Χρόνια είχαμε παράπονο με τη βουκαμβίλια που φυτέψαμε, δίπλα απ’ την εξώθυρα του σπιτιού μας. Δυο βέργες με αγκάθια ψηλώνανε αναποφάσιστα. Μήτε, φύλλα πολλά βγάζανε, μηδέ λουλούδια. Υπομονή κάναμε. Πού θα πάει, λέγαμε, θα το πάρει απόφαση.
Χρόνια είχαμε παράπονο με τη βουκαμβίλια που φυτέψαμε, δίπλα απ’ την εξώθυρα του σπιτιού μας. Δυο βέργες με αγκάθια ψηλώνανε αναποφάσιστα. Μήτε, φύλλα πολλά βγάζανε, μηδέ λουλούδια. Υπομονή κάναμε. Πού θα πάει, λέγαμε, θα το πάρει απόφαση. Θα γίνει κι αυτή ένα φυτό όμορφο, κάποια φορά. Τόσες, και τόσες βουκαμβίλιες θέριευαν σ’ άλλα σπίτια. Άλλες με φούξια λουλούδια, άλλες με κόκκινα, μωβ, βυσσινιά, λευκά…
Στο «αναποφάσιστα», όμως, ήρθε να προστεθεί και το «άτυχα». Με το που μπήκε ο χειμώνας, το τσουχτερό κρύο έκαψε το φυτό. Μείνανε, πια, μόνο δυο πάσσαλοι μ’ αγκάθια. Μόνο για στολίδι του σπιτιού δεν κάνανε. Ωστόσο, λυπηθήκαμε να τα ξεριζώσουμε. Είπαμε, και πάλι, ας κάνουμε υπομονή. Έχει ο καιρός γυρίσματα.
Πράγματι, ήρθε η άνοιξη με την Πασχαλιά. Τόλμησε αυτήν τη φορά το φυτό να ρίξει μπόι. Έβγαλε φύλλωμα και γέμισε ρουμπινιά λουλούδια. Τα πιο όμορφα της γειτονιάς! Με το φως της μέρας μεγάλωνε η αξία του χρώματός τους. Αφήνανε τον ήλιο να ποτίσει τον αγέρα με την ανταύγειά τους. Μια διάθλαση χαράς, παρηγοριά στο δύσκολο της σύγχρονης εποχής. Μια ανάσα. Μια παύση στο γρήγορο και την ανυπομονησία.
Η βουκαμβίλια θέριεψε. Ξαπλώθηκε στο μπαλκόνι. Άγγιξε τα παραθύρια του πάνω ορόφου. Άλλαξε το σπίτι εξωτερικά. Έδωσε άλλη αισθητική στο δρόμο. Άλλαξε και τη διάθεση των περαστικών. Κοντοστέκονται γοητευμένοι. Για λίγα λεπτά την καμαρώνουν και κάποιοι τη βγάζουνε και φωτογραφία. Το ρουμπινί των λουλουδιών της ξεπερνάει σε αξία όλα τα σμαράγδια και τα ζαφείρια.
Φουντώνει το φυτό μας. Φουντώνει και η αγάπη μας για την ομορφιά του. Χίλιες δόξες για την υπομονή που μας έδωσε ο Πλάστης την κρίσιμη στιγμή. Χίλιες φορές το αρνηθήκαμε, κι άλλες τόσες δε μείναμε στα αγκάθια του. Έχει ο θεός είπαμε, και, δώσαμε την ευκαιρία και μια, και δυο, και χίλιες δυο φορές ακόμα.
Περνάει, όμως, ο καιρός και το αεράκι έρχεται με φούρια. Φυσά βοριάς. Φυσά νοτιάς. Έρχεται μπόρα. Τα άνθια σκορπάνε με θρόισμα. Πέφτουνε πέρα - δώθε. Γεμίζει ρουμπινιά δάκρυα ο δρόμος, και ο κόσμος όλος. Με τη σκούπα μαζεύω τα πολλά και πονώ. Πού να τα πάω; Πώς να τ’ αποχωριστώ; Όμως, γνωρίζω την πεπατημένη. Ξέρω καλά, πως, ό,τι αρχίζει εδώ πάνω έχει το συμβατό του χρόνου. Αυτό που μένει είναι η θύμηση. Η ασύμβατη επιβολή της ομορφιάς πάνω στα άγρια αγκάθια.
Εδώ είμαστε, και, περιμένουμε με υπομονή την ερχόμενη άνοιξη. Να αναρριχηθεί το φυτό και πάλι. Να δώσει χρώμα και χάρη στα μάτια όσων μπορούν να δουν καθαρά τη ρουμπινιά ομορφιά του! Να δούμε τη ζωή ν’ ανθίζει ξανά.