Σε συνέχεια όσων υποστηρίχθηκαν για τα Τ.Σ.Π.Ε., ως πλέον θεσμοθετημένα όργανα πρόληψης της παραβατικότητας και της βίας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση πρέπει να συμβάλλουν επίσης στα ακόλουθα.
Σε συνέχεια όσων υποστηρίχθηκαν για τα Τ.Σ.Π.Ε., ως πλέον θεσμοθετημένα όργανα πρόληψης της παραβατικότητας και της βίας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση πρέπει να συμβάλλουν επίσης στα ακόλουθα:
3. Ο συντονισμός της πρόληψης της εγκληματικότητας
Η τοπική και περιφερειακής αυτοδιοίκηση είναι σε θέση να φέρει σε επαφή διάφορους παράγοντες της κοινωνικής και τοπικής ζωής, με στόχο την καλύτερη δυνατή γνώση και τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην αντιμετώπιση του εγκλήματος.
Αυτό μπορεί να γίνει με τους εξής τρόπους:
- Καταγραφή της εγκληματικότητας/παραβατικότητας και των ιδιαιτεροτήτων κάθε περιοχής.
- Να αναδείξουμε και να προειδοποιήσουμε για τις συχνές μορφές εγκλήματος, ώστε να εξασφαλιστεί κάποιος βαθμός συντονισμού (και αποφυγής της επανάληψης) μεταξύ των διαφόρων τοπικών φορέων και την Αστυνομία.
- Ιδιαίτερο ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν τα τοπικά συμβούλια Πρόληψης της Εγκληματικότητας, τα οποία οφείλουμε να τα κινητοποιήσουμε και να συντονίσουμε τη δράση τους και τη λειτουργία τους.
- Να υιοθετήσουμε και να αναδείξουμε βέλτιστες πρακτικές που έχουν εφαρμόσει άλλες πόλεις στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, ώστε να τις γνωρίσουν όλοι οι πολίτες και όλοι οι εμπλεκόμενοι. Μάλιστα, μπορεί η τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση να συμμετέχει σε ευρωπαϊκά προγράμματα ανταλλαγής τεχνογνωσίας και ορθών πρακτικών για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας.
4. Παροχή πληροφόρησης και ενημέρωσης στους πολίτες
Εξασφάλιση επαρκούς επιπέδου πληροφόρησης των πολιτών μέσα από τις παρακάτω δράσεις:
- Κατάλογος με πλήρη στοιχεία των υπηρεσιών και φορέων στους οποίους μπορεί να απευθύνεται ο πολίτης σε περίπτωση εγκληματικής πράξης.
- Διανομή φυλλαδίων στα αστυνομικά τμήματα, σχολεία, κλινικές, νοσοκομεία και εκκλησίες, συλλόγους γονέων, επαγγελματικές ενώσεις, που αποσκοπούν στην πρόληψη της εγκληματικότητας και περιγράφουν τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται από τις Αρχές και τα θύματα.
Πρωταρχικό χρέος όλων μας, κι όχι αποκλειστικά των κοινωνικών επιστημόνων, είναι να δώσουμε τα χέρια, να συνεργαστούμε ουσιαστικά, μακριά από λογικές αποκλεισμού, έξω από στρατόπεδα και απαλλαγμένοι από τα φαντάσματα άλλων εποχών.
Η μελέτη όλων των μορφών εγκληματικότητας, στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών, απαιτούν την αρμονική συνεργασία της Πολιτείας με την Επιστήμη. Χρέος της Πολιτείας είναι να σχεδιάζει και να αποφασίζει. Χρέος της Επιστήμης είναι να παρέχει τα απαραίτητα και έγκυρα στοιχεία με βάση τα οποία θα ληφθούν τα καταλληλότερα μέτρα αντιεγκληματικής πολιτικής και θα κατανεμηθούν ορθολογικά το έμψυχο δυναμικό και τα μέσα που διαθέτει η δημόσια τάξη ενός κράτους.
Άλλωστε, μια καλοσχεδιασμένη πολιτική πρόληψης, όχι μόνο σε κεντρικό αλλά και σε τοπικό ή και περιφερειακό επίπεδο, είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του εγκλήματος. Βέβαια, τονίζουμε ότι για την επιτυχία μιας τέτοιας πολιτικής, ουσιαστικής σημασίας θεωρείται η ειλικρινής συνεργασία και συμμετοχή όλων των παραγόντων της κοινωνικής μας ζωής. Γιατί στην προσπάθεια πρόληψης και καταπολέμησης του εγκλήματος οι Έλληνες πολίτες δε θα πρέπει να παραμείνουν απλοί θεατές της προσπάθειας. Πρέπει να συμμετέχουν ενεργά και να αποτελούν τον κύριο μοχλό για την προώθηση μιας νέας κοινωνίας, της κοινωνίας των πολιτών, με την επανατοποθέτηση της έννοιας «άνθρωπος» στο επίκεντρο κάθε δημιουργικής προσπάθειας και ιδιαίτερα στο πεδίο της πρόληψης του εγκλήματος.
* Ο δρ. Αναστάσιος Γ. Ρούσσης είναι κοινωνιολόγος - εγκληματολόγος, Μ.Α., Μ.Α., διδάκτορας Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, Π.Ε. Κοινωνιολόγων Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.