Τα μεγάλα κόλπα

01/07/2012 - 05:56
Έδωκε μια, σκορπίσανε ούλα, γιόμισε το πάτωμα, γίνηκε πολλή φασαρία, στερνά γέλια χορός τραγούδια ηχήσανε, και στο λουστραρισμένο παρκέ να κατρακυλάνε μαργαριτάρια, μπίλιες ολόχρυσες και διαμάντια.
Έδωκε μια, σκορπίσανε ούλα, γιόμισε το πάτωμα, γίνηκε πολλή φασαρία, στερνά γέλια χορός τραγούδια ηχήσανε, και στο λουστραρισμένο παρκέ να κατρακυλάνε μαργαριτάρια, μπίλιες ολόχρυσες και διαμάντια.
- Μαζώξτε κόσμε! Η σοδειά μεγάλη!, είπε ο Φάνης.
Σκύψανε με χάρη δυο λυγιστές υπάρξεις, ίσα να φανούνε καμπύλες κι απόκρυφα μονοπάτια, πήρανε του γούστου τους τα πιο χοντρά κομμάτια, σηκωθήκανε με νάζι, τα ρίξανε ομπρός τους, στου στέρνου μέσα τη χαράδρα.
Τρέξανε και δυο - τρεις καλοθρεμμένοι, καλοταϊσμένοι, μεσόστρατοι της ζωής, λυγίσανε μέση και γόνατα, μαθημένοι δα σε τούτη τη κίνηση, πήρανε κάμποσα κι αυτοί, μπουχτισμένοι από τέτοια αφήκανε τα ψίχουλα σκορπισμένα, και τα βάνανε δίπλα στα αχαμνά τους. Οι κοιλαράδες.
Στηθήκανε ούλοι κολλητά, γελάσανε, ανοίξανε μια ακόμα πανάκριβη σαμπάνια, πετάχτηκε όλο φουσκάλες το οινόπνεμα να παραβγεί των μυαλών τους το ξέφρενο αχαλίνωτο παράλυμα, κι ως έτρεχε το αφρισμένο ποτό στα γυαλιστερά σανίδια, έμπηξε φωνή ο Φάνης· ο αφέντης.
- Τρέξε Λενιώ! Να σφουγγαρίσεις!
Φάνηκε κακοντυμένη η μωρομάνα, που ολημερίς σκουπίζει και σφουγγαρίζει ξένα σπίτια και σκάλες να ζήσει τα δυο της ορφανά, με ένα βρεμένο πανί και το κουβαδάκι στο χέρι. Προτού να σκύψει, μια και δυσκολεύεται σε τούτη δα τη κίνηση, είδε κάτω τα λιγοστά μα πανάκριβα ψίχουλα του θησαυρού που είχανε απομείνει, αστράψανε τα μάτια της, τα ξανακοίταξε θαμπωμένη, γύρισε μετά απορημένη προς τους άλλους, είδε τις καλοντυμένες κυράδες ξεκούμπωτες κι αχαλίνωτες να φαντάζουν πάνω στη μπογιαντισμένη μυριστή σάρκα στον κόρφο τους τα διαμάντια, χαρούμενες να πίνουν να τρώνε και να την περγελούνε, φαντάστηκε πόσο τάχα δουλέψανε να αποχτήσουν ούλα τούτα, μπορεί και καθόλου, μοναχά με νου και της ψυχής τις ανομίες ήτανε αποκτημένα, ζάλη της ήρθε και ντροπή, μα έπεσε απελπισμένη στα τέσσερα να καθαρίσει.
Ως σφουγγάριζε σαμπάνιες και δάκρυα, ξεπλέξανε τα μαλλιά της, χυθήκανε στο πάτωμα κι αγγίξανε του θησαυρού τα απομεινάρια. Έκανε να τραβηχτεί μη τη μολύνουν, μα, τούτο, στάθηκε αδύνατο. Ένα λουστρίνι με το ανοικονόμητο στρουμπουλό σώμα του αφεντικού τα πάταγε. Έστριψε φοβισμένο το βλέμμα προς τα πάνω, αυτός θριαμβευτικά γελούσε.
- Φύγε βρόμα! Έγρουξε.
Έκανε να σηκωθεί η γυναίκα, ο πόνος την κράτησε χμαλωτισμένη, και περίλυπα, σαν το σκύλο που ο αφέντης του τον δέρνει, κοίταξε αψηλά τα σκληρά του μάτια.
- Δεν αντέχω! Πονώ κύριε!
- Ίσως τώρα να μην πονείς, της είπε σαρκαστικά, και της έδωκε μια κλοτσιά, να βρεθεί μπρούμυτα στο πάτωμα με τα μισά μαλλιά κολλημένα πάνω στο λουστρίνι.
- Να μάθεις άλλη φορά να κλέβεις!
- Μα δεν έκλεψα κύριε!
- Προσπάθησες!
Την άλλη μέρα, η άμοιρη Λενιώ, πιο φτωχιά μα πιο περήφανη, λαβωμένη από του Φάνη τα αιμοσταγή νύχια, στους παγωμένους δρόμους, έψαχνε για δουλειά.
Και τα ορφανά παιδάκια της, άδικα πασκίζανε με τα χνώτα τους, να ζεσταθούν και να χορτάσουν.
Βρήκε άλλη δουλειά η Λενιώ σε ζεστό και τίμιο μυρωμένο σπίτι. Φτωχικά, αλλά ζήσανε.
Πέρασε καιρός κι έπεσε πείνα σε τούτο το τόπο.
Μαθεύτηκε πως ο Φάνης και το ασκέρι κείνης της βραδιάς είχανε φάει τα λεφτά και διαμάντια από του Κράτους τα αποθέματα. Χωρίς ούτε μια μπουκιά στη Λενιώ. Στην κάθε Λενιώ.
Και στης κρίσης την αναμπουμπούλα, λιμός για να μην πέσει, μαζωχτήκανε πάλι στο ίδιο το σαλόνι με το γυαλιστερό παρκέ κι ίχνη απ’ τα μαλλιά της Λενιώς απάνω να θυμίζουν τη θηριωδία του ανθρώπου, και μιλήσανε ώρα πολύ. Για τα οικονομικά, είπανε, που δεν πηγαίνανε καλά και πως έπρεπε να σφίξουν το ζωνάρι οι παρακατιανοί, και πως λέει αν πήγανε όλα χάλια, είναι γιατί η Λενιώ έκλεβε τα διαμάντια και τα μαργαριτάρια.
Και θέλανε να τη βάνουνε φυλακή· μαζί και τα ορφανά. Γιατί αυτή βούλιαξε στα χρέη την πατρίδα τους.
Είπανε, ο Φάνης κι η παρέα του.
Οι Θεόσταλτοι σωτήρες!

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey