Ο άνθρωπος κραυγάζει. Με μια τεράστια δύναμη που τη στοιχειώνουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, υψώνει υπερφίαλες ουρανομήκεις κραυγές. Κραυγάζει με το πονηρό μυαλό του, τον πλούτο του, την πολιτική του δύναμη, την κοινωνική του ισχύ και προκαλεί, δρέποντας πλούσιους καρπούς διαφθοράς.
ΨΥΧΟΤΟΜΕΣ
Ο άνθρωπος κραυγάζει. Με μια τεράστια δύναμη που τη στοιχειώνουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, υψώνει υπερφίαλες ουρανομήκεις κραυγές.
Κραυγάζει με το πονηρό μυαλό του, τον πλούτο του, την πολιτική του δύναμη, την κοινωνική του ισχύ και προκαλεί, δρέποντας πλούσιους καρπούς διαφθοράς.
Προκαλεί με έξυπνους λόγους, με επικοινωνιακά τρικ, με την έντεχνη χρήση των δημοσίων σχέσεων, σπουδαγμένος, καλοντυμένος, ευτραφής, ψευδαισθησιακά ασφαλής μέσα στη σαπουνόφουσκα της προσωπικής ευημερίας και άνεσης.
Και φωνασκεί εκ του ασφαλούς μέσα από τα γυάλινα αποβλακευτήρια της τηλεόρασης, μέσα από τις τομώδεις εκδόσεις εφημερίδων και την ηλεκτρική πανδαισία της κατασκευασμένης συνθετότητας.
Κραυγάζει «δείτε με» μέσα από πανάκριβα αυτοκίνητα, σκάφη-φρεγάτες, κανονικά παλάτια.
Βαθιά μέσα στην ύπαρξή του, το σύμπλεγμα κατωτερότητας κινεί τα νήματα αυτού του αγώνα, μεγεθύνει τη φωνή της επίδειξης, γυαλίζει τη γούνα που φορά για να κρύψει τη γύμνια του. «Ξεπέρασε τους» είναι η εντολή και το φοβισμένο έρμαιο της φύσης, των σεισμών, των επιδημιών, της τύχης, ένα «ανθρωπάκι», είναι ο εντολοδόχος.
Φόβος, ανασφάλεια, ανοησία και αυταπάτη ανοίγουν το αδηφάγο στόμα αυτών που κραυγάζουν. Και ταυτόχρονα, στην ίδια τερατώδη χασμωδία των ατόμων, κραυγάζουν και τα φασιστικά κράτη των παρανοϊκών ηγετών, επιδεικνύοντας όπλα φονιάδες και ηλεκτρονικά θαύματα, χρηματιστηριακούς δείκτες και παρελάσεις ανεγκέφαλων συνέδρων, συμβούλων, υπουργών και παρατρεχάμενων στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.
Παράμερα οι ψίθυροι.
Φωνές τρυφερές, που μόλις ακούγονται, απλώνουν ένα δίχτυ αξιών για κείνους που αδύναμοι στη σκηνή με τις ιδέες της αλήθειας, ζουν το μεγαλείο του δράματος, της απλότητας και της αυθεντικής χαράς. Κίνητρό τους, η αγάπη και η πανανθρώπινη συνείδηση του χρέους, της ευθύνης, της συλλογικής κοινωνικότητας και συντροφικότητας.
Είναι οι ψίθυροι των ποιητών, των φιλάνθρωπων, των ταγμένων σ’ έναν ανθρωπιστικό σκοπό άγνωστων ανθρώπων, των σιωπηλών ερευνητών-επιστημόνων, των απλών καλών ανθρώπων.
Ζουν και κινούνται μέσα στην κοινωνία, με τα μάτια στραμμένα στο μέλλον, στην ευθύνη για τις νέες γενιές, στην τοποθέτηση ενός μικρού λιθαριού, που θεμελιώνει την πυραμίδα της ζωής.
Εργάτες σιωπηλοί, σε βάρδιες νυχτερινές με ακούσματα του Καζαντζίδη, του Θεοδωράκη, του Τσιτσάνη, με πλατιά αντίληψη και ζεστή αγκαλιά.
Φτωχοί και ασήμαντοι περαστικοί, στο ταπεινό στενό της ζωής τους που ακόμα μοσχοβολά το γιασεμί κι ο έρωτας είναι αληθινός.
Ψιθυρίζουν και περπατούν αγόγγυστα, κακοντυμένοι, αφανείς, με μοναδικό τους όπλο την αθωότητα, την κατανόηση, τη συμπόνια στο βλέμμα και τη συμμετοχή στην πραγμάτωση του σκοπού τους, που είναι ν’ αφήσουν πίσω έντιμα παιδιά και μια παρακαταθήκη για το μέλλον, ένα ίδρυμα, ίσως ένα σύλλογο για τους ταλαίπωρους.
Βαθιά στην ύπαρξή τους η σιγουριά, η αυτοεκτίμηση, η επίγνωση της ματαιότητας της προσωρινότητας του ατομικού ευδαιμονισμού.
Δε φτιάχνουν τσέπες στα σάβανά τους, ούτε οικογενειακούς τάφους.
Σφραγίζουν τη ζωή με την τιμιότητά τους, την αγάπη για κάθε μορφή ζωής, την ωριμότητα και τη σοφία της καλοσύνης.
Κι οι ψίθυροί τους απαλύνουν τη σκληρότητα των κραυγών και φέρνουν χρώματα αυγής στον ορίζοντα του δικού τους δειλινού.