Ο τελευταίος των μεγάλων Κουρτζήδων, Μιχάλης (Μίτσας) Κουρτζής, με όνομα βαρύ σαν ιστορία, ο άνθρωπος που έζησε το θρύλο της Μυτιλήνης τον 20ό αιώνα, που αγωνίστηκε να στήσει όρθια τα απομεινάρια της φαμίλιας του, δεν υπάρχει πια στη ζωή…
Παιχνίδια που παίζει η μοίρα, ε; Μόλις πριν έναν αιώνα το όνομά του ήταν συνώνυμο του απόλυτου πλούτου. Της απόλυτης δύναμης που αυτός γεννά. «Οι καιροί αλλάζουν δίχως να κοιτάζουν τη δική σου μελαγχολία», όμως, που λέει κι ο τραγουδοποιός. Και για δες, στην τραπεζαρία με τα πράσινα ντουβάρια του αρχοντόσπιτου της οδού Βενιζέλου 1, τέλη Απριλίου του 2003 συζητούσαμε έτσι απλά, σα να μιλάς με το γείτονα, το φίλο, το συνάδελφο στη δουλειά. Μόνο που δε συζητούσαμε για την καθημερινότητα, μα για μια άλλη, τόσο μακρινή καθημερινότητα, μιας πόλης που κατάφερνε να ξεπερνά τη μιζέρια τής τότε επαρχίας, να είναι κοσμοπολίτισσα και συνάμα όμορφη σαν παιδούλα. Απέναντι ήταν ο Μιχάλης Κουρτζής. Και χθες απέναντι ήταν. Στις 3 το μεσημέρι θάφτηκε στο οικογενειακό νεκροταφείο των Κουρτζήδων, στην ιδιωτική εκκλησιά της φαμίλιας, την «Αγιά Σωτήρα». Ο τελευταίος των μεγάλων Κουρτζήδων, ο άνθρωπος που έζησε το θρύλο της Μυτιλήνης τον 20ό αιώνα, δεν υπάρχει πια στη ζωή…
Στους τάφους των προγόνων του στο οικογενειακό νεκροταφείο, στην Παναγιά τη Σωτήρα, το οικογενειακό παρεκκλήσι εκεί στη βόρεια έξοδο της Μυτιλήνης, ο κάθε Κουρτζής χαρακτηρίζεται και από μια ιδιότητα με την οποία σηματοδοτεί την πορεία της οικογένειας στην ιστορία της Μυτιλήνης. Ο δημιουργός, ο γεννήτορας… Ετούτος, ο τελευταίος της φαμίλιας των Κουρτζήδων, ο άνθρωπος που τον έπαιξε στα γόνατά του ο Μίτσας Κουρτζής, ήθελε να μείνει στην ιστορία της φαμίλιας για το ότι πέτυχε ένα και μόνο πράγμα. Να συμμαζέψει τη μεγάλη και χαμένη-χυμένη στις τέσσερις πλευρές του νησιού, και όχι μόνο, περιουσία.
Ο Μιχάλης Κουρτζής γιος της Ελεονώρας Βοστάνη και του Νέλου (Πάνου) Κουρτζή, απεφοίτησε απ’ το 2ο Γυμνάσιο Αρρένων Μυτιλήνης το 1967 και τη Σχολή Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων του Μετσόβιου Πολυτεχνείου το 1972. Ακολούθησε μάστερ στην Τεχνολογία του Πλοίου στο Νιούκαστλ της Αγγλίας, με την ελπίδα πως το όνειρο της «Ατμοπλοΐας Αιγαίου» μπορούσε να ξαναζήσει.
