«Με εντυπωσιάζει η ματαιότητα του κόσμου»

01/07/2012 - 05:56
Ο πατήρ Στρατής Δήσσος, ο πρωτοπρεσβύτερος της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών Μανταμάδου, μας ξενάγησε σε όσα έχουν γίνει τα χρόνια που ο ίδιος έχει αναλάβει τη Μονή και μας μιλά για τη ζωή του, για την απόφασή του να ασχοληθεί με την ιεροσύνη και για το έργο του.
Είναι η ψυχή της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών. Ο πατήρ Στρατής Δήσσος, ο πασίγνωστος και όχι μόνο στη Λέσβο παπα-Στρατής, ο πρωτοπρεσβύτερος του πιο γνωστού μοναστηριού στο νησί, μας υποδέχτηκε πριν από λίγες μέρες και μας ξενάγησε σε όσα έχουν γίνει τα χρόνια που ο ίδιος έχει αναλάβει τη Μονή. Μας μιλά παράλληλα για τη ζωή του, για την απόφασή του να ασχοληθεί με την ιεροσύνη και για το έργο που έχει κάνει, αλλά και για αυτά που τον έχουν εντυπωσιάσει όσα χρόνια λειτουργεί.

Η καταγωγή του παπα-Στρατή είναι από το Μόλυβο. Η μητέρα του, ωστόσο, ήρθε από το Αϊβαλί και ο προπάππος του από την Οδησσό, εξ ου και το επώνυμο «Δήσσος». Τρεις γενιές στη σειρά έχουν σχέση με τον Ταξιάρχη. Στις 8 Νοεμβρίου το 1908 γεννήθηκε ο πατέρας του, στις 8 Νοεμβρίου το 1938 γεννήθηκε ο ίδιος και στις 8 Νοεμβρίου το 1968 γεννήθηκε το πρωτότοκο παιδί του, η κόρη του Ελένη.
Μετά το γάμο τους, οι γονείς του παπα-Στρατή, Παναγιώτης και Ελένη, έμειναν στο Μόλυβο. Ο πατέρας του ήταν και ο ίδιος ιερέας, διορίστηκε στο Βαφειό και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Συκαμνιά. Εκεί μεγάλωσε ο παπα-Στρατής, που στα χνάρια του πατέρα του σπούδασε στην Εκκλησιαστική Σχολή της Λαμίας. Όταν παντρεύτηκε στα 28 του, διορίστηκε εφημέριος στην Πελόπη.
Πηγαίνοντας εκεί στις 21 Μαΐου 1966, βρήκε την ενορία σε κακή κατάσταση, αφού για καιρό δεν είχε ιερέα και το παράπονο όλων ήταν ότι δε γινόταν πανηγύρι. Μέσα σε ένα μήνα, στις 21 Ιουνίου, με πρωτοβουλία δική του και με τη βοήθεια όλων των κατοίκων, πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το πανηγύρι των Κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που από τότε καθιερώθηκε. Και πάλι με τη βοήθεια των κατοίκων, που έδειξαν πολύ μεγάλο ζήλο, συγκεντρώθηκαν χρήματα για να γίνει το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία.


Ο π. Στρατής Δήσσος σήμερα, στο γραφείο του στην Ιερά Μονή Ταξιαρχών (αριστερά). Το περιοδικό του Ταξιάρχη, που έκανε τη Μονή ιδιαίτερα γνωστή (δεξιά)

Στο Μανταμάδο για το Οικοτροφείο
Στη συνέχεια ήρθε η μετακίνησή του στο Μόλυβο. Λίγο πριν πάει, ωστόσο, ο πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης Μηθύμνης τον ειδοποίησε να περιμένει νέα ειδοποίηση. Η μετακίνηση στο Μόλυβο αναβλήθηκε, μια και αποφασίστηκε να μετακινηθεί στο Μανταμάδο. Με «μισή καρδιά» βρέθηκε στο Μανταμάδο στις 7 Ιουνίου τού 1970. «Χαιρόμουν που θα πήγαινα εκεί, αλλά είχα τόσο αγαπήσει την Πελόπη, με είχε αγαπήσει ο κόσμος κι εγώ αυτόν, ώστε ένιωθα σα να αποχωρίζομαι από τους συγγενείς μου», λέει ο ίδιος.
Το πρώτο πράγμα που αποφασίστηκε να κάνει, ήταν να δημιουργήσει ένα οικοτροφείο, ώστε να μη χρειάζεται να φύγουν τα παιδιά από το χωριό.
Αυτό που όμως ο ίδιος είδε, ήταν πως θα πρέπει να φτιαχτεί πρώτα ο κυρίως ναός του μοναστηριού, αφού βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση. Ο δεσπότης τού είχε δώσει το ελεύθερο να κάνει όποια παρέμβαση ήθελε, αρκεί να αναδεικνυόταν ο Ταξιάρχης.
Ο παπα-Στρατής ανέλαβε να φτιάξει κάρτες με την εικόνα της Μονής με σκαλωσιές και να τις στείλει σε όλους τους ομογενείς της περιοχής που ζούσαν στο εξωτερικό, ζητώντας να συμβάλουν στην ανακαίνιση του ναού. Μέσα σε τρεις μήνες συγκεντρώθηκαν 220.000 δραχμές, ποσό αρκετό για να επισκευασθεί ο ναός του Ταξιάρχη, αλλά και ο ναός του Αγίου Βασιλείου στο χωριό, να φτιαχτεί ο δρόμος προς το μοναστήρι και το γραφείο του μοναστηριού.


Όλη η οικογένεια του π. Στρατή Δήσσου: Ο ίδιος, η σύζυγός του Φωτεινή και τα παιδιά του, Ελένη, Παναγιώτης και Μιχάλης (αριστερά). Μπροστά από τον Ταξιάρχη, με τη σύζυγό του, την Ελένη και τον Παναγιώτη (δεξιά)

Έμενε να γίνει το Οικοτροφείο. «Έβλεπα ότι δεν έχω τη δυνατότητα να το φτιάξω και έτσι ζήτησα βοήθεια από τον Ταξιάρχη για το τι έπρεπε να γίνει. Τότε μου ήρθε η ιδέα να γράψω στον τότε δικτάτορα, το Γιώργο Παπαδόπουλο. Του εξήγησα την κατάσταση, ότι τα παιδιά πρέπει να μορφωθούνε. Δόθηκε εντολή να μου στείλουν 100.000 δραχμές από τα κρατικά λαχεία.»
Μετά τη μεταπολίτευση, ζήτησε από τον τότε νομάρχη άλλες 200.000. Το Οικοτροφείο κατασκευάστηκε το 1971, αλλά δεν μπορούσε να συντηρηθεί οικονομικά. Με άλλη του επιστολή στον Κωνσταντίνο Καραμανλή εξασφάλισε τα απαραίτητα κονδύλια. Βοήθεια παρείχε και ο πρωτοσύγγελος π. Νικόδημος, που έδωσε χρήματα για να καλυφθεί η σίτιση των παιδιών.
Όταν πρωτολειτούργησε το Οικοτροφείο, στις 17 Οκτωβρίου τού 1971, είχε 45 παιδιά. Σταδιακά ο αριθμός αυτός έφθινε, για να φτάσει πριν πέντε χρόνια, οπότε και έκλεισε, στα 10. Είχαν ήδη καθιερωθεί τα δωρεάν εισιτήρια με τα λεωφορεία, οι οικογένειες είχαν πλέον χρήματα, τα παιδιά άρχισαν να χρησιμοποιούν μηχανάκια και το Οικοτροφείο δεν ήταν πλέον απαραίτητο.


Ο γάμος του με τη σύζυγό του, Φωτεινή, το 1966 (αριστερά). Η γέννηση της κόρης του, Ελένης (δεξιά)

Ταυτοχρόνως σχεδόν με τη δημιουργία του Οικοτροφείου, ο π. Στρατής άρχισε να εκδίδει το περιοδικό της Μονής «Ο Ταξιάρχης». Η κυκλοφορία αυτού του περιοδικού ήταν και ο λόγος που έγινε γνωστός ο Ταξιάρχης. Μέσω και των ραδιοφωνικών σταθμών στη δεκαετία τού 1990 και του περιοδικού, τα θαύματα που γίνονταν στον Ταξιάρχη μαθεύονταν σε όλη σχεδόν τη χώρα. Σταδιακά ο π. Στρατής άρχισε να γράφει και βιβλία, και ο κόσμος που ερχόταν στη Μονή αυξήθηκε κι άλλο. Αυτά συνέβαλαν στο να αυξηθεί θεαματικά ο κόσμος που ερχόταν στον Ταξιάρχη, αφού το περιοδικό και μόνο ξεκίνησε με 300 συνδρομητές και τώρα έχει φτάσει να έχει περισσότερους από 5.000 συνδρομητές από όλον τον κόσμο.


Στην Πελόπη, όσο χτιζόταν ο Προφήτης Ηλίας (αριστερά). Με όλο το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, στο Μανταμάδο (δεξιά)

Ετοιμάζοντας το Γηροκομείο
Αμέσως μετά το Οικοτροφείο, γεννήθηκε η σκέψη για την ανέγερση του Γηροκομείου. Πρώτα δημιουργήθηκε μια «Στέγη Αγάπης» στην πλατεία του Μανταμάδου, που παρείχε τροφή σε 45 ηλικιωμένους, με την προοπτική να εξελιχθεί στη συνέχεια σε Γηροκομείο. Μέχρι και πέρυσι όλοι προσπαθούσαν να βρουν χώρο και τελικά ο Δήμος παραχώρησε πρόθυμα για το σκοπό αυτό ένα μεγάλο κτήμα, που συνορεύει με την αυλή του Ταξιάρχη. Έχοντας πάρει ήδη την έγκριση των αρμόδιων υπηρεσιών, τελειοποιείται η μελέτη και στη συνέχεια θα ξεκινήσει η ανέγερσή του.
Η συντήρηση του Γηροκομείου δεν απασχολεί τον π. Στρατή, δεδομένου ότι όταν έγινε η «Στέγη Αγάπης» υπήρχαν αμφιβολίες για τον εάν θα μπορούσαν να αντέξουν τη δαπάνη. Ωστόσο, όχι μόνο την άντεξαν, αλλά έμενε και περίσσευμα κάθε χρόνο. Και σε αυτήν την περίπτωση ο κόσμος βοήθησε πολύ, αφού είδε πως το έργο προχωρούσε.
Σκοπός του ίδιου αυτήν τη στιγμή είναι να ολοκληρωθεί το έργο του Γηροκομείου. «Χιλιάδες ψυχές θα πουν “ευχαριστώ” εξ αιτίας του έργου αυτού», λέει ο ίδιος. «Αλίμονο αν βρεθεί άνθρωπος που θα το εμποδίσει. Ευτυχώς, έχουμε και το δεσπότη που μας ενισχύει, τη Μητρόπολη που βοηθάει όσο μπορεί.»


Από τα εγκαίνια του Οικοτροφείου το 1971 (αριστερά). Στην πανήγυρη της Αγίας Φωτεινής (δεξιά)

Πέρα από αυτό, είχε ζητήσει από το Δήμο να αναλάβει ο ναός να πληρώσει έναν αρχιτέκτονα, ώστε να γίνει μια καλή μελέτη για την κατασκευή μιας μικρής αγοράς, με καταστήματα, κάποια από τα οποία μεγάλα, ώστε ερχόμενοι οι πιστοί να τρώνε, να ψωνίζουν και να είναι πλέον μακριά από το προσκύνημα οι μικροπωλητές. «Δε μας πειράζει ο μικροπωλητής. Καλό είναι να βγάζει το μεροκάματό του. Αλλά τον πιστό τον κάνει να χάνει την ηρεμία του και δεν μπορεί πια να συγκεντρωθεί», εξηγεί. Παρ’ όλα αυτά, το θέμα τελικά ξεχάστηκε.

Η εμπειρία από τη Μονή Ταξιαρχών
Ο π. Στρατής Δήσσος είναι πατέρας τριών παιδιών. Της Ελένης, του Παναγιώτη και του Μιχάλη. Ο τελευταίος ήταν έτοιμος να γίνει παπάς, αλλά τελικά ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και ψέλνει στη Μονή Ταξιαρχών.
Προσπάθησε να τους αναθρέψει δίνοντάς τους ευκαιρίες να παίρνουν αποφάσεις μόνοι τους. Βρέθηκε δίπλα τους όπως και σε κάθε άλλο νέο, ενώ παρά το λειτούργημά του ήταν πάντα παρών και σε κάθε διασκέδαση. Χόρευε και τραγουδούσε....


Κατά τη στρατιωτική του θητεία (αριστερά). Στη Σχολή, με μαθητές της χορωδίας και ιερείς (δεξιά)

Υποστηρίζει δε ότι δε θα πρέπει να κατηγορούμε δικαιώματα και επιθυμίες δικαιωμάτων που έχει η νέα γενιά. «Ο νέος θα πρέπει να νιώσει ότι είναι ελεύθερος, αλλά και να καταλάβει πως η ελευθερία έχει όρια», λέει.
Εντυπωσιακή είναι και η περιγραφή της σχέσης του με το μοναστήρι. Των εμπειριών του, εμπειριών μιας ολόκληρης ζωής. «Στη Μονή έρχεται κόσμος πολύς, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κάθε ηλικίας, κάθε χρώματος, κάθε πίστεως. Έρχονται προετοιμασμένοι όλοι και δεν τους απασχολεί τίποτα όταν μπαίνουν μέσα. Όταν πατήσουν όμως την εσωτερική αυλή, μένουν εντυπωσιασμένοι, κοιτώντας δεξιά και αριστερά, σα να είναι εκτός τόπου και χρόνου. Είναι ένα γλυκό περιβάλλον, που σε προετοιμάζει για προσευχή. Περιμένεις να συναντήσεις μόλις φτάνεις στην εσωτερική αυλή κάτι το ξεχωριστό.»
«Αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση, είναι η ματαιότητα του κόσμου. Αλλά και οι χριστιανοί εκείνοι που είναι φανερά κερδισμένοι. Που έχουν τη σωφροσύνη να ζουν καθημερινά τη ματαιότητα του κόσμου», λέει και συνεχίζει: «Βλέπεις ανθρώπους που έρχονται και είναι ετοιμοθάνατοι. Πέφτουν μπροστά στον Ταξιάρχη και παρακαλούν για την υγεία τους και λες ότι θα σηκωθούν απογοητευμένοι, γιατί νιώθουν ότι τελειώνουν οι μέρες τους. Κι ενώ εμείς είμαστε εκεί πρόθυμοι να τους παρηγορήσουμε, μας παρηγορούν εκείνοι. Λένε: “Πάτερ, ήρθα στον άγιο ή να με βοηθήσει στην υγειά μου ή να με βοηθήσει παίρνοντας αυτός την ψυχή μου.


Άρρωστος, στην Εκκλησιαστική Σχολή της Λαμίας (αριστερά). Στην Εκκλησιαστική Σχολή της Λαμίας (δεξιά)

Γιατί εγώ, ακόμη και να ζήσω κάποια χρόνια ακόμη, θα τελειώσω. Θα αργήσει η στιγμή που θα πρέπει να παραδώσω την ψυχή μου και επιθυμώ να κερδίσω την αιωνιότητα. Προσευχή μου είναι να με κρατήσει κοντά του, να μην ξεφύγω και να είμαι μαζί του στην αιωνιότητα.” Αυτή η αισιοδοξία φέρνει το θαύμα. Από αυτούς, οι πιο πολλοί έρχονται μετά και είναι ακόμη ζωντανοί. Δεν τους τρώει το σαράκι. Αυτό μάς κάνει μεγάλη εντύπωση. Τα πιο πολλά θαύματα έτσι γίνονται. Γιατί πιστεύουν οι άνθρωποι και είναι αισιόδοξοι. Αυτή η ηρεμία και η γαλήνη, δυναμώνει τον οργανισμό και πολεμάει την αρρώστια. Αν δεν υπάρχει πίστη, δεν υπάρχει τέτοια αισιοδοξία. Οι άνθρωποι αυτοί από τώρα έχουν δρομολογήσει τον παράδεισο.»
Κάπου εδώ έρχεται η ερώτηση. Γιατί αποφάσισε να ασχοληθεί με την ιεροσύνη; «Ο πατέρας μου ήταν παπάς αγράμματος, αλλά είχε πλούσια μόρφωση στην ψυχή και την καρδιά. Πολλές φορές, κρυφά, μου έδινε το φτωχό χαρτζιλίκι που είχε, σε φακελάκια, και με έστελνε τη νύχτα να τα ρίχνω κάτω από την πόρτα φτωχών ανθρώπων, παρ’ όλο που δεν είχαμε να φάμε ψωμί», λέει συγκινημένος. Και συνεχίζει: «Έλεγα: αυτό είναι το έργο του παπά. Έτσι αποφάσισα να γίνω κι εγώ παπάς. Το όνειρό μου ήταν πώς θα γίνω κι εγώ παπάς, να έχω πιο πολλά χρήματα, να βοηθάω πιο πολύ το συνάνθρωπό μου. Δεν έκανα τίποτε άλλο, παρά αυτά που είχα διδαχτεί από τον αγράμματο πατέρα μου και είδα ότι καρποφορούν. Γιατί, αν θέλεις να κάνεις κάτι από την ψυχή σου, πάντα έχεις την ευλογία του Θεού.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey