Εδώ και αρκετά χρόνια, στο φιλόξενο εντευκτήριο του Συλλόγου Καλλονιατών της Αθήνας, μαζεύονται το μεσημέρι κάθε δεύτερου Σαββάτου αρκετοί λόγιοι για να κουβεντιάσουν τρώγοντας μεζέδες που φέρνουνε από το σπίτι τους και ποτίζοντας τη συζήτηση με ούζο ή κρασί.
Εδώ και αρκετά χρόνια, στο φιλόξενο εντευκτήριο του Συλλόγου Καλλονιατών της Αθήνας, που βρίσκεται στην οδό Σ. Δοντά (πάροδο της λεωφόρου Συγγρού), μαζεύονται το μεσημέρι κάθε δεύτερου Σαββάτου αρκετοί λόγιοι (μετά ή άνευ εισαγωγικών) για να κουβεντιάσουν τρώγοντας μεζέδες που φέρνουνε από το σπίτι τους και ποτίζοντας τη συζήτηση με ούζο ή κρασί (προσφορά του Συλλόγου), συχνά δε συνοδεύοντάς την με τραγούδι, καθώς μεταξύ των συμποσιαστών υπάρχουν αρκετοί καλλίφωνοι.
Οι συγκεντρώσεις αυτές λειτουργούν στο πνεύμα της παρέας και του καφενείου και αυτό είναι το μεγαλύτερο θέλγητρό τους, που εξηγεί γιατί συνεχίζονται τόσα χρόνια. Όπως γράφει ο Ασημάκης Πανσέληνος στο θαυμάσιο βιβλίο του «Τότε που ζούσαμε», η παρέα είναι η δημοκρατικότερη μορφή άτυπης ένωσης ανθρώπων. Στην παρέα πας γιατί σου αρέσει, όχι γιατί είσαι υποχρεωμένος. Στην παρέα δεν υπάρχει αρχηγός. Οι συζητήσεις γίνονται χωρίς ημερήσια διάταξη, χωρίς κάποιον εισηγητή και δεν ακολουθεί κλείσιμο με κάποιο αποδεκτό συμπέρασμα. Ούτε φυσικά απαιτείται ομοφωνία. Αντίθετα οι διαφωνίες και όχι σπάνια ο καβγάς, ζωηρεύουν τη συζήτηση και είναι άλλωστε μέσα στο πνεύμα της παρέας και του καφενείου.
Όλα αυτά όμως, η χαλαρή λειτουργία, η απουσία διαδικασίας, οι διαφωνίες, ο χαβαλές και το τραγούδι, δε μειώνουν καθόλου το υψηλότατο επίπεδο των συζητήσεων που γίνονται σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις των «Καλλονιατών», όπως καθιερώθηκε να λέγονται οι συγκεντρούμενοι, ελλείψει άλλης αποδεκτής ονομασίας. Η θεματολογία των συζητήσεων αυτών είναι πολυποίκιλη και απλώνεται σε όλα τα πεδία του επιστητού, μολονότι αρκετά συχνά απαγγέλλονται ποιήματα ή διαβάζονται αποσπάσματα από βιβλία (υπό έκδοσιν ή εκδοθέντα) κάποιων από τους παρισταμένους.
Στην προχθεσινή, να πούμε, σύναξη, η οποία μάλιστα ήταν και η «αποχαιρετιστήρια», μια που το καλοκαίρι δεν συγκεντρώνονται, θίξαμε το θέμα της τεχνολογικής εξέλιξης και ειδικότερα το θέμα της Πληροφορικής. Αποδείχθηκε πως, εκτός από τον υπογράφοντα, όλοι οι λοιποί συμποσιαστές αντιμετωπίζουν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, το Διαδίκτυο και την ηλεκτρονική επικοινωνία αρνητικά, με δυσπιστία, για να μην πω με αντιπάθεια. Ουσιαστικά ήμουν ο μόνος που την υπερασπίστηκε.
Τα επιχειρήματα που ακούστηκαν ήταν πως η τεχνολογία απομονώνει τον άνθρωπο από τη ζωή, τον μετατρέπει σε πειθήνιο υπηρέτη των μηχανών, του αποδυναμώνει την κρίση, τον κάνει ανίκανο για δημιουργική σκέψη. Στην πραγματικότητα όμως εκφράζανε το πανάρχαιο δέος που αισθανόταν ανέκαθεν ο άνθρωπος μπροστά στο καινούργιο.
ΗΡΑΚΛΕΙΣ ΑΠΩΛΕΤΟ ΑΝΔΡΟΣ ΑΡΕΤΑ! φώναξε ένας βασιλιάς της Σπάρτης όταν είδε στη Σικελία την εκτόξευση γιγαντιαίου (για τα μέτρα της εποχής) βλήματος από καταπέλτη.
Ο Χριστόφορος Κολόμβος, κατά τα πικρά και δύσκολα χρόνια, που περίμενε τη βασιλική έγκριση του ταξιδιού του, για να ζήσει πουλούσε τυπωμένα βιβλία (η τυπογραφία μόλις είχε εισαχθεί στην Ευρώπη). Πολλοί λοιπόν από τους υποψήφιους αγοραστές προέβαλλαν αντιρρήσεις και δεν έπιαναν στα χέρια τους το νέο τεχνολογικό προϊόν, εκθειάζοντας τα πλεονεκτήματα των χειρόγραφων βιβλίων. Ήταν πιο προσεγμένα, ο γραφικός χαρακτήρας του συγγραφέα έδινε στο βιβλίο ζεστασιά και αίσθημα, μπορούσαν να εικονογραφηθούν και μάλιστα με έγχρωμες εικόνες και άλλα παρόμοια.
Κάτι ανάλογο έλεγε στην προχτεσινή σύναξη αγαπητός και σεβαστός πανεπιστημιακός δάσκαλος, αρνούμενος κάθε σύγκριση ανάμεσα στο γράψιμο με μολύβι, στυλό ή μπικ σε χαρτί και στο γράψιμο με πληκτρολόγιο, προβολή του κειμένου στην οθόνη του υπολογιστή και εκτύπωσή του στον εκτυπωτή.
Εγώ προσπάθησα να τα αντικρούσω όλα αυτά, όχι μόνο γιατί πιστεύω στην αξία της νέας τεχνολογίας αλλά γιατί καταγίνομαι με αυτήν με αληθινή ευχαρίστηση, για να μην πω απόλαυση, από τότε που τα παιδιά μου με μύησαν στη μαγεία της πληροφορικής, πριν από είκοσι και βάλε χρόνια. Χρησιμοποιώντας το πληκτρολόγιο και τον εκτυπωτή, ξέμαθα να γράφω με το χέρι, εγώ που ήμουν κάποτε καλλιγράφος.
Αλλού όμως βρίσκεται η ουσία: Πως η τεχνολογία είναι κακή όταν τη χρησιμοποιείς λανθασμένα και καλή όταν τη χρησιμοποιείς σωστά. Ουσιαστικά ο ηλεκτρονικός υπολογιστής είναι ο υπηρέτης σου. Πολύτιμος και εξυπηρετικός αλλά πάντοτε υπηρέτης. Κι ούτε καν έξυπνος. Θα έλεγα μάλιστα πολύ κουτός. Γιατί μπορεί μεν να κάνει αριθμητικές πράξεις με εικοσαψήφιους αριθμούς σε κλάσμα δευτερολέπτου, αλλά δε διαθέτει ούτε υποψία κρίσης και φαντασίας. Αυτά παραμένουν προνόμια του ανθρώπινου μυαλού κι ας λένε πως είναι δυνατή η κατασκευή τεχνητής διανοίας.
Οι Μυτιληνιοί θα θυμούνται πως εδώ και λίγα χρόνια πήρανε από τη ΔΕΗ υπέρογκους λογαριασμούς, όταν από κάποιο λάθος κόπηκε το κόμμα και τα δυο μηδενικά των δεκαδικών προστέθηκαν στο εμβαδόν των σπιτιών. Έτσι ο υπολογιστής (πολύ σωστά) υπολόγισε τα δημοτικά τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις με βάση τις 8.000, 12.000 και 20.000 τετραγωνικά μέτρα που του δόθηκαν, αντί των πραγματικών 80, 120 και 200. Και ο πιο βλάκας υπάλληλος θα προβληματιζόταν από την ύπαρξη σπιτιών με επιφάνεια πολλών στρεμμάτων. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής όμως όχι.
Αν λοιπόν μερικοί άνθρωποι δέχονται να γίνουν υπηρέτες και όργανα μιας ηλίθιας μηχανής, όπως είναι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, αυτό είναι δικό τους πρόβλημα και φταίξιμο και δε μειώνει τη σπουδαιότητα και την αξία του ως χρήσιμου και βολικού οργάνου. Αντίθετα. χρησιμοποιώντας την σαν αφέντες και δημιουργικά. βρίσκονται στην πλεονεκτική θέση ενός που πάει με αυτοκίνητο σε σύγκριση με εκείνον που πάει με τα πόδια.
*O Δημήτρης Σαραντάκος γεννήθηκε στη Mυτιλήνη, σπούδασε χημικός μηχανικός και μετά τη συνταξιοδότησή του εκδίδει το σατιρικό περιοδικό «το Φιστίκι» και κάνει τον συγγραφέα. Το τελευταίο (ενδέκατο στη σειρά) βιβλίο του «Οι Αρχαίοι είχαν την πλάκα τους» - Αθήνα 2008 - κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Γνώση».