Ο Ιωάννης Λίνος έζησε τα δύσκολα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τις κακουχίες της παιδικής του ηλικίας, για να φτάσει να διαχειρίζεται από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, μια από τις πιο γνωστές και παλιές μάρκες ούζου της Λέσβου, που έκαναν απόσταξη ήδη από παλιά.
Έζησε τα δύσκολα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τις κακουχίες της παιδικής του ηλικίας, για να φτάσει να διαχειρίζεται από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα μια από τις πιο γνωστές και παλιές μάρκες ούζου της Λέσβου, που έκαναν απόσταξη ήδη από παλιά. Ο Ιωάννης Λίνος, ιδιοκτήτης της ποτοποιίας «Ούζο Κέφι», είναι σήμερα 83 ετών και παππούς έξι εγγονιών.
Κι όμως, δεν έχει αφήσει ούτε μια μέρα αυτό που ξέρει να κάνει από μικρό παιδί. Να βρίσκεται στους χώρους παραγωγής του ούζου, που σήμερα έχουν αναλάβει οι δύο από τους τρεις γιους του, και να διαχειρίζεται ακόμη τα οικονομικά της επιχείρησης, που με τόσο κόπο έστησε όλα αυτά τα χρόνια.
Ο Ιωάννης Λίνος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη στις 13 Ιανουαρίου του 1927, από γονείς πρόσφυγες από τα απέναντι παράλια. Η μητέρα του Ειρήνη ήταν από το Αϊβαλί και ο πατέρας του Απόστολος ήταν από το Μοσχονήσι, όπου διασώζεται μέχρι και σήμερα το πατρικό τους σπίτι.
Γεννημένος τα δύσκολα εκείνα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των Ελλήνων προσφύγων στη Μυτιλήνη, ο 83χρονος σήμερα Γιάννης Λίνος έχει «σκοτεινές» αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια. Ακόμη και το σχολείο το άφησε όταν μπήκε στη Β΄ γυμνασίου, για να βοηθήσει την οικογένειά του. «Ήταν δύσκολα χρόνια. Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες και ζούσαμε δύσκολα. Το σχολείο μού άρεσε, αλλά πήγα μέχρι Β΄ γυμνασίου για 20 μέρες. Μετά, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος και τον πατέρα μου που ήταν ναυτικός από το Μοσχονήσι τον επιστράτευσαν και τον πήγαν στην Κύπρο, αναγκάστηκα να σταματήσω. Για τρία χρόνια ήμασταν ο αδελφός μου, η μάνα μου κι εγώ. Η ζωή μας ήταν να βγάζουμε χόρτα· πείνα, φτώχεια και δυστυχία…»
Ο 83χρονος σήμερα Ιωάννης Λίνος με το γιο του Κώστα, στις εγκαταστάσεις της ποτοποιίας τους (αριστερά). Ο Κώστας Λίνος στο νέο, εκσυγχρονισμένο καζάνι της επιχείρησης (δεξιά)
Δουλειά στην ποτοποιία
Έφηβος ακόμη, όταν ήταν μόνο 13 χρονών, αναγκάζεται να μπει στη βιοπάλη. Πιάνει δουλειά ως υπάλληλος στην ποτοποιία του Μουτάφη, το «Ούζο Μουτάφη». Στα δύο χρόνια που έμεινε εκεί, έμαθε τα πρώτα μυστικά του ούζου. «Ήταν καλός άνθρωπος, με συμβούλευε», λέει σήμερα για τον πρώτο εκείνο εργοδότη του ο Γιάννης Λίνος. Φεύγοντας από εκεί, βρίσκεται στην ποτοποιία «Ματθαίου», όπου και θα παραμείνει για 13,5 χρόνια «μπαίνοντας» πια για τα καλά στη δουλειά. Το 1955 παντρεύεται τη γυναίκα του, την Ιφιγένεια, γειτονοπούλα του από τα παιδικά του χρόνια. «Ήμασταν γείτονες, μέναμε πολύ κοντά από παιδιά, τα σπίτια μας ήταν απόσταση από το μαγαζί μας σήμερα μέχρι την ταβέρνα “Ερμής”. Ήταν και έρωτας και προξενιό, φιλία, πώς να το πω…» Μαζί της κάνει τρία παιδιά, τον Απόστολο, τον Κώστα και το Στρατή.
Το παλιό καζάνι του ούζου περιμένει στην αυλή της επιχείρησης μέχρι να ξανατοποθετηθεί στο χώρο της, αυτήν τη φορά ως έκθεμα για τους επισκέπτες (αριστερά). Ένα από τα πρώτα μπουκάλια που κυκλοφόρησαν με την ετικέτα «Γλυκόπιοτον Ούζο Κέφι». Αργότερα, όταν έγινε υποχρεωτικό να αναγράφεται παντού το «Ούζο Μυτιλήνης», το… «γλυκόπιοτον» αναγκάστηκε να αποχωρήσει… (δεξιά)
Διανέμοντας το «Κέφι» με τα ποδήλατα
Το 1958, ο πεθερός του, Κωνσταντίνος Βαμβακάς, άριστος γνώστης των μυστικών του ούζου, αγοράζει μια άδεια για την ποτοποιία του Βαφειάδη, με σκοπό να κάνει μια νέα αρχή για τον ίδιο και την οικογένειά του. Η νέα αυτή ποτοποιία που πέρασε στα χέρια της οικογένειας, ήταν δηλωμένη στο Επιμελητήριο Λέσβου ήδη από το 1926, δίπλα στο σημερινό φαρμακείο του Πάλλη. Ο Κωνσταντίνος Βαμβακάς αποφασίζει να δώσει την επιχείρηση στο γαμπρό του, που ήδη γνωρίζει πολλά για την τέχνη του ούζου. Αποφασίζει, ωστόσο, να αλλάξει και το όνομα του προϊόντος σε μια από τις μαζώξεις που έκανε με φίλους του, σε «Γλυκόπιοτον Ούζο Κέφι». «Αρχικά κάποιος είχε πει να το πούνε “Ούζο Κεφ’”, ωστόσο καταλήξανε στο “Κέφι”», εξηγεί ο γιος του Κώστας, που σήμερα έχει μέρος της επιχείρησης. Στη χαρακτηριστική ασημένια ετικέτα που κυκλοφόρησε τότε σε νέο μπουκάλι, αναγραφόταν η χρονιά τού 1926, αφού αποτελούσε συνέχιση της ποτοποιίας του Βαφειάδη.
Σύντομα, ο φόρτος εργασίας οδήγησε τον Ιωάννη Λίνο να βρει ένα συνέταιρο. Διάλεξε για το σκοπό αυτό έναν παιδικό του φίλο και συνομήλικό του, τον Ορέστη Παπασταύρο (που για χρόνια είχε δουλέψει στην ποτοποιία του θείου του Ηλία Παπασταύρου). Ο Κωνσταντίνος Βαμβακάς παρέμεινε διαχειριστής, ενώ η επιχείρηση άρχισε να παράγει και άλλα ποτά - τσέρι, κονιάκ κ.λπ..
Ήταν η εποχή που τα ποτοποιεία λειτουργούσαν και ως χώροι συγκέντρωσης. Λέγονταν «ταβέρνες». «Μαζεύονταν όλοι εκεί με μεζέδες, έψηναν στη σόμπα κ.λπ.», θυμάται ο Ιωάννης Λίνος σήμερα.
