Το Πλωμάρι, ως γνωστόν παράγει το καλύτερο, όπως λέγεται, ούζο και εξαιρετικό λάδι, για την παραγωγή του οποίου φροντίζουν οι αλλοδαποί εργάτες που μαζεύουν, κατά κύριο λόγο, τις ελιές.
Το Πλωμάρι, ως γνωστόν παράγει το καλύτερο, όπως λέγεται, ούζο και εξαιρετικό λάδι, για την παραγωγή του οποίου φροντίζουν οι αλλοδαποί εργάτες που μαζεύουν, κατά κύριο λόγο, τις ελιές.
Άλλο τίποτα απ’ όσο γνωρίζω δεν παράγει. Ούτε λαχανικά, εκτός δύο ή τριών περιπτώσεων επαγγελματιών κηπουρών, ούτε φρούτα, ούτε κτηνοτροφικά προϊόντα, τα οποία κυρίως έρχονται από το δυτικό μέρος του νησιού μας.
Προσπαθεί βεβαίως, εδώ και τρεις δεκαετίες να αναπτύξει τον τουρισμό, με ατομικές προσπάθειες των όσων ασχολούνται, χωρίς σχεδιασμό, προγραμματισμό και κυρίως χωρίς συλλογικότητα. Που απαιτεί, κεντρική οργάνωση, ουδέποτε υπάρξασα, έμπνευση και μακροχρόνιο σχέδιο. Μικρό παράδειγμα της έλλειψης των παραπάνω, το γεγονός, ότι στο πρόγραμμα αποκλειστικής χρήσης ελαιολάδου στην μαγειρική, μόνο δύο, καταστήματα της περιοχής, ζήτησαν να ενταχθούν. Σε μια κατ’ εξοχήν ελαιοπαραγωγική περιοχή, επιμένουμε να καταναλώνουμε σπορέλαια, βγάζοντας τα μάτια μας με τα δάχτυλά μας. Επειδή απουσιάζει η ενημέρωση και η καθοδήγηση.
Την περασμένη εβδομάδα και συγκεκριμένα την Δευτέρα 2 Νοεμβρίου, ένα κρουαζιερόπλοιο με 800 τουρίστες και 300 άτομα πλήρωμα, μη δυνάμενο λόγω καιρού να πιάσει Μυτιλήνη, ήρθε στο λιμάνι του Πλωμαρίου. Γεγονός σημαντικό, για κάθε μικρό μέρος που προσπαθεί να αναπτύξει τον τουρισμό του. Η σημασία υπογραμμίζεται από το ότι όλες οι πλωμαρίτικες ιστοσελίδες το κατέγραψαν, σχολιάζοντας ότι δεν πολλαπλασιάζονται οι επισκέψεις επειδή δεν έχουμε κατάλληλο λιμάνι.
Τί συνέβη όμως με τους 800 ή και 1.000 κατ’ άλλους τουρίστες; Αφού αποβιβάσθηκαν με μικρότερα πλωτά, θέλησαν άλλοι να κινηθούν με τουριστικά λεωφορεία στην περιοχή κι άλλοι να περιηγηθούν τον οικισμό του Πλωμαρίου. Πώς θα έπρεπε να συμπεριφερθεί κάθε τοπική αρχή και εξουσία, σ’ αυτούς τους 1.000, που από ένα ευρώ αν ξόδευαν θα υπήρχε ένα κέρδος 1.000 ευρώ κι αν ξόδευαν από 10 το κέρδος θα ήταν 10.000, πέρα από το ότι θα συζητούσαν το πέρασμά τους από το Πλωμάρι, μιας και ήταν απρογραμμάτιστο και επεισοδιακό.
Ε, λοιπόν, δεν υπήρξε άνθρωπος να τους διευκολύνει, να τους οδηγήσει, να τους βοηθήσει για μια μικρή βόλτα, στα όσα θα έπρεπε και μπορούσαν να δουν. Τα λεωφορεία που ήρθαν να τους παραλάβουν αδυνατούσαν να πάρουν στροφή γιατί όλη η πλατεία του λιμανιού, ήταν κατειλημμένη από αυτοκίνητα, που την έχουν μετατρέψει σε χώρο στάθμευσης. Και ουδείς αρμόδιος συγκινήθηκε να προβεί σε μια προσωρινή έστω, διευθέτηση.
