματα: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Και πάνω στη μέση από αυτούς ο αστέρας, έχει ακτίνα μεγάλη που κατεβαίνει ως το κεφάλι του Χριστού.
Από τότε, την εικόνα αυτή του Λουκά με τη Γέννηση, οι βοσκοί την έχουμε στα μαντριά μας και προστατεύει εμάς και τα κοπάδια μας. Όλο το χρόνο Χριστούγεννα.
(Το κείμενο βασίστηκε στο Ευαγγέλιο του Λουκά και στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιακώβου.)