Η βούληση σαν ιδιότητα της ανθρώπινης λειτουργίας αποτελεί την ικανότητα του ανθρώπου να παίρνει αποφάσεις και να τις εκτελεί. Ως βασικό στοιχείο της προσωπικότητας, είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στους ηγέτες.
Η βούληση σαν ιδιότητα της ανθρώπινης λειτουργίας αποτελεί την ικανότητα του ανθρώπου να παίρνει αποφάσεις και να τις εκτελεί. Ως βασικό στοιχείο της προσωπικότητας, είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στους ηγέτες. Αποτελεί εργαλείο επιβολής δράσης, ισχύος, καθυπόταξης, καθοδήγησης και στην περίπτωση της εξουσίας μετουσιώνει την προσωπική αντίληψη, σε ιστορία. Η βασική διάκριση των δικτατόρων από τους δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες είναι ότι στους πρώτους η βούληση είναι καθαρά προσωπική, ασύνδετη με το «θέλω» των πολλών. Στους ηγέτες των δημοκρατιών η βούληση είναι η από ένα άτομο εκφραζόμενη αντανάκλαση των «θέλω» του λαού.
Αναμφίβολα ο ηγέτης πρέπει να εκφράζει τη μαζική αντίληψη για τη θέληση της κοινωνίας με τη δική του φυσικά προσωπικότητα και με τη φυσική ένταση που τον διακρίνει απλά να τη μετατρέπει σε πράξη. Το δόρυ της εξέλιξης το κρατά και το κατευθύνει ο λαός. Ο ηγέτης είναι η αιχμή του δόρατος στο ιστορικό θέλω του κοινωνικού συνόλου. Ο ηγέτης πρέπει να υπηρετεί τις διαμορφούμενες τάσεις του έθνους του. Συνήθως οι τάσεις αυτές διηθούνται στην αντίληψη του ηγέτη, προσωποποιούνται και φαίνονται σα δική του επιθυμία, δίκη του επιλογή. Όμως στην πραγματικότητα οι ηγέτες ήταν προϊόντα της ιστορικής αναγκαιότητας. Έτσι η επιλογή του ηγέτη κατοχυρώνει και την ισχύουσα αντίληψη ότι κάθε λαός έχει τον ηγέτη που του ταιριάζει.
Στην περίπτωση δε που η τάση του «θέλω» γίνεται πράξη, τότε σε φυσιολογικές καταστάσεις αυτό που γίνεται σε ηγετικό ή κυβερνητικό επίπεδο, είναι αυτό που θέλουν να γίνει οι εκλέκτορες. Όμως αυτή η εξελικτική στρωμάτωση της βούλησης, στην εποχή μας έχει διαταραχθεί. Κατ’ αρχήν χωλαίνει η σαφήνεια και η αυθεντικότητα του «θέλω» των ψηφοφόρων. Η υποβολιμότητα της μάζας, ο συρμός, ο εντυπωσιασμός, η παραπλάνηση, η σκοπιμότητα, η αδιαφορία-αποχή από τα κοινά, διαμορφώνει ένα «θέλω-μαϊμού», κάτι που είναι έξω από την εσωτερική αλήθεια του λαού.
Άλλοτε, το «μη χείρον βέλτιστο» τους οδηγεί σε ενδοτικότητα και παύουν να ζητούν απόλυτες τιμές αξιών. Όλα γίνονται σχετικά. Το μεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων στις εκλογές το δηλώνει σαφώς. Εκβιαστικά διλήμματα του τύπου «θα με διώξουν από τη δουλειά μου, θα εκπέσω του αξιώματός μου, δε θα έχω ρουσφετολογική πρόσβαση στην εξουσία αν φύγουν εκείνοι που με στήριζαν κ.τ.λ.», που έχουν βάση στις πελατειακές σχέσεις, κάνουν κίβδηλη την επιλογή του λαού.
Το εκλογικό σύστημα οδηγεί στην παράλογη κατάσταση να κυβερνά το «θέλω» ας πούμε του 42% και έτσι, αθροιστικά, το 58% των υπολοίπων αναγκαστικά εξομοιώνεται. Και αναγκαστικά άνθρωποι με διαφορετική πολιτική θέληση βρίσκονται σε έναν αφύσικο αντιπολιτευτικό δεσμό, μια τερατογένεση. Πέρα από τη λογιστική αντίληψη περί δημοκρατίας με την κατάργηση της απλής αναλογικής, εγκαθίσταται στις ενέργειες των πολιτικών η ψευτολογική αντίληψη, ότι μέσω της στατιστικολογικής εκτίμησης της αγοράς, μπορούν να βγάλουν τα συμπεράσματά τους και τους βγάζει στο καρτέρι της ευκαιρίας των αριθμών. Η βούλησή τους δηλαδή καθορίζεται από τα αποτελέσματα των υπολογιστών της Α ή Β στατιστικής εταιρείας, που εύκολα έτσι μετατρέπει τη δική της ισχύ σε εξουσία. Η μόνη δυνατότητα ελεύθερης και δημοκρατικής έκφρασης της βούλησης των ηγετών παραμένει η πρόσφυσή τους στο λαό, η διείσδυση και τροφοδοσία της από την «αγορά του δήμου» που δυστυχώς πλέον αντικαταστάθηκε από δείκτες ραδιοτηλεθέασης. Η βούληση των ηγετών είναι στην εποχή μας εικονική λειτουργία ενός κυβερνοχώρου κοινωνικής λειτουργίας. Και η διαμόρφωση της ιστορίας έπαψε να είναι στα χέρια της βούλησης των λαών.