Συνεχίζοντας την γκρίνια της περασμένης βδομάδας, περνάω σε ένα άλλο θέμα, τελείως διαφορετικό από τους χοντρούς και τους τροχούς, ενδεικτικό όμως του βαθμιαίου εκβαρβαρισμού που υφίσταται η Μυτιλήνη.
Συνεχίζοντας την γκρίνια της περασμένης βδομάδας, περνάω σε ένα άλλο θέμα, τελείως διαφορετικό από τους χοντρούς και τους τροχούς, ενδεικτικό όμως του βαθμιαίου εκβαρβαρισμού που υφίσταται η Μυτιλήνη.
Η Μυτιλήνη και η Λέσβος γενικότερα, χαρακτηρίζονταν ανέκαθεν από τους πολλούς πνευματικούς ανθρώπους που τιμούσαν, με την παρουσία τους, και την πόλη και το νησί τους. Πολλά έχουν γραφεί για τη «Λεσβιακή Άνοιξη» και για τους πάμπολλους συγγραφείς, ποιητές, λογοτέχνες με μια λέξη, αλλά και ζωγράφους, γλύπτες, μουσικούς, καλλιτέχνες γενικά. Ο
Κώστας Μίσσιος, ακαταπόνητος ερευνητής και καταγραφέας της λεσβιακής γραμματείας, έχει γράψει πολυσέλιδα βιβλία αναφορικά με το θέμα.
Μήπως όμως αυτός ο «πληθωρισμός» λογίων ευθύνεται για την, κατά κάποιον τρόπο, υποτίμησή τους από την κοινή γνώμη του νησιού; Γιατί έχω αντιληφθεί πως πολλοί ρεαλιστές και πρακτικοί συμπατριώτες μας δεν τους έχουν σε μεγάλη υπόληψη. Κατά την άποψή τους, ασχολούνται με «έργα μη γενικώς αποδεκτής χρησιμότητος» για να θυμηθώ τον
Παπαδιαμάντη, ήγουν με δραστηριότητες που δε βγάζουν λεφτά.
Βέβαια δεν γυρίσαμε, ούτε και πρόκειται να γυρίσουμε, πίσω, στον παλιό καλόν καιρό, τότε που ο γραφικός εκείνος χωροφύλαξ του αστυνομικού σταθμού Καισαριανής έγραφε για «λογοτέχνας ποιητάς και άλλα ύποπτα στοιχεία»*, ή τότε που κάποιος δικαστής, όταν ρώτησε τον εξεταζόμενο ως μάρτυρα,
Κωστή Παλαμά «τι επαγγέλεσθε» και αυτός του απάντησε «είμαι ποιητής», τον ξαναρώτησε εκνευρισμένος «εννοώ τι δουλειά κάνεις, άνθρωπέ μου», αλλά όσο να είναι το πνεύμα της υποτίμησης της πνευματικής δουλειάς επιζεί στο πνευματικό νησί μας.
Χωρίς να θέλω να στεναχωρήσω τους συμπατριώτες μου, τους πληροφορώ πως σε δυο άλλα μέρη, που τα ξέρω καλά, στην Αίγινα και στη Μάνη, τους συγγραφείς και ποιητές, τους πνευματικούς ανθρώπους με δυο λόγια, τους τιμούν πολύ περισσότερο. Ίσως γιατί εκεί σπανίζουν.
Ένα άλλο, που με ξενίζει και με θλίβει ταυτόχρονα, είναι πως το μέγα πλήθος των πνευματικών ανθρώπων χαρακτηρίζεται από κατακερματισμό και εσωστρέφεια. Υπάρχουν πολλές ομάδες και ομαδούλες λογίων, που κάθε μια τους, αν δεν αντιμάχεται, πάντως αγνοεί ή σνομπάρει όλες τις άλλες. Στον ένα μήνα που βρίσκομαι εδώ, πήγα σε μερικές παρουσιάσεις βιβλίων. Εκτός από μία όπου συγκεντρώθηκε μέγα πλήθος, σε όλες τις άλλες οι παρόντες ήταν ελάχιστοι, παρά το γεγονός πως τα βιβλία που παρουσιάστηκαν ήταν αξιόλογα. Το κύριο ελάττωμά τους ήταν πως οι συγγραφείς τους ήταν… ζωντανοί. Η περίπτωση του μεγάλου πλήθους που αναφέρω ήταν για το βιβλίο ενός σεβαστού και αγαπητού νεκρού, του
Νότη Παναγιώτου.
Άλλο χαρακτηριστικό της νοοτροπίας των σημερινών λογίων, είναι η παντελής απουσία χιούμορ που τους χαρακτηρίζει. Και όμως ανέκαθεν οι Λέσβιοι πνευματικοί άνθρωποι ήταν ταυτόχρονα και χιουμορίστες - πλακατζήδες κατά το κοινώς λεγόμενο - και εν πάση περιπτώσει δεν υπήρξαν ποτέ τους σοβαροφανείς. Από τον «Φιλόγελω» των αρχών του 20ού αιώνα και την «Ορδή των Βασιβουζούκων» του Μεσοπόλεμου, ως τους «Καφελόγιους» της δεκαετίας του ‘80, στις συνάξεις των πνευματικών ανθρώπων κυριαρχούσε το χιούμορ και η πλάκα. Αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει σήμερα. Παραβρέθηκα σε κάποιες τέτοιες συγκεντρώσεις και αυτό που σημείωσα ήταν πως η, εμπαθής κατά κανόνα, κριτική των «αντιζήλων» δεν συνοδευόταν από ίχνος χιουμοριστικής διάθεσης.
Φοβάμαι πως και αυτό είναι μια ακόμη ένδειξη του εκβαρβαρισμού που απειλεί τη Μυτιλήνη. Το «αστείο» ήταν ανέκαθεν ένδειξη πολιτισμού. Το μαρτυρεί η ετυμολογία της λέξης. Προέρχεται από το «άστυ», την πόλη. Αστεία κάνανε οι πολιτισμένοι κάτοικοι της πόλης σε αντίθεση με τους κατοίκους της υπαίθρου, των αγρών, που ήταν «αγροίκοι». Η διάκριση πέρασε και στην Κοινή Νέα Ελληνική, όπου έχουμε το «χωρατό», το πολιτισμένο αστείο των κατοίκων της «χώρας», δηλαδή της πόλης, σε αντιπαραβολή με τη «χωριατιά» των κατοίκων της υπαίθρου, των χωριών. Ο πατέρας μου, που όσοι τον γνώρισαν τον χαρακτήριζαν σοφό άνθρωπο, χαρακτήριζε εκείνους που δεν καταλάβαιναν από αστεία «μηδενικά υπό το προσωπείον της σοβαρότητος καλυπτόμενα» και ο φίλος του ο αείμνηστος
Χαράλαμπος Κανόνης, τον συμπλήρωνε λέγοντας: «Αυτός δεν είναι σοβαρός άνθρωπος - δε γελάει ποτέ».
* Λεπτομέρειες για την ευτράπελη αυτή ιστορία αναφέρονται από τον Κώστα Μίσσιο, στο τελευταίο τεύχος της «Σελάνας».
*O
Δημήτρης Σαραντάκος γεννήθηκε στη Mυτιλήνη, σπούδασε χημικός μηχανικός και μετά τη συνταξιοδότησή του εκδίδει το σατιρικό περιοδικό «το Φιστίκι» και κάνει τον συγγραφέα. Το τελευταίο (ενδέκατο στη σειρά) βιβλίο του «Οι Αρχαίοι είχαν την πλάκα τους» - Αθήνα 2008 - κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Γνώση».