Στον αγώνα της επιβίωσης των Ρωμιών Ορθοδόξων Χριστιανών αναφέρθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος από το Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Ίμβρο, τονίζοντας ότι οι Ίμβριοι και οι Τενέδιοι υπήρξαν θύματα των πολιτικών συγκυριών.
Στον αγώνα της επιβίωσης των Ρωμιών Ορθοδόξων Χριστιανών αναφέρθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος από το Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Ίμβρο.
Όπως είπε, οι Ίμβριοι και οι Τενέδιοι υπήρξαν θύματα των πολιτικών συγκυριών, ενώ όπως τόνισε παρά τα όσα συνέβησαν οι Ίμβριοι, που κατάφορα αδικήθηκαν, αντέχουν και δεν είναι διατεθειμένοι να καταθέσουν τα «πνευματικά όπλα» τους, τα μοναδικά που διαθέτουν.
«Υπήρξαμε εμείς οι Ίμβριοι και οι Τενέδιοι θύματα των πολιτικών συγκυριών και ανακατατάξεων χωρίς να φταίμε ούτε στο ελάχιστο. Όμως βλέπετε ότι οι Ίμβριοι αντέχουν. Έρχονται και επανέρχονται εις την γενέτειρα. Δεν είναι διατεθειμένοι να καταθέσουν τα πνευματικά όπλα, φυσικά εμείς μόνο πνευματικά όπλα διαθέτουμε. Τα πνευματικά όπλα με τα οποία αγωνίζονται τον καλόν αγώνα της επιβιώσεως, της συνεχίσεως της ιστορίας μας, της υπάρξεώς μας, της μαρτυρίας μας ως Ρωμιών Ορθοδόξων Χριστιανών σ’ αυτόν τον τόπο. Όλη αυτή η ιστορία μας και η μαρτυρία μας διά μέσου των αιώνων μέχρι και αυτής της στιγμής είναι ιστορία και μαρτυρία ειρηνικής διαβιώσεως μετά του συνοίκου στοιχείου. Δεν επιδιώξαμε ποτέ να καθέξουμε κάτι που δεν μας ανήκει. Υπήρξαμε πάντοτε φιλειρηνικοί και νομοταγείς πολίτες και γι’ αυτό μας πειράζει το ότι τόσο πολύ και τόσο κατάφορα αδικηθήκαμε», σημείωσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
Και προσέθεσε: «Χάσαμε τις εστίες μας, τα χωράφιά μας, τα σπίτια μας, τα σχολεία μας που ήταν καίριον πλήγμα για τον τόπο μας, το να μην έχουμε ελληνική παιδεία και να αναγκάζονται οι γονείς που έχουν παιδιά σχολικής ηλικίας να τα παίρνουν και να εκπατρίζονται. Έτσι άρχισε το ξήλωμα, έτσι έφυγαν οι συμπατριώτες μας στη δεκαετία του ’60, διότι έχασαν την γη τους. Γεωργοί και κτηνοτρόφοι πώς να ζούσαν χωρίς την γη; Έχασαν τα σχολεία τους που ήσαν όλοι φιλομαθείς και φιλοπρόοδοι, είχαν να αντιπαλέψουν με τους βαρυποινίτες οι οποίοι κυκλοφορούσαν ελεύθερα, και όλα αυτά τα γνωστά να μην επαναλαμβάνουμε και λυπούμεθα.»
Ο Πατριάρχης δεν παρέλειψε να επαινέσει τους συμπατριώτες του, εκείνους οι οποίοι επισκέπτονται τακτικά την Ίμβρο και επισκευάζουν τα σπίτια τους.
Ο Πατριάρχης βρέθηκε στην Ίμβρο με αφορμή τα θυρανοίξια του ερειπωμένου και ήδη αναστηλωμένου εξωκκλησιού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή Τσβάκι της κοινότητας Ευλαμπίου της Ίμβρου.
Ξαναλειτουργεί η Παναγία Σουμελά
Η πρώτη Θεία Λειτουργία στην Παναγία Σουμελά μετά το 1922 πρόκειται να τελεσθεί ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο στο ιστορικό μοναστήρι του Πόντου προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
Συγκεκριμένα, ο Τούρκος υπουργός Πολιτισμού κ. Γκιουνάι γνωστοποίησε τη σχετική απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης στον Οικουμενικό Πατριάρχη, το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, στο περιθώριο συναυλίας που δόθηκε στο ναό της Αγίας Ειρήνης της Κωνσταντινούπολης. Ενώ η απόφαση της τουρκικής κυβερνήσεως κοινοποιήθηκε την περασμένη Τρίτη και επισήμως, στο Πατριαρχείο.
Σύμφωνα με το έγγραφο της κυβέρνησης, παρέχεται άδεια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να τελείται στην Παναγία Σουμελά από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο Θεία Λειτουργία, μία φορά το χρόνο, ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου.
Επίσης σημειώνεται ότι οι προσκυνητές θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, προκειμένου να αποφευχθούν φθορές στο μνημείο και στις σωζόμενες τοιχογραφίες του.
Θα είναι η πρώτη φορά μετά από αιώνες - ενδεχομένως και η πρώτη φορά στην ιστορία - που Οικουμενικός Πατριάρχης θα προεξάρχει Θείας Λειτουργίας στην ιστορική μονή. Πριν μερικές εβδομάδες επισκέφθηκε τον Οικουμενικό Πατριάρχη ο δήμαρχος της Μάτσκα του Πόντου, η οποία απέχει 15χλμ. από το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, και τον προσκάλεσε στην πόλη του, λέγοντας ότι θα αποτελέσει ένα σημαντικό γεγονός χαράς και τιμής για τους κατοίκους. Υπενθυμίζεται ότι η Μονή Παναγίας Σουμελά λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.
Πρόκειται για μια ιστορική εξέλιξη, για μια αναγέννηση της λειτουργικής ζωής του ιστορικού μοναστηριού, συμβόλου του Ποντιακού Ελληνισμού.