Επαναλαμβάνεται η ιστορία; Σα φάρσα μόνο, επιμένει ο Μαρξ. Κι ο Μιχάλης Κουρτζής πρέπει να το ήξερε καλά τούτο. Δούλεψε στα ναυπηγεία της Ελευσίνας πριν και μετά τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό και με αφορμή την πετρελαϊκή κρίση κατάλαβε πολύ καλά ότι η «Ατμοπλοΐα Αιγαίου» θα μείνει για πάντα μια μακρινή και δυστυχώς θλιβερή ιστορία. Σύντομα εγκατέλειψε τα ναυπηγεία και αφοσιώθηκε στη δουλειά του μηχανολόγου, υπηρετώντας σε διάφορες διευθυντικές θέσεις της βιομηχανίας «Φυρογένης». Ως το 2002, που μεταπήδησε στη θέση του συμβούλου, κι αυτό για να μπορέσει να ασκήσει όσο καλύτερα μπορεί τα καθήκοντα του… «διοικητή αλλοτρίων»! Χαμογελούσε ο Κουρτζής όποτε αναφερόταν σ’ αυτόν τον τίτλο. Είναι αυτός που προσδιόριζε τη θέση του υπεύθυνου της «συνεταιριστικής σχέσης που υπάρχει σήμερα με τράπεζες και συγγενείς, με αντικείμενο την περιουσία της οικογένειας Κουρτζή». Αράδιαζε αυτήν την περιουσία, τα 300 στρέμματα γης στη βόρεια έξοδο της Μυτιλήνης, τα 2.500 στρέμματα γης στο κέντρο, το πυρηνεργοστάσιο στο Ντίπι, και τόσα άλλα…
Επιμονή να συμμαζεύει…
Έπρεπε να προσπαθείς επί ώρα για να καταλάβεις την επιμονή που άγγιζε τα όρια της εμμονής ετούτου του ανθρώπου για τα ακίνητα της οικογένειας. Απαριθμούσε τά που αναστήλωσε: την έδρα της εταιρείας Κουρτζή στη στοά Κουρτζή, την εκκλησιά της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, το κτήριο του Διοικητικού Πρωτοδικείου στη συμβολή των οδών Σκρα και Τζέημς Αριστάρχου, όπου μας θύμιζε με ένα χιούμορ μοναδικό ότι κοιμήθηκε κάποτε ο βασιλιάς Γεώργιος, «μάλλον γιατί δεν υπήρχε άλλος από τους Κουρτζήδες που να θέλει να κοιμίσει το Γεώργιο στη Μυτιλήνη»! Μιλούσε για την ανακαίνιση του αρχοντικού στην οδό Βενιζέλου 1 και για τα όνειρά του: την ολοκλήρωση της ανακαίνισης του αρχοντικού των Κουρτζήδων στην οδό Ισαύρων, που τελικά τα κατάφερε, το χαρακτηριστικό και μόνο κωνσταντινουπολίτικο σπίτι της Λέσβου. Την αναστήλωση των λουτρών Κουρτζή εκεί κοντά στο εργοστάσιο της ΕΠΟΜ και του εξοχικού της οικογένειας στην Ουτζά.
Ένιωθε πως είναι χρέος του, χρέος όχι μόνο έναντι της οικογένειας αλλά και έναντι της πόλης και της κοινωνίας της, η συντήρηση των κτηρίων της οικογένειας. «Όλα τα ερείπια της Μυτιλήνης ανήκαν στους Κουρτζήδες και τίποτα συντηρημένο ή καινούργιο», λέει χαρακτηριστικά. Και επιμένει: «Ήταν χρέος μου, αφού παρέλαβα περιουσία και όνομα, να είμαι αυτός που θα τα νοικοκυρέψει.» Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ο Μιχάλης Κουρτζής πολύ γρήγορα εξωτερίκευε τον κόσμο του, τις επιθυμίες του, ακόμα και τις ενοχές του. Για παράδειγμα, εύκολα μιλούσε για την ενοχή που ένιωθε για το ότι κατεδαφίστηκε το αρχοντικό της μητέρας του στη συμβολή των οδών Αγίας Ειρήνης και Καβέτσου, δίπλα στο αρχοντικό των Αλεπουδέλληδων. «Η μητέρα μου υπέγραψε», έλεγε, «για την κατεδάφιση, αλλά νιώθω κι εγώ υπεύθυνος για τούτο. Γι’ αυτόν το λόγο κι ώρες-ώρες νιώθω πως ετούτη η προσπάθεια της συντήρησης των κτηρίων της ιδιοκτησίας των Κουρτζήδων είναι αποτέλεσμα ετούτης της ενοχής.» Αν κι εδώ που τα λέμε, η «θυσία» του αρχοντικού της Καβέτσου δεν ήταν άμοιρη του έργου συντήρησης που συντελέσθηκε. Τα διαμερίσματα και τα έσοδα από αυτά στην πολυκατοικία που κτίστηκε στη θέση του αρχοντικού, επέτρεψαν την πραγματοποίηση αυτών των εργασιών. «Η οικογένεια στην 100χρονη τουλάχιστον ιστορία της έχει “τα πάνω” της και “τα κάτω” της. Εκείνη την εποχή που γκρεμιζόταν το αρχοντικό της Καβέτσου ήταν “στα κάτω” της. Σώθηκε ίσως χάρη σε τούτη την κατεδάφιση.»
«Όνομα βάρος»
Είπαμε, εύκολα ο Μιχάλης Κουρτζής μιλούσε για τις ενοχές του. Και μιλώντας μαζί του θαρρείς και έπαιρνε πάνω του την ευθύνη για όσα άσχημα συνέβησαν στο νησί στο όνομα της οικογένειάς του. Ευθέως ομολογούσε ότι το παρελθόν του ονόματός του αποτελούσε γι’ αυτόν ένα βάρος! «Πολλοί αναστεναγμοί», έλεγε, «επισωρεύτηκαν επί της οικογένειας. Το όνομά μας είναι αρνητικά φορτισμένο.»
Του ζητάμε να μας εξηγήσει το πώς και το γιατί αυτής της άποψης. Μας ξεναγεί στις σελίδες μιας άγνωστης «οικονομικής πατριδογνωσίας». Στα τρία οικονομικά κραχ που συνέβησαν στη Μυτιλήνη. Στο κραχ της Τράπεζας Μυτιλήνης το 1911, στο κραχ του 1929 με αφορμή τις επενδύσεις στο πυρηνελαιουργείο στο Ντίπι και τέλος στο κραχ του 1958, όταν και ακυρώθηκε η προσπάθεια εξαγωγής λαδιού και ελαιουργικών προϊόντων.
«Καταλαβαίνεις», είχε πει, «και γιατί προσπαθώ να σβήσω από το χάρτη της Μυτιλήνης τα ερείπια των Κουρτζήδων; Είναι γιατί έχω αντιληφθεί ότι η υστεροφημία είναι τελικά σημαντικότερη της οικονομικής ισχύος που αφήνει κάποιος φεύγοντας από τον κόσμο. Και δεν είναι πάντα ανάλογη αυτής της ισχύος. Είναι κάτι σα συγχώρεση για τα κρίματα της οικογένειας.»
Επιμείναμε πως τελικά ελάχιστοι, ίσως κανένας πια, δεν ξέρει για ετούτα τα «κρίματα». Ίσως τελικά να έχει επέλθει κάθαρση στο όνομα της οικογένειας από το χρόνο. Μα εκεί ήταν που τον ρωτήσαμε κιόλας αν θεωρεί λογικό μια οικογένεια, με τέτοια συνεισφορά στην οικονομική ιστορία ολόκληρου του Αιγαίου, να μην έχει ένα δρόμο στο όνομά της. Την ίδια στιγμή που άλλες ονομαστές οικογένειες της Μυτιλήνης έχουν και έναν και δυο και τρεις δρόμους στο όνομα μελών τους. «Και αυτή ήταν η δίκαια τιμωρία μας», είχε πει. Για το Μιχάλη Κουρτζή υπήρχαν, βέβαια, κι άλλοι λόγοι. Η δημοκρατική βενιζελική και αργότερα αριστερή παράδοση της πόλης δεν επέτρεψε στις δημοτικές αρχές να δώσουν σε κάποιο δρόμο όνομα βασιλόφρονα, όπως ήταν οι ονομαστοί Πάνος και Μίτσας Κουρτζής. «Αλλά μήπως θα ήταν και καλό, προσθέτει, να ονοματιστεί ένας δρόμος στη δικτατορία του Μεταξά ή αργότερα στη χούντα των συνταγματαρχών;»
Οι επόμενοι Κουρτζήδες
Στην τελευταία, τη μόνη ίσως συνέντευξή του, δημόσια εκμυστήρευση μυστικών του, ο Μιχάλης Κουρτζής μίλησε με περηφάνεια για τα τρία του παιδιά, το Χαράλαμπο, τον Παναγιώτη και την Ελεονώρα. Τελικά για όλους, πλούσιους ή φτωχούς, επωνύμους ή ανωνύμους, ο μεγαλύτερος πλούτος είναι τα παιδιά τους. Κι ο Μιχάλης Κουρτζής τούτο το έδειχνε. Μαλάκωνε η ψυχή του, τα γαλάζια του μάτια θαρρείς και υγραίνονταν, το βάρος του ονόματος απομακρυνόταν, ο Μιχάλης Κουρτζής γινόταν ο απλός καθημερινός ανώνυμος Έλληνας που ψήλωνε δέκα πόντους για την επιτυχία του παιδιού του. Κι ο Μιχάλης Κουρτζής είχε λόγους να ψηλώσει όχι 10, αλλά 30 πόντους.
Είχε λόγο και να ονειρεύεται. «Μια επιχειρηματική δραστηριότητα κοινωνικά χρήσιμη.» Η ελαιοκαλλιέργεια να γίνει βιολογική για να μπορεί να αποδίδει και οικονομικά, να αποτελέσει, αν θέλετε, πρότυπο για άλλους. Κι ακόμα, μελέτη της ιστορίας της οικογένειας, που κι ας μη ήθελε να το πιστεύει ήταν σημαντική κι ωφέλιμη, παρά τις δύσκολες στιγμές της για τον τόπο. Το τελευταίο το κατάφερε. Με τη δημιουργία της “Εργάνης”.» Φεύγοντας, ο κ. Μιχάλης Κουρτζής είχε προτείνει μια ξενάγηση στο αρχοντικό. Του το υποσχέθηκες για μια άλλη φορά. Κόκκινο δωμάτιο, κίτρινο δωμάτιο, βαριά έπιπλα, πολλά έπιπλα, πολλά σαλόνια, πολλές τραπεζαρίες, πολλές ιστορίες, τελικά η ιστορία των ανθρώπων αυτής της πόλης είναι μεγάλη.
Έναν αιώνα μετά την αρχή του ξετυλίγματος ενός κουβαριού της, να πρέπει να γραφτεί, αν όχι να ξαναγραφτεί. Το ξόδι του Μίτσα χθες το μεσημέρι ανοίγει δρόμο σε όλους όσοι πρέπει να βοηθήσουν στο ξαναγράψιμο της ιστορίας του τόπου μας.
Μιχάλη, καλό ταξίδι… Τέρμα πια οι στεναχώριες.