Τα όνειρα είναι η ελπίδα, η προσδοκία, ο διακαής πόθος του καθενός μας. Είναι ό,τι έχουμε φανταστεί για το μέλλον μας. Μ’ αυτά γεμίζουμε την ψυχή μας. Μέσα απ’ αυτά ξαναγεννιόμαστε κι ελπίζουμε για ένα καλύτερο «αύριο», ταξιδεύοντας στο χρόνο…
Τα όνειρα είναι η ελπίδα, η προσδοκία, ο διακαής πόθος του καθενός μας. Είναι ό,τι έχουμε φανταστεί για το μέλλον μας. Μ’ αυτά γεμίζουμε την ψυχή μας. Μέσα απ’ αυτά ξαναγεννιόμαστε κι ελπίζουμε για ένα καλύτερο «αύριο», ταξιδεύοντας στο χρόνο… Διαλέγουμε κι ακολουθούμε τα ιδανικά μονοπάτια της ζωής και της μοίρας μας. Πάνω στα θεμέλια τους ποθούμε να χτίσουμε την τύχη μας, το μέλλον μας. Ωστόσο, αόρατο μα υπαρκτό, είναι το πεπρωμένο, το γραφτό μας αν θέλετε, που μας ακολουθεί, κι αλίμονο, φτιάχνει τον ιστό της ζωής μας.
Διάβασα με συγκίνηση ένα κείμενο του αγαπητού μου φίλου Γαβριήλ Παναγιωσούλη που μ’ εντυπωσίασε. Ο Γαβριήλ, ένας κοσμογυρισμένος Οδυσσέας, χρόνια τώρα, αγκυροβολημένος στη Νέα Υόρκη, συχνά παραμερίζει το κουρτινάκι κι αφήνει, μέσα από τα γραφτά του, να φανεί η διάφανη ψυχή του. Με μια αστείρευτη ανθρωπιά και σεβασμό σε ό,τι αγνό και ωραίο, καταθέτει συναισθήματα, αποστάγματα σκέψεων και πείρα ζωής. Κάνει νοσταλγικές επιστροφές στα περασμένα. Ανασύρει ολοζώντανα κομμάτια, γεγονότα, στιγμές, λεπτομέρειες κι όσα όνειρα άφησε… τ’ αναδιπλώνει ευλαβικά στη μνήμη για να μη χαθεί ο δεσμός με τη γενέθλια γη του. Κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια, κι ας μοιάζουν όλα τόσο μακρινά κι ας συνεχίζει τους ξέφρενους ρυθμούς της αυτό που αποκαλούμε: «η ζωή μας».
Στέκεται απέναντι, συνομιλεί με τον εαυτό του και γράφει: «Ακουμπάς στο παραθύρι κοιτάζοντας τη βροχή, μια βροχή σιγανή, μονότονη που σου δίνει στα νεύρα. Κλείνεις τα μάτια και θυμάσαι που κάποτε η βροχή ακουγόταν στα κεραμίδια, που σε νανούριζε ξαπλωμένο στο αχυρένιο στρώμα σου. Θυμάσαι τα πολύχρωμα όνειρα, αυτά που τρεμόσβηναν στο φως του λύχνου, καθώς η φλογίτσα του χόρευε στον ρυθμικό τόνο της αναπνοής του αέρα, που περνούσε απ’ τη γρίλια του σκεβρωμένου παράθυρου. Θυμάσαι την παιδική αθωότητα, τη ζεστή θαλπωρή του μαγκαλιού, τα παραμύθια της γιαγιάς, τη μονότονη λαλιά του γκιώνη, τα αλυχτίσματα των σκύλων… Ονειρευόσουν, να έχεις μια μέρα στρώμα από πούπουλα, να έχεις… να έχεις… να έχεις… Και τότε θα ήσουν ευτυχισμένος. Έτσι ήταν εκείνα τα όνειρα που γεννιόταν πάνω στο αχυρένιο στρώμα, νόμιζες ότι αν τ’ αποκτούσες όλα αυτά, θα ζούσες στον παράδεισο…»
Το αχυρένιο στρώμα σου, φίλε μου, - που πια δεν υπάρχει - σου θυμίζει από πού έρχεσαι. Κι εκείνος ο λύχνος - μη νομίζεις - πάντα συντροφιά σου ήταν και φώτιζε τα βήματα του προορισμού σου. Έχουμε ανάγκη - το ξέρουμε κι οι δυο - να κρατάμε μια ζωντανή ρίζα στο παρελθόν για να κάνουμε ένα βήμα στο μέλλον. Όσο υπάρχουν όνειρα, θα βρίσκουμε τα μονοπάτια μας. Πόσα πράγματα, αλήθεια, μπορούμε να κάνουμε στη ζωή, αλλά και με πόσα «τίποτε» μπορούμε να τη γεμίσουμε… Εσύ έκανες πολλά, κόπιασες, έψαξες, βρήκες κι άνοιξες χίλιους δρόμους να στηρίξεις, με αξιοπρέπεια, την ύπαρξή σου. Η απεραντοσύνη της θάλασσας που ταξίδεψες - παρ’ όλες τις φουρτούνες - σου χάρισε γαλήνη και σ’ έμαθε να ονειρεύεσαι κι άλλο… Σου έμαθε να κρατάς ισορροπία ανάμεσα στα «θέλω» και τα «πρέπει», να αναμετριέσαι μαζί της και να μη φοβάσαι τίποτα. Κράτησες, τελικά, το μερτικό που σου αναλογεί στη ζωή και στον κόσμο, και χαίρεσαι…
Τώρα, «ψάχνεις για μια ανοιχτή καρδιά…» κι αμέσως… απορείς και γράφεις με παράπονο: «έλα όμως που όλες είναι πιασμένες…». Μην απογοητεύεσαι! Αν δεν βρεις μια τέτοια ελεύθερη καρδιά, ψάξε και βρες ένα κομμάτι καθάριου ουρανού κι άπλωσε επάνω του τα όνειρά σου. Μη τ’ αφήσεις ποτέ να πάνε χαμένα. Έχεις τη σοφία, έχεις και τη γνώση, ξέρεις να μεταφέρεις το παρελθόν και να το κάνεις συνέχεια του «σήμερα». Άσε τη βροχή που πέφτει μονότονα στο περβάζι σου· ψιχάλες είναι… Εσύ, όσο υπάρχουν όνειρα, συνέχισε να ονειρεύεσαι…