Για να αισθανθεί ένας εργαζόμενος ικανοποίηση, θα πρέπει οι αντιλήψεις του για τη συνεισφορά του στην εργασία να συνάδουν με την προσδοκώμενη αμοιβή και το εν γένει αίσθημα δικαιοσύνης. Αν αυτό δε συμβαίνει, ο εργαζόμενος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προσπάθεια που καταβάλλει.
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΡΑΜΜΑ
Για να αισθανθεί ένας εργαζόμενος ικανοποίηση, θα πρέπει οι αντιλήψεις του για τη συνεισφορά του στην εργασία να συνάδουν με την προσδοκώμενη αμοιβή και το εν γένει αίσθημα δικαιοσύνης. Αν αυτό δε συμβαίνει, ο εργαζόμενος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προσπάθεια που καταβάλλει για να ικανοποιήσει τις εργασιακές απαιτήσεις και αρχίζει να αμφιβάλλει για την αξία της αμοιβής του. Η θεωρία της κοινωνικής ανταλλαγής διαπιστώνει ότι οι εργαζόμενοι διαρκώς συγκρίνουν τη δική τους συνεισφορά και τα οικονομικά ή κοινωνικά οφέλη που αποκομίζουν, με τα αντίστοιχα άλλων ανθρώπων με τους οποίους διατηρούν κοινωνικές επαφές και σχέσεις.
Η θεωρία της ισότητας αναφέρει ότι, εάν ο εργαζόμενος αντιληφθεί μια υπαρκτή ή υποτιθέμενη αδικία εις βάρος του, όπως ότι μοχθεί υπό ένα πλαίσιο ανισοτήτων, μειώνει την απόδοσή του. Όταν η αναλογία που προκύπτει από τη σύγκριση είναι δυσανάλογη, τότε το άτομο επιφορτίζεται σωρευτικά τις συνέπειες της αδικίας και διακατέχεται από ψυχολογική ένταση, που ο βαθμός της είναι ανάλογος με το βαθμό της θεωρούμενης ανισότητας. Όσο αυξάνεται η ψυχολογική ένταση, τόσο μειώνεται η απόδοση στην εργασία και εφευρίσκονται τρόποι για να μειωθεί η ανισότητα.
Η «θεωρία της προσδοκίας» (Vroom, 1964) επιχειρεί να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα επιλέγουν ανάμεσα σε διαφορετικές εναλλακτικές λύσεις, ώστε να έχουν τα μεγαλύτερα ανταποδοτικά οφέλη. Ο Vroom υποστήριξε ότι η δύναμη για δράση προκύπτει από το γινόμενο τριών παραγόντων (σθένος x αποτελεσματικότητα x προσδοκία). Αν κάποιος από τους τρεις παράγοντες είναι «μηδέν», τότε η συνολική υποκίνηση για την εκτέλεση μια σειράς πράξεων είναι «μηδέν».
Η θεωρία της στοχοθεσίας υποστηρίζει ότι η επίτευξη ενός στόχου επηρεάζεται από τα κίνητρα, την αυτοαντίληψη και τον προσδιορισμό του στόχου (Locke, 1976). Οι Locke και Laiham (1979) θεώρησαν ότι ένας στόχος για να είναι εφικτός, θα πρέπει να είναι επαρκώς προσδιορισμένος και όχι αόριστος. Οι υψηλοί στόχοι κινητοποιούν περισσότερο τα άτομα, γιατί η εκπλήρωσή τους αυξάνει το αυτοσυναίσθημα, δεδομένου ότι απαιτούν περισσότερη προσπάθεια, συγκεκριμένη και συστηματική μεθοδολογία, αυξημένες γνωστικές δεξιότητες και μεγαλύτερη ικανοποίηση. Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτούς, οι αναλυτικά προσδιορισμένοι στόχοι, που δεν είναι ανεδαφικοί, χρήζουν εκπαίδευσης, προσωπικής συμβουλευτικής, εξατομικευμένου και ομαδικού πνεύματος, ολόπλευρης συμμετοχής από την πλευρά των εργαζομένων, εμπιστοσύνης και αλληλοκατανόησης. Παρά τις δυσκολίες τους, η επίτευξή τους συνοδεύεται από ενίσχυση της αίσθησης της προσωπικής και ομαδικής αξίας.
Σύμφωνα με τον Cherniss (1980), η ψυχολογική απομάκρυνση του ατόμου από την εργασία του και οι ματαιώσεις που βιώνει λόγω των υπερβολικών απαιτήσεων και της χαμηλής ανταποδοτικότητας, αποτελούν ένα γενικό ορισμό της έννοιας της επαγγελματικής εξουθένωσης. Οι Maslach και Schaufeli (1993) αναφέρουν ότι η «αδυναμία προσαρμογής» του ατόμου στις εργασιακές του απαιτήσεις «λόγω χρόνιου και επίπονου επαγγελματικού άγχους, το οποίο ξεπερνά τα όρια αντοχής του, οδηγεί στην επαγγελματική του εξουθένωση». Είναι μια κατάσταση συναισθηματικής, ψυχικής, αλλά και σωματικής εξάντλησης, που προκαλείται από μακροχρόνια και παρατεταμένη έκθεση και εμπλοκή σε καταστάσεις που έχουν συναισθηματικές απαιτήσεις.
* Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.