Ο Γιάννης Χατζηγιάννης, απόγονος και πρόγονος μιας οικογένειας που είναι «βουτηγμένη» στην τέχνη της κεραμικής από τα μέσα του 19ου αιώνα, μας υποδέχεται στο εργαστήρι του στην Αγιάσο.
«Ασχολούμαι με την κεραμική από τότε που γεννήθηκα», μας έλεγε ο Γιάννης Χατζηγιάννης πριν από δύο περίπου χρόνια. Και πώς να μην τον πιστέψουμε; Απόγονος και πρόγονος ταυτόχρονα μιας οικογένειας που είναι «βουτηγμένη» στην τέχνη της κεραμικής από τα μέσα του 19ου αιώνα, ο σημαντικός αυτός τεχνίτης του πηλού γεννήθηκε, έζησε και δημιούργησε στην Αγιάσο, φτάνοντας όμως να γίνει γνωστός με την τέχνη του πέρα από τα όρια του νησιού, αλλά και πέρα από τα σύνορα της χώρας. Σήμερα, 77 ετών πλέον, το μεράκι του και η αγάπη του για την τέχνη είναι τέτοια, ώστε συνεχίζει να δημιουργεί ακόμη και τώρα, βοηθώντας πλέον το γιο του Δημήτρη στο εργαστήρι του. Εκεί μας υποδέχτηκε για τις ανάγκες του αφιερώματος, ανάμεσα στις αμέτρητες δημιουργίες τόσων χρόνων, που καθεμιά είναι μοναδική κι έχει το δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα και ιστορία.
Η οικογένεια Χατζηγιάννη είναι γαλουχημένη με την τέχνη της κεραμικής εδώ και τέσσερις γενιές. Σύμφωνα με τα αρχεία του Αναγνωστηρίου Αγιάσου, λίγο πιο πέρα από το Τσανάκαλε της Μικράς Ασίας δημιουργούσε ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο αγγειοπλάστης Συμεών Χατζηγιάννης, μαζί με τους γιους του Δημήτρη, Γιώργο και Αναστάση. Οι τρεις τους, μαζί με την αδελφή τους, φτάνουν το 1911 στη Λέσβο. Όλοι διασκορπίζονται εντός και εκτός Ελλάδας, ο Γιώργος, μετά από λίγα χρόνια παραμονής στο νησί, όπου ασχολήθηκε με την κεραμική, κατέληξε στην Αχαΐα, όπου συνέχισε το δικό του κομμάτι της οικογενειακής τέχνης και παράδοσης. Το υπόλοιπο ανέλαβε να το συνεχίσει ο Αναστάσης Χατζηγιάννης, που έφτασε στην Αγιάσο, ένα από τα κυριότερα κέντρα κεραμικής του νησιού μαζί με το Μανταμάδο. Στο πρώτο εργαστήρι του, «μια παράγκα» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το Αναγνωστήριο, δούλευε μαζί με τον αδελφό του, συνεχίζοντας τις παραδοσιακές φόρμες της Ανατολής: τα πανέρια, τα λαγηνόμπρικα και τα κηροπήγια. Το 1926 ανοίγει, όμως, το δικό του μαγαζί στο Σταυρί.
Ο Γιάννης Χατζηγιάννης στον ποδοκίνητο τροχό, κατασκευάζοντας ένα από τα αγγεία του (αριστερά). Με το γιο του Δημήτρη, πριν λίγα χρόνια, εν ώρα εργασίας (δεξιά)
Τα πρώτα χρόνια και η Κατοχή
«Εγώ γεννήθηκα μέσα στο μαγαζί του πατέρα μου, όπου δούλευε και η μητέρα μου», λέει ο Γιάννης Χατζηγιάννης. Ήταν το 1933, η εποχή που ο πατέρας του είχε αρχίσει να πειραματίζεται και να δημιουργεί αγγεία βασισμένα στα αρχαία πρότυπα. Με τα μελανόχρωμα αγγεία, η δουλειά του Αναστάση Χατζηγιάννη πάει πολύ καλά και η οκταμελής οικογένειά του ζει τις «χρυσές» της μέρες. «Ο πατέρας μου είχε ανακαλύψει το μελανόμορφο, το αρχαίο είδος, κι έκανε τα μαύρα αγγεία. Τα χρόνια ήταν δύσκολα, αλλά ο πατέρας μου είχε ευτυχώς καλή δουλειά κι έφτιαχνε μεγάλες παραγγελίες. Είχε χτίσει δύο - τρία σπίτια, προίκα για τις κόρες του, έκανε και το δικό του μαγαζί.»
Πλάι στον πατέρα του, έμαθε να δουλεύει τον πηλό και ο μικρός Γιάννης. «Ο πατέρας μας δεν ήταν αυστηρός, αλλά κάναμε ό,τι μας έλεγε. Εμένα μου άρεσε η δουλειά γιατί είχα μεράκι στην κεραμική, ειδικά στη γλυπτική. Από πολύ μικρή ηλικία, έκανα μοντέλα δικά μου», μας λέει. «Ξεκίνησα με τη φαντασία μου. Αν δεν έχεις φαντασία, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Όλα τα κεραμικά, χιλιάδες κομμάτια που έχουν βγει από τα χέρια μου, εκτός αν ήταν ειδικές παραγγελίες, το καθένα έχει τον τύπο του. Δεν έχω κάνει ποτέ το ίδιο κομμάτι, πάντα το ένα με το άλλο είναι ξέχωρο, με θέματα από τη φαντασία και τη φύση. Βλέπεις κάτι, βγάζεις, προσθέτεις δικά σου σχέδια…»
Ακολουθεί, όμως, ο πόλεμος και η αναγκαστική παύση σχεδόν όποιας δημιουργίας, χρόνια κατά τα οποία σύμφωνα με τα αρχεία του Αναγνωστηρίου ο Αναστάσης με τους γιους του αναγκάζονταν να φορτώνονται τα κεραμικά στην πλάτη τους και να πηγαίνουν με τα πόδια στα γύρω χωριά, αλλά και στα πανηγύρια, για να τα πουλήσουν και να πάρουν σιτάρι κι αλεύρι. Και ακολούθησε ο εμφύλιος, που είχε πάλι περιορισμένη ζήτηση. «Στον πόλεμο ήταν πείνα», λέει ο Γιάννης Χατζηγιάννης. «Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, δεν υπήρχε τίποτα, ούτε όσπριο ούτε ψωμί, ζούσαμε με χόρτα, ελιές και κάστανα. Η δουλειά, φυσικά, είχε σταματήσει. Παρ’ όλα αυτά, όσο ακόμη δούλευε ο πατέρας μου, μεταπολεμικά, η κεραμική γνώρισε άνθιση. Μέχρι τότε, η Ελλάδα δεν είχε ακόμη κεραμική, εκτός από τα μελανόμορφα δοχεία.»
Αμέσως μετά τον πόλεμο, συνεχίζει δίπλα στον πατέρα του. Φτιάχνει κυρίως χρηστικά αντικείμενα, ακόμη και ένα άλογο που είναι εμφανίσιμο ως μπιμπελό, είναι ταυτόχρονα και χρηστικό, αφού γίνεται κανάτα. Αυτό που τον γοήτευε πάντα περισσότερο απ’ όλα, όμως, ήταν η γλυπτική. Να κάνει κομμάτια που ήταν εμφανίσιμα ως γλυπτά.
Το γλυπτό που ο Γιάννης Χατζηγιάννης έφτιαξε προσφάτως για το Καρναβαλικό Μουσείο της Αγιάσου. Ο ίδιος λέει πως δεν το δούλεψε «όπως ήθελε», αφού το χέρι του δεν έχει πια τη σταθερότητα που είχε πριν το ατύχημα. Δεν το βάζει όμως κάτω: «Μπορεί να μην είναι τέλειο, αλλά συνεχίζω», λέει (αριστερά). Ο πηλός… οικογενειακή υπόθεση για τους Χατζηγιάννηδες. Ο Γιάννης Χατζηγιάννης, με τους υπόλοιπους «εργάτες» του πατέρα του (δεξιά)
Η υποτροφία για την Ιταλία
Το 1959 παντρεύεται τη σύζυγό του, Μαριάννα, με την οποία αποκτούν δύο γιους. Τον Τάσο (Αναστάση) και το Δημήτρη.
Αρχίζει να ασχολείται συστηματικά με την κεραμική από τη δεκαετία τού ‘70. Είχε προηγηθεί, το 1961, η βράβευση του γλυπτού του «Σύνθεση Πουλιών» στην Πανελλήνια Έκθεση Κεραμικής και η υποτροφία από τον ΕΟΜΜΕΧ, όταν ο Γιάννης Χατζηγιάννης βρέθηκε στο Μιλάνο της Ιταλίας για να αποκτήσει εμπειρία σε νέες τεχνικές. Τα σχόλια του ιταλικού Τύπου ήταν «διθυραμβικά» για τα έργα του, που κοσμούσαν σελίδες περιοδικών τέχνης, δεν είχε όμως ακόμη την οικονομική άνεση να δημιουργήσει μια ολοκληρωμένη δική του δουλειά.
«Το 1961, πήγαμε στην Ιταλία να μάθουμε τα χρώματα. Εμείς τότε δουλεύαμε, κάναμε ωραία πράγματα, αλλά κάναμε τα ψυχρά χρώματα. Στην Ιταλία μάθαμε το σμάλτο και τα χρώματα της φωτιάς. Μπορώ να πω ότι ήρθα ένας από τους πρώτους. Είχα μια καθηγήτρια, που μου ζητούσε να της φτιάξω πράγματα και να της τα στείλω. Και ένας άλλος δάσκαλος μου έλεγε “εσύ πρέπει να έρθεις κοντά μου”. Έβλεπε ότι το χέρι μου πήγαινε καλά και με ήθελε ένα - δυο χρόνια να μου μάθει τη γλυπτική», θυμάται σήμερα ο κεραμίστας. «Δεν είχα όμως ούτε φούρνο τότε, μέσα σε βαρελάκια τα έψηνα τα κεραμικά μου. Μετά το ‘70 πήρα δάνειο, αγόρασα ένα φούρνο και ξεκίνησα. Καλά πήγαινε η δουλειά μου.»
Όλη η οικογένεια Χατζηγιάννη. Αναστάσης, Μαριγώ και τα έξι παιδιά τους: Αμερισούδα, Βασιλεία, Ασημάκης, Κλεάνθης και οι μικροί Μαρίτσα και Γιάννης μπροστά, ανάμεσα στους γονείς τους (αριστερά). Μελανόχρωμα αγγεία του πατέρα του, Αναστάση (δεξιά)
Μεταδίδοντας την τέχνη του
Ο πατέρας του, Αναστάσης, πεθαίνει το 1983 σε ηλικία 98 ετών και τυφλός τα 15 τελευταία χρόνια της ζωής του. Την ίδια δεκαετία, ο Γιάννης Χατζηγιάννης αρχίζει τη διδασκαλία της τέχνης του σε μαθητές της Αγιάσου και της Μυτιλήνης, μια πολύχρονη απασχόληση από την οποία και συνταξιοδοτήθηκε, έχοντας συμβάλει κατά πολύ και στη διάδοση της κεραμικής τέχνης, με αρκετούς από τους σημαντικότερους κεραμίστες του νησιού να έχουν περάσει από τα χέρια του και να μιλούν σήμερα με τα καλύτερα λόγια για τον άνθρωπο που τους έμαθε να δουλεύουν τον πηλό, τονίζοντας κυρίως τη μεταδοτικότητά του.
«Ένα διάστημα, τη δεκαετία τού ‘80, είχα σταματήσει τη δουλειά, δεν πήγαινε καλά», λέει ο ίδιος. Τότε είχε μια θέση στο ίδρυμα «Θεομήτωρ» της Αγιάσου, για δάσκαλο κεραμικής. Διορίστηκε ο Γιάννης Χατζηγιάννης και δούλεψε τόσο στην Αγιάσο με ΑμΕΑ, όσο και στη Μυτιλήνη, στο Τεχνολογικό Επαγγελματικό Εκπαιδευτήριο (ΤΕΕ) που άνοιξε το ίδρυμα, για διάφορες ειδικότητες. Είκοσι χρόνια δούλεψε έτσι και άλλα πέντε στη ΝΕΛΕ, όπου είχε περίπου 15 μαθητές και μαθήτριες. «Δενόμουν με τους μαθητές μου, γινόμουνα ένα, ό,τι έλεγα το καταλάβαιναν. Έβγαλα και καλούς μαθητές, που κάνουν τώρα το επάγγελμα του κεραμίστα. Την Κρητικού, τη Ζαχαριάδου, τη Γαββέ... Μέχρι τώρα, αν με δουν, με εκτιμούν», λέει ο ίδιος.
Ο Γιάννης Χατζηγιάννης έχει συμμετάσχει σε πολλές εκθέσεις και διαγωνισμούς κεραμικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πέρα από τη διάκριση του γλυπτού του «Σύνθεση Πουλιών», από τις σημαντικότερες εκθέσεις του είναι αυτή τού 1984 στην κεντρική γκαλερί «Συλλογή» της Αθήνας, ενώ σημαντική για τον ίδιο υπήρξε και η τίμησή του από το Πανεπιστήμιο της Αττάλειας στην Τουρκία.
Ο Αναστάσης Χατζηγιάννης, πατέρας του κεραμίστα, στο παλιό του εργαστήρι (φωτο τραβηγμένη πριν τη γέννηση του Γιάννη Χατζηγιάννη) (αριστερά). Δημοσίευμα σε εφημερίδα μετά τη βράβευση το 1961, στο Μιλάνο, των υποτρόφων τού ΕΟΜΜΕΧ. Το αγγείο αριστερά είναι η «Σύνθεση Πουλιών» του Γιάννη Χατζηγιάννη, που βραβεύτηκε (δεξιά)
Υπήρξε επιπλέον, όπως λέει, ένας από τους «πρωτεργάτες» του Καρναβαλιού της Αγιάσου όσον αφορά στην κατασκευή των σκηνικών. «Μετά τον πόλεμο, το ‘47 - ‘50, ήμασταν μια παρέα και ξεκινήσαμε να κάνουμε το πρώτο καρναβάλι, τους “Εξερευνητές της Ζούγκλας”. Έκανα με τα χαρτόνια διάφορα λιοντάρια, τίγρεις κ.λπ., είχα κάνει όλα τα σκηνικά, ήμουν σκηνοθέτης του Καρναβαλιού για πολλά χρόνια. Ένα καλό καρναβάλι, για παράδειγμα, ήταν η “Κόλαση και ο Παράδεισος”. Και όλα αυτά χωρίς να υπάρχουν ιδιαίτερα μέσα και υλικά, όπως τώρα που με φελιζόλ μπορείς να φτιάξεις ό,τι θες. Ακόμα και στο θέατρο με είχαν φωνάξει να κάνω το σκηνικό.»
Η παράδοση συνεχίζεται…
Σήμερα ο Γιάννης Χατζηγιάννης, παππούς πια με δύο εγγόνια, βοηθάει το γιο του, Δημήτρη, ο οποίος «είναι καλύτερος από τον ίδιο» όπως λέει, στο εργαστήρι που λειτουργεί τα τελευταία 10 χρόνια. Ο δεύτερος έχει σπουδάσει γυμναστής, επέλεξε όμως να συνεχίσει την παράδοση της οικογένειάς του, ως άξιος διάδοχος του πατέρα του.
Έχοντας χάσει τη σύζυγό του εδώ και δύο χρόνια, ο Γιάννης Χατζηγιάννης συνεχίζει να δημιουργεί, με μικρότερη όμως συχνότητα και ένταση. Ένα σοβαρό ατύχημα που είχε πριν από χρόνια στην Αγιάσο, όταν βρέθηκε κάτω από τις ρόδες ενός φορτηγού μέσα στην αγορά, του έχει δημιουργήσει προβλήματα στην κίνηση και δεν του επιτρέπει να δουλεύει τα έργα του όπως θα ήθελε. «Το ατύχημα μου στοίχισε πολύ. Αυτό που έλεγα από παλιά, πως όταν θα πάρω σύνταξη θα ασχοληθώ μόνο με τα καλλιτεχνικά πράγματα, δεν μπορώ να το κάνω. Μου στοίχισε και η απώλεια της γυναίκας μου, αλλά έτσι είναι η ζωή. Άλλος μπροστά, άλλος πίσω, φεύγουμε. Δε μένει κανένας εδώ…»
Στο εργαστήρι του, τη δεκαετία τού ‘70
«Η τέχνη αυτή πέρασε…», μας έλεγε πριν από δύο χρόνια ο Γιάννης Χατζηγιάννης. «Άλλες φορές έχει άνοδο, άλλες το αντίθετο. Το χειροποίητο πάει να σβήσει, γιατί σήμερα λειτουργούν εργοστάσια, τα οποία έχουν όλα τα απαραίτητα μηχανήματα, όπως την πρέσσα, η οποία μπορεί να βγάζει μέχρι και 10.000 κομμάτια την ημέρα. Είναι, πάντως, μια τέχνη ατελείωτη, αρκεί να έχεις φαντασία και να δουλεύει το μυαλό σου…»
Το τελευταίο ίσχυε σίγουρα για τον κεραμίστα της Αγιάσου, που κατάφερε να αναγνωριστεί η δουλειά του όχι μόνο στο νησί, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα και το εξωτερικό, με έργα του να φιλοξενούνται σε πολλά βιβλία κεραμικής. Τα «μπράβο» που έχει πάρει και τα μαθήματα που έχει δώσει όλα αυτά τα χρόνια, του επιτρέπουν έναν καλό απολογισμό σήμερα, στην ηλικία των 77 πλέον ετών.
«Είμαι ικανοποιημένος, γιατί δίδαξα, έφτιαξα στη ζωή μου. Μπορεί να μην έπαιρνα λεφτά, αλλά έβγαλα κεραμίστες, έβγαλα πολλά παιδιά που έμαθαν τη δουλειά από μένα. Μπορώ να πω ότι έχω καλούς φίλους και είμαι γνωστός παντού. Κι αυτό είναι μια ικανοποίηση.»