Τα κλεφτρόνια

01/07/2012 - 05:56
Πήγαινα με τη γυναίκα μου, εδώ στη γειτονιά σου, στο σούπερ μάρκετ.
Απορήσαμε, όμως, όταν είδαμε τον Κωστή στο πλατύσκαλο να ωρύεται, και να σπρώχνει ένα μελαψό άντρα, 35άρη, και να του λέει να μην ξαναπατήσει στο μαγαζί.
Πήγαινα με τη γυναίκα μου, εδώ στη γειτονιά σου, στο σούπερ μάρκετ.
Απορήσαμε, όμως, όταν είδαμε τον Κωστή στο πλατύσκαλο να ωρύεται, και να σπρώχνει ένα μελαψό άντρα, 35άρη, και να του λέει να μην ξαναπατήσει στο μαγαζί.
Μ’ έπιασε το τέτοιο μου, συμπόνεσα το φουκαρά, ρακένδυτος ήταν, μου φάνηκε μετανάστης, λέω καλό παιδί πρέπει να είναι και ήρθε από Ουγκάντα να μας διδάξει πολιτισμό, πήρα φόρα κι άρχισα να τα βάζω με τον Κωστή.
- Είσαι βάρβαρος. Του φέρεσαι σα να είναι ζώο.
- Μακάρι να ήτανε ζώο! Τον κλέφτη!
- Δε βαριέσαι! Φουκαράς είναι, του είπα.
Και τότε εξερράγη ο Κωστής
- Το βρομιάρη! Κάθε τρεις και δέκα έρχεται, γεμίζει τις τσέπες του και φεύγει. Σήμερα το πρωί τού δώσαμε ψωμί και του χαρίσαμε κάτι κονσέρβες που είχε βουτήξει, μα αυτός, ξανάρθε. Και ξέρεις τι πήρε τώρα;
Προτού ρωτήσω, φώναξε οργισμένος.
- Μπουκαλάκια με ουίσκι, βότκα, κι άλλα ποτά. Και δεν είναι η πρώτη φορά! Άα τον αλήτη! Την άλλη φορά θα τον δείρω!
- Γιατί δε φωνάζεις την Αστυνομία;
- Α, καλά!!
Κι έκανε μια, απογοήτευσης κίνηση με το κεφάλι του.
Γιατί τα λέω; Επειδή περνούσα το 1985 από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Νέας Υόρκης και είδα ένα σοβαροφανή κύριο, 50άρη, σε ένα περίπτερο-χρυσωρυχείο, που ήταν μόλις μπαίναμε, χάζευε ώρα πολύ τα αναρίθμητα περιοδικά που ήταν απλωμένα ολόγυρα, τα ξεφύλλιζε, έπιανε το ένα, άφηνε το άλλο, κι όλο κοιτούσε τριγύρω. Στο τέλος, παίρνει ήρεμα ένα περιοδικό, πλησιάζει τον περιπτερά, ίσια να φαίνεται στο παράθυρό του, πλήρωσε, και καθώς γύρισε, άλλαξε απότομα, άρπαξε άλλο ένα περιοδικό, ή βιβλίο δε θυμάμαι, κι έκανε να φύγει αδιάφορος. Δεν είχε προσέξει όμως το ντερέκι που ανάμεσα τους περαστικούς, παρακολουθούσε, κι άξαφνα τον βούτηξε από τον ώμο, και του είπε:
- Πάρε το, αλλά αντί πέντε δολλάρια που κοστίζει, θα μου δώσεις 15. Αλλιώς φωνάζω την Αστυνομία.
Φυσικά, τα πλέρωσε.
Το 1993, πάλι, στη Φλόριδα, σαν πήγα 11 το βράδυ απέναντι από το σπίτι που έμενα στο μπακαλικάκι, να πάρω μια σόδα, είδα φως μέσα και την τηλεόραση να παίζει. Κάνω να ανοίξω, κλειδωμένα. Προσπάθησα δεύτερη φορά, τίποτα. Οπότε, κάνω μεταβολή να φύγω.
Αμ δε... Ένας προβολέας με στράβωσε κι ένα αγροτικό αυτοκίνητο φάνηκε άξαφνα μπροστά μου. Κοκκάλωσα. Κόντεψε κι άλλο και μου λέει ένας από τους δυο που ήταν μέσα.
- Αστυνομία. Τι γυρεύεις εδώ τέτοια ώρα;
Τους εξήγησα έντρομος, δε με πιστέψανε και μόνο όταν έφτασα στο σπίτι μου, ξεκλείδωσα, κι ετοιμάστηκα να μπω μέσα, με καληνύχτισαν ευγενικά και σε λίγο, φύγανε.
Και, πού είσαι; Κωστή; Όταν κάποιος κλέψει από ένα μαγαζί το ελάχιστο και τον συλλάβουν, την πρώτη φορά δεν πάει φυλακή, αλλά θα δει τη φάτσα του την επόμενη στις τοπικές εφημερίδες, με ανάλογη λεζάντα. Γι’ αυτό και δεν το ξανακάνει.
Εμείς εδώ, δε φτάνει που έχουμε μια Αστυνομία άστα να πάνε, δε φτάνει που οι νόμοι είναι για τους νομοθέτες και για κανέναν γκαβό σαν και λόγου μου, δε φτάνει που έχουμε τους υφ’ ημών σταυρωθέντας με τη γομολάστιχα στο χέρι και το κάλεσμα για μελλοντική επανεκλογή τους στο τσεπάκι, κι άλλα τέτοια τερπνά, αλλά έχουμε και τον Κωστή που λυπάται τα καημένα τα κλεφτρόνια, χωρίς να λυπάται εσένα το νομοταγή φορολογούμενο πολίτη.
Τώρα, πες μου εσύ. Ποιος φταίει;
Ίσως όχι μόνο το κλεφτρόνι.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey