Η αρχή μιας έρευνας (β΄ μέρος)

01/07/2012 - 05:56
Βρέθηκα που λέτε αντιμέτωπος ο «φιόγκος», κατά τη ρήση του Λάρα (χαϊδευτικό του Αποστολάρα έμαθα αργότερα από τον ταξιτζή στον οποίο είχε κάνει πρόταση, λέει, για «νταλαβέρι τουγκέδερ»), στον όροφο, κι ένιωθα διάχυτες μυρουδιές παράξενες κι άγνωστες, που τρυπούσαν τη μύτη μου.
Βρέθηκα που λέτε αντιμέτωπος ο «φιόγκος», κατά τη ρήση του Λάρα (χαϊδευτικό του Αποστολάρα έμαθα αργότερα από τον ταξιτζή στον οποίο είχε κάνει πρόταση, λέει, για «νταλαβέρι τουγκέδερ»), στον όροφο, κι ένιωθα διάχυτες μυρουδιές παράξενες κι άγνωστες, που τρυπούσαν τη μύτη μου. Δεν έδωσα σημασία προς το παρόν, άλλος ήταν ο στόχος μου, όμως άξαφνα θυμήθηκα πως είχα και μια κούτα γλυκά ίσαμε δυο κιλά αγορασμένα από νωρίς για την περίπτωση. Μη έχοντας δικαίωμα επιλογής, κατέβηκα βιαστικός τις σκάλες, άνοιξα την ξώπορτα, έλειπε από το σκαλί που την είχα ακουμπήσει. Ο Λάρας έστριβε κείνη την ώρα ένα τσιγαρόχαρτο και ετοίμαζε «δείγμα εργασίας» για ένα γαυράκι που ακόμα σπαρταρούσε. Μου έκανε νόημα να φύγω και είπε γλυκά.
«Χάσου ρε…»
Έκλεισα περίλυπος την πόρτα, ανέβηκα πάλι κι ως έμπαινα στον αρωματισμένο αχυρώνα με τις δεκάδες χαρτόκουτες, βιβλία, χαρτιά, μαγνητοταινίες αρχαίες κι άλλα τέτοια, είδα σκυμμένα τα δυο «κουτάβια» (πάλι κατά τη ρήση του Λάρα, που ήταν δεν ήταν δεκάχρονα) να τρώνε μετά βουλιμίας τα αμυγδαλωτά απ’ το κουτί του ζαχαροπλαστείου.
«Μπράβο», τους ενεθάρρυνα. «Για σας τα έφερα. Ο κυρ-Αντώνης μού είπε πως είστε καλά παιδιά.»

Δεν αντέδρασαν· θαρρώ πως δεν είχανε τόσο μυαλό ή ενδιαφέρον, κι αυτό με βόλεψε να αρπάξω κάτι φωτογραφίες που ήταν πεταμένες κατάχαμα. Πήρα σαν ταχυδακτυλουργός και μερικές κομμένες εφημερίδες πιασμένες με συνδετήρα, που ήταν κι αυτές χωμένες στη σκόνη. Τα παιδιά με κοιτούσαν με απλανή μάτια σαν εξωγήινο, δε μίλησαν· έδειχναν πιο πολύ ενδιαφέρον για τα αμυγδαλωτά.
Πήρα λίγο θάρρος, τους ρώτησα αν μπορούσα να ρίξω μια ματιά στο μέσα δωμάτιο, κουνήσανε το κεφάλι, με το στόμα γεμάτο, θετικά κι αντίκρισα το κάποτε φημισμένο δωμάτιο, το πανάκριβο γραφείο του Αλέκου με την τεράστια δρύινη βιβλιοθήκη, όλα χωμένα σε τσαλακωμένα χαρτιά, φάκελα, σκόνες, πλαστικά μισοάδεια πιάτα και ποτήρια, τσιγάρα πατημένα, χαλκομανίες, ένα σκυλάκι χωρίς πόδια, ένα κοριτσάκι με τραβηγμένα, βγαλμένα τα μισά μαλλάκια του κι ένα σωρό άλλα σπασμένα παιδικά παιγνίδια.
Πονούσα, θάμπωσαν τα μάτια μου, μπέρδευα το σήμερα με το χτες, την πραγματικότητα με τη φαντασία, τα παιδιά με τους θεατρίνους που είχανε καθίσει εδώ, αλλά κατάφερα να βρω ακόμα κάτι αποκόμματα εφημερίδων, βιβλίων, περιοδικών, έγνεψα στα ευτυχισμένα τούτη τη μεταμεσονύχτια ώρα παιδιά αν μπορώ να τα πάρω, μου είπανε αυτά «ναι» κι απορούσανε που μάζωνα σκουπίδια. Ένιωσα ξανά την ανάσα μου να σταματά, ευχαρίστησα τα δυστυχή αυτά πλάσματα που βρήκαν λίγη ευτυχία σε μια κούτα ζαχαροπλαστείου κι έκανα να φύγω.

«Άντε καληνύχτα» τους είπα.
Σταμάτησαν αυτά το έργο τους, πετάχτηκαν σε στάση προσοχής μπροστά μου κι ανταπέδωσαν την καληνύχτα.
«Θα ξανάρθω», τους είπα, «και γελάσανε χαρούμενα.»
Το πιο μικρό, μου έδωσε ένα γλυκό, δεν το πήρα, και με φόβο κατέβηκα τις σκάλες. Νεράιδες, φαντάσματα και ο φίλος μου ξετρυπώνανε από κάθε γωνιά, κάθε χαραμάδα.
«Αλέκο μου», μουρμούρισα, «πού πήγαν τα μεγαλεία σου! Εδώ, τσαλαπατούν τα έργα σου, τα υπάρχοντά σου, την ψυχή σου! Προσεύχομαι να μην τα νιώθεις εκεί κοντά στη μάνα σου την Ασημίνα και τη Φοβερά Προστασία που βρίσκεσαι. Δε θέλω άλλο να πονάς. Λυτρώθηκες θαρρώ στο δικό μας κόσμο. Τώρα, κοιμήσου ήσυχος.»
Κατέβαινα κι οι σταγόνες από τα μάτια μου σταμπάριζαν τα βρόμικα, άσπρα και δοξασμένα κάποτε σκαλοπάτια…
«Τέλεψες;»
Βρόντηξε άξαφνα δίπλα μου η γνωστή φωνάρα του Λάρα, μαζώχτηκα σαν το σαλιγκάρι από βροχής που θα το χτυπήσει ο ήλιος, ξύπνησα από το όραμα κι ήρθα στην… ωραία πραγματικότητα.

«Μάλιστα… κύριε. Ευχαριστώ πολύ κύριε», τραύλισα και χύθηκα όξω, στην Ουίλλιαμ Κινγκ.
Ακριβώς μπροστά μου ακούστηκε το φρενάρισμα κι η φωνή του ταξιτζή.
«Λάτε μέσα. Αργήσατε. Λίγο ακόμα και θα ‘φευγα…»
Προσπάθησα να δικαιολογηθώ, με άρπαξε φωναχτά αυτός.
«Άκου με να σου πω! Καλός άνθρωπος φαίνεσαι, μα το καλό που σου θέλω μην πηγαίνεις μόνος και νύχτα σε τέτοιες γειτονιές.»
«Μα κάνω έρευ…»
Πριν τελειώσω με έκοψε.
«Αυτός ο τυπάς που σε πλεύρισε είναι μπαμπόρι. Το ξέρεις; Κι έμαθα, τα πιτσιρίκια μέσα είναι κι αυτά βαρκούλες. Ψαροβαρκούλες. Κατάλαβες;»
«Όχι. Δηλαδή τι; Λιμάνι είναι εδώ;»
Και μου εξήγησε τα ανεξήγητα κι έκανα το σταυρό μου που έφυγα ζωντανός κι ας είχα και… φονικό όπλο μαζί μου!

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey