Ο Αλέκος κι η Δεσπούλα

01/07/2012 - 05:56
Φθινόπωρο του 1932. Τα σύννεφα είχανε σκορπίσει, λαμπερή η ατμόσφαιρα, κι ο ζεστός ήλιος πάσκιζε να στεγνώσει τις βρεμένες πέτρες στο καλντερίμι, εκεί στο Βουναλάκι της Μυτιλήνης.
Αληθινή ιστορία,προδημοσίευση

Φθινόπωρο του 1932.
Τα σύννεφα είχανε σκορπίσει, λαμπερή η ατμόσφαιρα, κι ο ζεστός ήλιος πάσκιζε να στεγνώσει τις βρεμένες πέτρες στο καλντερίμι, εκεί στο Βουναλάκι της Μυτιλήνης.
«Καλά ξεκινά η βδομάδα», μουρμούριζε η κυρ-Ασημίνα κι άπλωνε τα χέρια προς τον ουρανό.
Ήτανε χαρούμενη γιατί πολλές οι παραγγελίες για παπούτσια στον άντρα της, καλά τα λόγια του δασκάλου για το μοναχογιό τους, ζωηρό κι όλο υγεία το κοριτσάκι τους που, στριφογύριζε γελαστό και θορυβώδικο στα πόδια της.
«Άντε να παίξεις», της είπε να τη ξεφορτωθεί.
Μα αυτή περίμενε τον αδερφό της που έκανε αστεία, της έλεγε όμορφα τραγούδια, και έπαιζε καραγκιόζη.
Ήταν πολύ αγαπημένα. Δεν τα χώριζε μηδέ ο ύπνος. Με το που νύχτωνε, η Δεσπούλα κουρασμένη από το παιγνίδι κοιμότανε· μα, σαν το κουνέλι. Με τα μάτια ανοιχτά. Μην πέσει ο μεγάλος αδερφός και δεν προλάβει να σκαρφαλώσει από πάνω του, να την πετάξει αυτός χάμω και ξανά, ξανά τούτο το παιγνίδι, μέχρι που την έπαιρνε πάλι ο ύπνος, εκεί, μετέωρη, χαρούμενη και γελαστή. Τον είχε σα ζωντανό κούκλο, κι ας ήταν ολόκληρο παλληκαράκι ο Αλέκος.
Στη έκτη του δημοτικού πήγαινε, και πάντα, κάθε πρωινό, ξεκίναγε με πολλή χαρά για το σχολείο. Πάντα, εκτός από σήμερα.
«Φαίνεται πως σε βασκάνανε, μα θα σε περάσει», μουρμούρισε η μάνα του και του χάδεψε τα μαλλιά καθώς έφευγε.
Περπάτηξαν όμως οι ώρες, χτύπησε ο επιστάτης το κουδούνι, σκολάσανε, και σκυθρωπός, με τα κοντά πανταλόνια και τα λιγοστά βιβλία, πλάκα και κοντύλια στο τρίχινο ταγάρι, μαζί και το μαντάτο πως η δασκάλα του η κ. Ελένη τον είχε φωνάξει πάλι στην έδρα απάνω να διαβάσει την έκθεσή του για να την ακούσουν όλα τα παιδιά, γύριζε βιαστικός στο σπίτι του.
Ως κόντευε, φάνηκε από μακριά τρεχάτη και χοροπηδώντας η Δεσπούλα.
Χαρούμενοι, είχανε ανοίξει κι οι δυο τα χέρια τους για να πέσει με φόρα ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κι όλο γελούσαν ξέγνοιαστα. Η ευτυχία ζωγραφισμένη στα παιδικά τους πρόσωπα.
Άξαφνα, έτσι που έτρεχε ξυπόλυτη η μικρή, τινάχτηκε απάνω, έβαλε μια τσιρίδα κι έπεσε καταμεσής το χωματόδρομο. Το γέλιο γίνηκε κλάμα· κι η χαρά, πόνος.
Έτσι που ήταν στο χώμα, έτρεξε ο Αλέκος και με φρίκη είδε ένα κομμάτι σπασμένο σίδερο χωμένο στο τεντωμένο πόδι της.
Με σφιγμένα τα δόντια το τράβηξε, ελευθερώθηκε η μικρή, που όμως έμπηξε καινούριες φωνές, πιο δυνατές, σαν είδε το αίμα να βγαίνει από τη μικρή τρύπα. Ακούσανε κι οι γονείς, τρέξανε, την πήρανε αγκαλιά, πήγανε σπίτι. Της έπλυνε η Ασημίνα το πόδι, της έριξε απάνω οξυζενέ κι οινόπνευμα, στρίγκλισε ξανά αυτή, ήρθε κι ο πατέρας, άνοιξε την καπνοσακούλα, πήρε κάμποσο καπνό ψιλοκομμένο τον έβαλε απάνω, σταμάτησε το αίμα, μαζί κι ο πόνος. Και κυρίως ο φόβος.
Μέχρι την επομένη το απόγεμα, που η μικρή άρχισε πάλι να πονάει. Της έδωσε η μαμά της γλυκά, την παρηγόρησε, της έκανε κι ο Αλέκος αστεία, ξεχάστηκε ο πόνος, κοιμήθηκε. Για να δούνε τρομαγμένοι το πρωί ότι η πατούσα της είχε πρηστεί και θαρρείς μάζευε πύον. Η κυρά Ασημίνα, έβρασε αμέσως ένα κρομμύδι, το έδεσε απάνω γερά με ένα μαντήλι.
«Μην ανησυχείς, μα γρήγορα θα σε περάσει, κοριτσάκι μου.»
Έγειρε πάλι η μέρα, η μικρή μια πονούσε, μια καλυτέρευε, ένιωθε και κάτι σουβλιές, μα κοιμήθηκε.
Το πρήξιμο όμως χειροτέρεψε, κι άρχισε πυρετός. Ανησύχησαν, πήγανε άρον - άρον σε ένα γιατρό, τους έδωκε κινίνα να παίρνει και σιγουρέψανε πως όλα θα πηγαίνανε καλά.
Ο πυρετός όμως συνέχιζε, έβραζε, δεν έπεφτε με τίποτα. Κι ήρθε μια ακόμα φριχτή νύχτα χωρίς κανένας να κλείσει μάτι. Σαν έφεξε, με τρόμο είδανε το πόδι της να τινάζεται από μόνο του, και οι σπασμοί να γενικεύονται σχεδόν σε όλο της το σώμα. Ακόμα και στο πρόσωπο της, που το σκέπασε μια εφιαλτική μάσκα κι έμεινε έτσι, σχεδόν παραμορφωμένη, για μια ακόμα μέρα, μέχρι που το άμοιρο, στην αγκαλιά της μάνας της, ξεψύχησε.
Κι απόμεινε ο Αλέκος ζωντανός νεκρός, με μακάβρια την οδύνη απλωμένη στο πρόσωπό του, τη στιγμή ακριβώς που, μπογιαντισμένος σαν παλιάτσος, της έκανε αστείες γκριμάτσες να γελάσει.
Μια γκριμάτσα, που αλλοιώθηκε μα δε σβήστηκε με το ποτάμι τα δάκρυα που κυλήσανε στα μάγουλά του.
Που ήταν καθοριστική για όλη την μετέπειτα ζωή ενός ηθοποιού και σκηνοθέτη, του Αλέκου Γαλανού.

Γιώργος Καμβυσέλλης
Giorgiok1936@yahoo.gr

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey