Ανεπαρκής φωτισμός, εξαερισμός, θέρμανση και φύλαξη, εικόνα εγκατάλειψης και πρακτική μέριμνα από πουθενά, εδώ και πολύ-πολύ καιρό, θέτουν αναπόφευκτα και το ερώτημα: πού δίνονται τόσα χρόνια τα χρήματα από τις εισπράξεις του Μουσείου;
Σκεφτείτε να πηγαίνατε σε ένα γνωστό μουσείο μιας πόλης της Ελλάδας ή και του εξωτερικού. Ένα μουσείο για το οποίο έχετε ακούσει πολλά και πολλά έχουν γραφτεί και για τα έργα του καλλιτέχνη που φιλοξενεί, η ζωή και το έργο του οποίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τον τόπο που επισκέπτεστε και έχουν, με το πέρασμα των χρόνων, αναγνωριστεί ως μεγάλης σημασίας πολιτιστική κληρονομιά. Δε θα περιμένατε να βρείτε και αντίστοιχες υποδομές, που θα υποδείκνυαν και την ανάλογη μέριμνα, στο χώρο που επισκέπτεστε; Η απάντηση, υποθέτουμε, είναι θετική. Όπως ισχύει μάλλον και για τους επισκέπτες του Μουσείου Θεοφίλου, των οποίων όμως, σε μεγάλο βαθμό, οι προσδοκίες διαψεύδονται. Ανεπαρκής φωτισμός, εξαερισμός, θέρμανση και φύλαξη, εικόνα εγκατάλειψης σε εσωτερικό και εξωτερικό και πρακτική μέριμνα από πουθενά, εδώ και πολύ-πολύ καιρό, θέτουν αναπόφευκτα και το ερώτημα: πού δίνονται τόσα χρόνια τα χρήματα από τις εισπράξεις του Μουσείου;
Τα προβλήματα και η άσχημη εικόνα που σχηματίζει κάποιος για την προσοχή που έχει δοθεί στο Μουσείο Θεοφίλου, ξεκινούν ήδη από την προσπάθεια του επισκέπτη να έρθει σε αυτό από την πόλη της Μυτιλήνης, αφού δεν υπάρχουν κατευθυντήριες πινακίδες. Δεν είναι τυχαίο πως στα βιβλία των επισκεπτών υπάρχουν πολλά σχετικά σχόλια από κόσμο που όπως φαίνεται δυσκολεύτηκε αρκετά να φτάσει μέχρι τη Βαρειά, για να βρει τελικά την πινακίδα που υπάρχει στην είσοδο της οδού Αλίς Τεριάντ.
«Καλύτερα να μην υπήρχε καθόλου», σκέφτονται μάλλον αρκετοί από αυτούς φτάνοντας στον αύλειο χώρο του Μουσείου και αντικρίζοντας τη σιδερένια πινακίδα, η οποία, χωρίς να έχει πού αλλού να στηριχθεί, ακουμπάει στην πλάτη του προβολέα για την προτομή του Θεόφιλου και «παρουσιάζει» το Μουσείο σε τρεις γλώσσες (Ελληνική, Γαλλική και Αγγλική), σε απόλυτη κατάσταση φθοράς.
Όποιος αναζητά ένα παγκάκι για να κάτσει στην αυλή του Μουσείου, είτε για να απολαύσει την ησυχία και το πράσινο είτε επειδή περιμένει να μπει, εδώ και καιρό δεν έχει πλέον τη δυνατότητα. Το παγκάκι που βρισκόταν στο ειδικό κιόσκι έχει κλαπεί, ενώ αυτό που βρίσκεται ακριβώς έξω από την είσοδο είναι σπασμένο. Αποτέλεσμα της έλλειψης περίφραξης του Μουσείου; Όπως και να έχει, κανείς δεν ανέλαβε να αντικαταστήσει τους πάγκους. Και τα χόρτα του κήπου το χειμώνα δεν τα πειράζει κανείς. Εξ ου μάλλον και το σχετικό σχόλιο, πριν από καιρό: «Να μην κλέβουν τα λεφτά μας και να πληρώνουν και κανέναν κηπουρό να περιποιείται τα παρτέρια!». Και ούτε λόγος για ένα μικρό «κιόσκι», από το οποίο θα μπορεί κάποιος να προμηθεύεται νερό (υπάρχει βέβαια και η βρύση της αυλής), χυμό ή καφέ, όπως ισχύει σε όλα σχεδόν τα γνωστά μουσεία.
Τέλος, μια βόλτα γύρω από το Μουσείο αποκαλύπτει τα σάπια από την υγρασία και το χρόνο πατζούρια και την προβληματική στέγη, από σημείο της οποίας, όταν βρέχει δυνατά, τρέχουν νερά σε μια από τις αίθουσες όπου βρίσκονται τα έργα.
Παγκάκι πουθενά στον αύλειο χώρο, ούτε για δείγμα (αριστερά). Τα περισσότερα σποτάκια που φωτίζουν τα έργα, είναι καμμένα (δεξιά)
Και μπαίνουμε μέσα…
Ο μόνος κλιματισμός που υπάρχει στις αίθουσες το χειμώνα, είναι μερικοί θερμοσυσσωρευτές, οι οποίοι, πέρα από το ότι δεν επαρκούν για να ζεστάνουν όλες τις αίθουσες, δε λειτουργούν και αποτελεσματικά. Ελλείψει επαρκούς θέρμανσης, ο χώρος υποδοχής, η πόρτα του οποίου παραμένει ανοιχτή για να υποδέχεται τους επισκέπτες, «θερμαίνεται» ουσιαστικά από μια σόμπα αλογόνου, που έχει φέρει με δική της πρωτοβουλία η φύλακας του Μουσείου.
Η έλλειψη κατάλληλου και επαρκούς κλιματισμού, όμως, συνεχίζεται και τους καλοκαιρινούς μήνες, αφού δεν υπάρχει κανένα κλιματιστικό σύστημα που να φροντίζει για την τήρηση μιας μέσης θερμοκρασίας στις τέσσερις αίθουσες του Μουσείου. Η ασφυκτική κατάσταση που συχνά δημιουργείται λόγω υψηλών θερμοκρασιών, εντείνεται και από την ανάγκη τού να παραμένουν κλειστά τα παντζούρια του Μουσείου, ώστε να μην επηρεάζονται τα έργα από το φως του ήλιου.
Κάτι που δε γίνεται να ισχύσει, αφού ο εσωτερικός τεχνητός φωτισμός, όπως έχουμε άλλωστε ήδη αναφέρει, δεν επαρκεί για την ξενάγηση των επισκεπτών στις αίθουσες: τα περισσότερα από τα σποτάκια που χρησιμοποιούνται για να φωτίζουν τα έργα του Θεόφιλου δε λειτουργούν. Τα ίδια τα έργα, με τη σωρεία, σε αρκετά από αυτά, προβλημάτων διάβρωσης του υφάσματός τους και αλλοίωσης των χρωμάτων τους από το φως του ήλιου, κρέμονται άλλα στραβά και άλλα σκεβρωμένα από την υγρασία, σε ένα χώρο που κατά τα άλλα θεωρείται ένα «μικρό διαμάντι» πολιτισμού.
Τέλος, τα αναμνηστικά που μπορούν να πάρουν μαζί τους φεύγοντας οι επισκέπτες, φτωχά και μάλλον όχι τιμητικά για το Μουσείο και τα έργα που φιλοξενεί. Δεν είναι τυχαίο ότι από πολλούς επισκέπτες ακούγονται σχόλια περί… «made in Taiwan» αναμνηστικών πιάτων, που φέρουν ως σουβενίρ το όνομα του ζωγράφου και τα οποία δε θεωρούνται αντάξια της φήμης του.
Ουδέν σχόλιο…
Πού πάνε οι εισπράξεις;
Κάθε χρόνο, το Μουσείο Θεοφίλου υποδέχεται από 20.000 έως 30.000 επισκέπτες. Από αυτούς, οι περισσότεροι το επισκέπτονται τους καλοκαιρινούς μήνες, πάρα πολλοί ερχόμενοι από χώρες του εξωτερικού, που είναι όμως ενημερωμένοι για το Μουσείο και το ζωγράφο. Το χειμώνα, οι περισσότερες επισκέψεις είναι από σχολεία του νησιού ή εκτός αυτού. Πέρα από τα αναμνηστικά που προαναφέρθηκαν, διατίθενται και μεταξοτυπίες-αντίγραφα έργων του λαϊκού ζωγράφου, που πωλούνται προς έξι, 20 και 150 ευρώ, ανάλογα με το μέγεθός τους. Όπως μάθαμε, οι δύο πρώτες κατηγορίες είναι και αυτές που «φεύγουν» περισσότερο.
Με μέσο όρο 25.000 επισκεπτών το χρόνο και γενική είσοδο δύο ευρώ, έστω και αν πάρα πολλοί από τους επισκέπτες (εκπαιδευτικοί, μαθητές, στρατιωτικοί κ.λπ.) δικαιούνται ελεύθερη είσοδο, είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς για το πώς διαχειριζόταν ο Δήμος Μυτιλήνης τα χρήματα των εισπράξεων, ειδικά εάν λάβει κανείς υπόψη πως στο ποσό που συγκεντρώνεται από τα εισιτήρια έρχονται να προστεθούν και τα έσοδα από τις πωλήσεις αναμνηστικών και μεταξοτυπιών. Από τη στιγμή, μάλιστα, που δεν έχει γίνει σχεδόν καμμία παρέμβαση στο Μουσείο τα τελευταία χρόνια, παρ’ όλο που τα λειτουργικά του έξοδα είναι ελάχιστα και περιορίζονται - όπως φαίνεται τουλάχιστον - στους μισθούς φύλαξης και καθαρισμού (σημ.: η καθαρίστρια δεν έχει ξαναπάει από τα μέσα Δεκέμβρη που έληξε η σύμβασή της) και στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος.
Καθόλου τιμητικά για το Θεόφιλο και το Μουσείο τα πλαστικά πιάτα που πωλούνται ως αναμνηστικά του λαϊκού ζωγράφου
Πηνελόπη Κολυβά
Η απλήρωτη από τον Ιούνιο και χωρίς σύμβαση, πλέον, φύλακας του Μουσείου Θεοφίλου
Είναι η φύλακας του Μουσείου Θεοφίλου τα τελευταία 4,5 χρόνια. Με τη σύμβασή της να λήγει κάθε 31 Δεκεμβρίου, παραμένει κάθε χρόνο στη θέση της ώσπου να υπογραφεί η νέα σύμβαση. Πάντα αργεί η νέα υπογραφή και η πληρωμή της, ποτέ όμως όσο τώρα, που μένει απλήρωτη από τον περασμένο Ιούνιο. Χωρίς να ξέρει τι θα αποφασίσει η νέα δημοτική αρχή, αλλά και χωρίς να μπορεί να φύγει, αφού αυτήν τη στιγμή δεν έχει ούτε καν κάποιον να παραδώσει τα κλειδιά του Μουσείου, η Πηνελόπη Κολυβά βρίσκεται κάθε μέρα στο χώρο - χωρίς επαρκή θέρμανση - και κάνει κανονικά τη δουλειά της. Απλά περιμένοντας, όπως και τόσοι άλλοι συμβασιούχοι.
«Έχει τύχει να υπογράψω σύμβαση και τρεις μήνες μετά την έναρξη του έτους, χωρίς να τους πληρώνομαι κανονικά. Πάντα αυτό γίνεται με τους συμβασιούχους», λέει στο «Ε» η φύλακας, που καθώς αργεί συχνά να πληρωθεί, κάνει και δεύτερη δουλειά όταν φεύγει από το Μουσείο. «Πρώτη φορά, όμως, φτάνουμε στο εξάμηνο, και η κατάσταση αυτή με αγχώνει αρκετά, τόσο για το τι θα γίνει με τις συμβάσεις όσο και για το αν και πότε θα πληρωθώ», συνεχίζει.
Απλήρωτη από τον Ιούνιο, έχοντας την ευθύνη όλων των εκθεμάτων, παραμένει η φύλακας του Μουσείου Θεοφίλου, Πηνελόπη Κολυβά
Η σχέση συνεργασίας της με το Δήμο, που επισφραγίζεται με μπλοκάκι παροχής υπηρεσιών, προβλέπει εργασία όλες τις μέρες της εβδομάδας (πλην Δευτέρας), χωρίς δυνατότητα άδειας ή απουσίας λόγω ασθένειας, μέχρι πέρυσι τουλάχιστον, οπότε και ο Δήμος Μυτιλήνης ανέθεσε σε μια ακόμη κοπέλα να την αντικαθιστά τις μέρες που πρέπει να λείψει.
Παρ’ όλο που έχει, όμως, τόσο καιρό να πληρωθεί, παραμένει στη θέση της, αφού αν δεν το κάνει, το Μουσείο Θεοφίλου θα κλείσει. Πέρα από αυτό, η νέα δημοτική αρχή θα πρέπει να κάνει απογραφή των αντικειμένων που βρίσκονται στο Μουσείο.
«Είμαι εδώ κάθε μέρα. Δεν μπορώ να κλείσω το Μουσείο, έχω χρεωθεί όλα τα έργα και τα άλλα αντικείμενα που βρίσκονται εδώ· είναι ευθύνη δική μου», λέει η φύλακας. «Όταν χτυπάει ο συναγερμός, εγώ έρχομαι, όχι η Αστυνομία.»