Ο Γιάννης Λίνος με φίλους του και ένα από τα εγγόνια του, στους χώρους της ποτοποιίας (αριστερά). Η γυναίκα του Ιωάννη Λίνου, Ιφιγένεια, με το γιο τους Απόστολο και δύο από τα έξι εγγόνια τους (δεξιά)
Με το συνέταιρό του, ο Ιωάννης Λίνος ξεκινούσε δουλειά πάρα πολύ νωρίς και τελείωνε πάρα πολύ αργά. Οι δυο τους, με τη βοήθεια λίγου προσωπικού, έκαναν τα πάντα στο χέρι - το γέμισμα, το τάπωμα με το φελλό, τις ετικέτες που κολλιούνταν μία-μία στα μπουκάλια, το πλύσιμο των κενών φιαλών που επιστρέφονταν. Ακόμη και η γυναίκα του, η Ιφιγένεια, έγκυος στα παιδιά τους, βοηθούσε στο γέμισμα των φιαλών.
Η διάθεση του ούζου δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Δεν υπήρχαν ειδικές φιάλες, αλλά το προϊόν έμπαινε σε μεταλλικά δοχεία και με τους αραμπάδες μεταφερόταν στα χωριά. «Ξεκινήσαμε με ό,τι υπήρχε τότε, τις δεξαμενές νερού, να κάνουμε διανομή στην πόλη με ποδήλατο. Πόσο μπορούσες να κουβαλήσεις; Ήταν δύσκολη δουλειά, τυραννίδα», λέει ο ίδιος. Με το ποδήλατο πήγαιναν με το συνέταιρό του μέχρι τα Τσαμάκια, τότε που «άνθιζαν» οι ταβέρνες και τα μικρά ουζερί, και άφηναν το εμπόρευμά τους. Αργότερα, πήραν τρίκυκλες μηχανές με καλάθι και άρχισαν διανομές και στα κοντινότερα χωριά, με το μακρινότερο προορισμό να είναι ο οικισμός της Θερμής.
Οικογενειακή υπόθεση (αριστερά). Μαζί με τον αδελφό του, στα χρόνια της θητείας τους στο Στρατό (δεξιά)
Αρνούμενος την ένταξη στην ΕΠΟΜ
Το 1962, το «Ούζο Κέφι» έκλεισε την πρώτη του συνεργασία με την Ένωση Οινοποιών για την παραγωγή και πώληση κρασιού, ενώ δυο χρόνια αργότερα οι συνέταιροι αγόρασαν το πρώτο εταιρικό αυτοκίνητο, μάρκας Opel, με το οποίο ξεκίνησαν τις διανομές και στο υπόλοιπο νησί της Λέσβου. Την ίδια χρονιά (1964) η επιχείρηση κατάφερε να αποκτήσει δικό της χώρο στέγασης στην Επάνω Σκάλα. Στο χώρο αυτό παρέμεινε έκτοτε το «Ούζο Κέφι», έχοντας ξεκινήσει δίπλα από το πρώην φαρμακείο Πάλλη, για να μεταφερθεί στη συνέχεια λίγο πιο πάνω και να καταλήξει το 1974 στο χώρο 372 τετραγωνικών μέτρων όπου είναι τώρα, με είσοδο στην αγορά της Ερμού.
Τη δεκαετία τού ’60, το «Κέφι» ήταν μια από τις πρώτες σε κατανάλωση εταιρείες. Το 1967, με τη δημιουργία του συνεταιρισμού της ΕΠΟΜ Λέσβου από 17 ποτοποιούς, γίνεται στο «Ούζο Κέφι» πρόταση να αποτελέσει το 18 μέλος της. Ωστόσο, ο Ιωάννης Λίνος και ο συνέταιρός του παίρνουν τη μεγάλη απόφαση να αρνηθούν, «μάλλον για καλό» τους, όπως λέει ο ίδιος σήμερα, και σίγουρα χωρίς αρνητικές επιπτώσεις, αφού η εταιρεία συνέχισε μέσα στη δεκαετία τού ’60 να είναι μία από τις κορυφαίες του νησιού. «Η ποτοποιία είχε επιτυχία από τα πρώτα της βήματα», λέει ο Κώστας Λίνος. «Κι αυτό γιατί τόσο ο πατέρας μου, όσο και ο συνέταιρός του, ήταν βιοπαλαιστές, εργατικοί. Όταν επί 28 χρόνια κάθε μέρα πας μια φορά την εβδομάδα στο ίδιο χωριό την ίδια ώρα, γίνεσαι πλέον φίλος με τον πελάτη, σε εμπιστεύεται.»
Ο ιδρυτής τού «Ούζο Κέφι» στο χώρο του ουζοποιείου (αριστερά). Ο Ιωάννης Λίνος, πριν από 10 χρόνια περίπου, μπροστά από τον παλιό εξοπλισμό τού «Ούζο Κέφι» (δεξιά)
Οικογενειακή υπόθεση
Το 1981, 23 χρόνια μετά την αγορά της άδειας, μπαίνει στην επιχείρηση ο 23χρονος τότε Απόστολος Λίνος, πρωτότοκος γιος του Ιωάννη, που είχε μάθει από μικρός όλα τα μυστικά. Τρία χρόνια μετά, το 1984, μπήκε και δεύτερος γιος του, ο Κώστας, την ίδια χρονιά που πέθανε και ο παππούς Κωνσταντίνος Βαμβακάς σε ηλικία 74 ετών.
Το 1996, ο Ιωάννης Λίνος - μαζί και ο συνέταιρός του Ορέστης -, συνταξιοδοτείται σε ηλικία 69 ετών και την επιχείρηση αναλαμβάνουν οι δύο γιοι του - συνέταιροι πλέον. Πριν από ένα χρόνο, χάνει πλέον τον έμπιστό του παιδικό φίλο και τόσα χρόνια συνεργάτη, που φεύγει από τη ζωή και το μερίδιο του οποίου μεταβιβάζεται στα δύο αδέλφια Λίνου.
«Ο πατέρας μας ήταν πολύ αυστηρός», λέει σήμερα ο Κώστας Λίνος. «Στη δουλειά δεν υπήρχε “πατέρας” και “γιος”, υπήρχε επαγγελματισμός. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνεις “κοπάνα”. Όσο ήμασταν μαθητές, καλοκαίρια, Χριστούγεννα και Πάσχα, ήμασταν εδώ. Είχε δεν είχε δουλειά, 8 η ώρα το πρωί ήμασταν στο μαγαζί. Είμαστε εμπειρικοί, από μωρά εδώ μέσα.»
Η ποτοποιία εξακολουθεί να βρίσκεται στην Επάνω Σκάλα και το μόνο πράγμα που έχει αλλάξει σχετικά πρόσφατα, είναι η αντικατάσταση του παλιού καζανιού με καινούργιο ανοξείδωτο εξοπλισμό, που βγάζει πιο πολλή παραγωγή. Ο Ιωάννης Λίνος είναι ο πρώτος που θα κατέβει στο κατάστημα το πρωί και ο τελευταίος που θα φύγει το βράδυ. Εξακολουθεί να έχει ο ίδιος τη διαχείριση και κάνει τις πληρωμές, δε χάνει λεπτό από αυτές και συχνά βρίσκει και λάθη.
«Τη σεβόμαστε τη δουλειά, δεν μπορείς να μη σέβεσαι κάτι που έχει τόσα χρόνια ζωής βλέποντας τον πατέρα σου, έναν άνθρωπο 83 χρονών, να είναι συνέχεια εδώ», λέει ο Κώστας Λίνος για τον πατέρα του.
Ο ίδιος ο Ιωάννης Λίνος είναι πολύ ικανοποιημένος από τη ζωή του και όσα έχει καταφέρει: «Έζησα δύσκολα χρόνια πιο μικρός, αλλά είμαι ευχαριστημένος γιατί αργότερα έζησα καλά. Με το συνέταιρό μου περάσαμε πολύ καλά χρόνια. Τώρα ήρθαν τα παιδιά μου εδώ. Οι παλιοί κουραστήκαμε, αλλά δε χάσαμε…»