Ένα ολόκληρο χωριό μάλλον εύπορο και διατεθειμένο να ξοδέψει, έφτασε στα πόδια του Πλωμαριού, και κανείς δε σκέφθηκε πώς θα μπορούσε να υπάρξει μια τυπική επίσκεψη στον κυβερνήτη του, ένα μπουκέτο λουλούδια, ένα μπουκάλι ούζο, ή ένα μπουκαλάκι λάδι. Να γίνει μια ξενάγηση, βρε αδελφέ, σ’ αυτά που έχουμε, τις εκκλησιές, το Λαογραφικό Μουσείο, τα σοκάκια μας, που σε άλλα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού, αποτελούν τμήματα της τουριστικής υποδομής.
Αν δεν υπήρχε και η ιδιωτική πρωτοβουλία, πιθανότατα θα έφευγαν οι, από καραμπόλα, επισκέπτες του Πλωμαριού, χωρίς να πληροφορηθούν ότι εδώ παράγεται κάποιο προϊόν που εκφεύγει των ορίων της μιζέριας και της αυτοϊκανοποίησής μας.
Επισκέφθηκα στις αρχές Σεπτεμβρίου την Πάργα. Μια κούκλα του Ιονίου. Ένα χωριό 1.200 κατοίκων που έχει κάνει τον τουρισμό πηγή πλούτου. Έβραζε από κόσμο. Έλληνες και ξένους, Ιταλούς κυρίως. Διατηρητέα και διατηρημένη στον υπέρτατο βαθμό. Στο έμπα του οικισμού, σε ενημέρωναν ευγενικά, όχι αστυνομικοί, πολίτες, ότι η κυκλοφορία των τροχοφόρων απαγορεύεται και σου υποδείκνυαν σημεία στάθμευσης. Μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και οι αυλές εκκλησιών, σχολείων και άλλων δημοσίων κτηρίων. Ξενοδοχεία, οργανωμένα κάμπινγκ και δωμάτια δεκάδες. Εστιατόρια, ταβέρνες όλων των κατηγοριών. Μέχρι και πολυτελείας, όπου πλήρωνες αγόγγυστα το λογαριασμό, που σου τον έφερναν όλοι επίσημα, γιατί η περιποίηση και η ποιότητα ήταν παραπάνω από ικανοποιητικές. Και σε όλα, μα όλα ανεξαιρέτως, ευδιάκριτες πινακίδες, που σε πληροφορούσαν την χρήση, σε όλα τα προσφερόμενα είδη, ελαιολάδου. Που αφθονεί στην περιοχή, ενώ ακόμα από τον Σεπτέμβριο έστρωναν τα ελαιόδιχτα. Όλη η έξω από τον οικισμό περιοχή, όπου δεν υπήρχαν ελιές, ήταν καταπράσινη από κάθε είδους λαχανικά, με τα οποία τροφοδοτούνται τα καταστήματα εστίασης. Με δικά τους ντόπια λαχανικά. Βεβαίως έχουν κι αυτοί τους αλλοδαπούς τους, αλλά γιατί δεν επαρκούν μόνοι τους.
Περισσότερες από 50 βάρκες και 8 καΐκια, όλα ενταγμένα σε συνεταιρισμό, πραγματοποιούσαν καθημερινά εκδρομές στις κοντινές παραλίες και στους απέναντι Παξούς και Αντίπαξους. Έπαιρνες με αυστηρή σειρά προτεραιότητας το εισιτήριό σου από το ταμείο και κατευθυνόσουνα στο σκάφος που σου υπεδείκνυαν. Έτσι ώστε να γεμίζουν όλα και να δουλεύουν όλοι.
Καθίσαμε ένα βράδυ σε εστιατόριο, που η όλη του εμφάνιση μας έκανε εντύπωση. Μετά τους βοηθούς, ήρθε ο σερβιτόρος. Που ήταν ένας από τους (αδέλφια) ιδιοκτήτες. Μια λέξη έδωσε την αφορμή της κουβέντας. Όλα όσα προσέφερε το μαγαζί, εκτός ψάρια, ζυμαρικά και κρασιά, ήταν παραγωγής τους. Και το τυποποιημένο λάδι. Και μας εξηγούσε τον τρόπο οργάνωσης και δουλειάς. Του είπα από που προερχόμαστε. «Έχετε κι εσείς λάδια», μου παρατήρησε. Το ούζο το ήξερε.
Δεν ήξερα τι να αντιπαραθέσω για τον τόπο μου.
Ίσως φταίει που αυτοί ανήκουν στη δύση, σκέφτηκα, κι εμείς στην ανατολή.
10.11.2009
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.