Ντάλα μεσημέρι, Αποκριά κι η τελευταία, θωρώ κοπέλια και κοπελιές αναψοκοκκινισμένα με της νιότης το σεβντά και της ανεμελιάς το μεθύσι να ξεχύνονται σε δρόμους και παραδρόμια, πλατείες και μεϊντάνια, να αλυχτούν χαρούμενα, ανυπόμονα, να βρούνε αυτό που λαχταρούν, αυτό που τους λείπει, αυτό που μας λείπει.
Ντάλα μεσημέρι, Αποκριά κι η τελευταία, θωρώ κοπέλια και κοπελιές αναψοκοκκινισμένα με της νιότης το σεβντά και της ανεμελιάς το μεθύσι να ξεχύνονται σε δρόμους και παραδρόμια, πλατείες και μεϊντάνια, να αλυχτούν χαρούμενα, ανυπόμονα, να βρούνε αυτό που λαχταρούν, αυτό που τους λείπει, αυτό που μας λείπει.
Ξενοιασιά, λευτερία.
Και νάσου ξεκρίνω απ’ του παναθυριού μου τη γωνιά, ξανά τους δυο θιάσους.
Τούτο το γνήσιο, το μικρό, το μασκοφορεμένο, με χίλια μηνύματα αγάπης αλήθειας κι αγανάχτησης ποτισμένο.
Για όλους εμάς, τους σταυροφόρους.
Κι αν σκύψω λίγο, χωρίς να μπρουμυτίσω, μου ‘ρχεται δυσοσμία από τον άλλο το θίασο· το μεγάλο· όλο τεμενάδες, πισώπλατα μαχαιρώματα, φθονερά χαμόγελα και κροκόδειλου τα δάκρυα, από όλους εμάς, που συμμετέχουμε στο «μεγάλο θίασο»
μασκαρεμένοι. Χωρίς μάσκες.
Κι είναι να κλαις. Να γελάς.
Να χορεύεις σαν το Ζορμπά.
Για το μίσος και το μένος αυτοκαταστροφής μας.
Για την κόντρα σε ξένο αχυρώνα, ποιος θε να σιγοτρώει.
Περάστε κόσμεε!!
Και διαβάζω τίτλους στο Τύπο:
Είμαι εναντίον πάντων.
Κόντρα σε προεκλογικό κλίμα.
Μασκοφόροι. Ανατρεπτικοί. Κυκλώματα! Σκάνδαλα!
Κανείς δεν μπορεί να επιβάλει σιωπητήριο.
Ανάλυσέ το κι απ’ την ανάποδη.
Κλείσαμε. Οι κορώνες δεν αρκούν.
Είμαστε οι αυριανοί προστάτες. Είμαστε οι σημερινοί αφέντες.
Συναίνεση στη πράξη. Έλλειψη συναίνεσης. Θέλουμε συναίνεση!
Και νάσου πέφτουμε στο μάτι του κυκλώνα. Φθονερά αστροπελέκια σκορπάει. Χωρίς οίκτο, για σένα και για μένα. Μηδέ για τον όποιο πολιτισμό μας. Όλα καταστρέφονται, απλά για να καταστραφούν. Να αφανιστεί σα γίνεται η Ελλαδούλα μας.
Κι είναι στην άλλη μπάντα αργόσυρτη η νιόβγαλτη απ’ των καιρών τα μασκαραλίκια, φαρμακερή έχιδνα η κρίση που σαρώνει άκρη σ’ άκρη την οικουμένη. Και βροντά την πόρτα μας. Μισάνοιχτη τη βρίσκει! Κι εμείς καθεύδουμε του μακαρίου απατηλό τον ύπνο, κι αρκούμαστε να βλέπουμε, να γκρεμίζουμε, να απεργούμε, και να απαιτούμε. Κι οι σωτήρες αναφωνούν ακόμα.
Θέλουμε αλλαγή!
Εσείς φταίτε!
Βρήκαμε χάος.
Βρήκατε ευημερία!
Να γίνουν εκλογές.
Να μη γίνουν.
Λεφτά δεν έχουμε.
Λεφτά έχουμε. Και κρίση έχουμε.
Κοντεύουν να μας τρελάνουν.
Αυτοί μαλώνουν, αυτοί φιλιώνουν, εμείς πληρώνουμε, αυτοί αποφασίζουν.
Για το καλό μας.
Και μου ‘ρχεται στο νου η «εξοικείωση του υποδοχέα». Άμα βρίσκεσαι δηλαδή σε κλειστό χώρο με διάχυτη μυρουδιά· καλή ή κακιά, και τη συνηθίζεις. Συμπτώματα;
Παραπλανεί τις αισθήσεις, «μουδιάζει». Είναι μια απειλή· σα να έχουμε παραισθήσεις. Προκαλεί αδράνεια.
Είναι ανάγκη. Πρέπει να τη νιώθουμε την τσίκνα. Κάτι καίγεται. Να βγούμε όξω. Να θεραπευτούμε. Να φύγουμε!
Κι όλοι φωνάζουν στο κενό· φύγε!
Κι εγώ ο αφελής, μιας ζωής ο οδοιπόρος, αναφωνώ ξανά.
Ποιος, από πού και για πού!!
Έλεος! Σαν το Διογένη ψάχνω άθρωπο με αγάπη για το τόπο μου, και πιο μικρά από του Καραγκιόζη τα χέρια.
Δείξτε μου τον! Μακριά από το «μεγάλο θίασο»!
Θυμάμαι το γύψο, τότε, και τρομάζω.
Απλά τρομάζω. Και τον λέω το φόβο μου.
Για σας· ώ κυνηγοί! Νόμιμοι και παράνομοι.
Φτάνει πια. Κύρτωσα, να έχετε την καμπούρα μου σκακιέρα.