Μια όμορφη πέτρινη σκάλα με καμμιά δεκαριά σκαλοπάτια και μαονένιες κουπαστές στα πλάγια, έβγαζε εκεί, αψηλά, σε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα, κι απάνω, κρεμασμένη μια μπρούτζινη λαμπερή χουφτίτσα, που περίμενε ανυπόμονα το μουσαφίρη να τη βγάλει από την απραξία της.
Χαμένες εικόνες
Μια όμορφη πέτρινη σκάλα με καμμιά δεκαριά σκαλοπάτια και μαονένιες κουπαστές στα πλάγια, έβγαζε εκεί, αψηλά, σε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα, κι απάνω, κρεμασμένη μια μπρούτζινη λαμπερή χουφτίτσα, που περίμενε ανυπόμονα το μουσαφίρη να τη βγάλει από την απραξία της. Είχε και δυο γυαλιστερές, χρυσαφένιες, θαρρείς, χειρολαβές, που φάνταζαν το πιο ακριβό πράγμα για ένα κοντούλι, φοβισμένο χωριατάκι που είχε σηκώσει το κεφαλάκι του και τις θωρούσε με ολάνοιχτα από το θαυμασμό μάτια.
Κάθε που έβγαινε απ’ το φτωχικό τους στην απεναντινή όχτη του δρόμου, πέτρωναν τα βήματά του, κι η ματιά του ξετρύπωνε πίσω από τα χοντρά του γυαλάκια για να καρφωθεί στις χρυσαφένιες χειρολαβές, πιο πάνω, στα μικρά παράθυρα της ακριβής ξυλόπορτας με τα κεντημένα κουρτινάκια και το μαύρο σιδερένιο μαίανδρο απ’ έξω. Δίπλα στο ξεδοντιασμένο πρωτομαγιάτικο στεφάνι.
Κι απάντεχε, πότε θ’ ανοίξει το ένα, το δεξί πάντα παραθυράκι, κι αχνόφεγγο να δει το πρόσωπό της, για μια στιγμή μόνο, προτού χαθεί πάλι πίσω απ’ το κουρτινάκι με το ολοτρύπητο παγώνι απάνω. Σφαλνούσε κι ο Γιωργάκης, το χωριατάκι, την πόρτα της λαχτάρας του και περίμενε με αγωνία την κατοπινή κίνηση. Να τρίξει η βαριά ξύλινη πόρτα, μαζί κι η καρδιά του, και ν’ αντικρύσει την αρχόντισσα. Κι ολομεμιάς, σαν αστραπή, κυνηγημένο ελαφάκι, λες και κακή πράξη έκαμε, έπαιρνε δρόμο, κατρακυλούσε στο καλντερίμι δίπλα στο μεγάλο πλάτανο, κι ευτύς, στο Σκολειό του.
Να βρεθεί στην πρώτη σειρά για την πρωινή προσευχή προτού να μπουν στην τάξη. Ήτανε φορές που ο διευθυντής τον καλούσε να πει το Πάτερ Ημών κι έτρεμε, μα το’ λεγε συλλαβιστά μην μπερδέψει τ’ αγιασμένα λόγια με την αρχοντικιά σκάλα, κι αμέσως, βολίδα, στο θρανίο του, να πασκίζει, παραδίπλα το Θουκυδίδη και την αριθμητική να ζωγραφίζει στις εκθέσεις του τούτη την αγγελόπλαστη γυναίκα π’ αντίκριζε στη μισάνοιχτη πόρτα.
Ένας χρόνος θα ‘τανε που είχε έρθει στην πρωτεύουσα με τα τρία αδέρφια και τη χήρα μάνα του. Άβγαλτο και ντροπαλό ήτανε, μα πολύ διαβαστάρικο, από φόβο, μη και δει τη μαμά του με πυρωμένα μάτια να τον μαλώνει. Και τα κατάφερε, γίνηκε ο πιο καλός μαθητής κι ας νόμιζε πως ήταν ο τελευταίος.
Και, Κυριακή απόψε, με τα σιδερωμένα ρουχαλάκια, κοιτούσε πάλι προς την πέτρινη σκάλα που πρόβερνε η πανσέληνος, όταν άκουσε πίσω, πονετικιά μα αυστηρή, τη φωνή της μάνας του.
- Είναι η κ. Φερενίκη. Αριστοκράτισσα· να τη σέβεσαι.
Μα συνέχισε αυτός να την κοιτάει ντροπαλά, μέχρι που τον πλημμύρισε ένα γλυκό χαμόγελό της και η βελούδινη φωνή της.
- Καλημέρα, Γιωργάκη...
Δεν άκουσε τίποτα άλλο. Κυνηγημένο, με τσαλακωμένα φτερά, το ανυπόταχτο και καταπιεσμένο αυτό χωριατάκι, κατρακύλησε πάλι στο καλντερίμι· προς τη μεριά όμως της εκκλησιάς. Έπρεπε να κρατήσει το εξαπτέρυγο μπροστά απ’ τον παπά σαν έβγαζε τα Άγια.
Κάθε πρωί, ετούτη η ιεροτελεστία γινότανε. Από θαυμασμό, περιέργεια κι ανία του παιδιού, από στοργή της γυναίκας. Μια παράξενη, όμορφη ισορροπία.
Μέχρι που φύσηξε αγέρας δυνατός, πήρε χήρα κι ορφανά, βρεθήκανε στη μεγάλη πολιτεία, σπουδές, λέει, θα κάνανε, χαθήκανε σκάλες, αρχόντισσες και κουρτινάκια. Αραχνιάσανε. Κι απόμεινε ο Γιωργάκης μετέωρος, χωρίς προσανατολισμό, χωρίς αστέρια. Με μόνες ανάγκες να διαβάζει, να τρώει και ν’ αποπατεί.
Έδωκε μάχες πολλές, ξεδίπλωσαν τα φτερά του, γεύτηκε ως τον πάτο τη ζωή, και χρόνια πολλά μετά, όταν πια έγραφε σε εφημερίδες και περιοδικά, πήρε λαμπερό κι αναπάντεχο ένα μήνυμα.
- … κύριε Καμβυσέλλη, διαβάζοντας τα άρθρα σας στην εφημερίδα, έρχονται στο μυαλό μου οι ιστορίες της μητέρας μου Φερενίκης, για την Κυρία Ευρυδίκη που έμενε στη Μυτιλήνη όταν τα παιδιά της πήγαιναν στο σχολείο. Θα ‘θελα να ξέρω αν είστε γιος της κυρίας Ευρυδίκης και αν θυμάστε την οικογένειά μας. Θα χαρώ πολύ..., Μαριάνθη...
Κι ο Γιωργάκης, το χωριατάκι, παππούς πια, ... δάκρυσα και...
- Σε ευχαριστώ, καλή μου Μαριάνθη, που με ανακάλυψες και με πέταξες σε έναν ωκεανό από νόστο και παιδικά οράματα. Μοσκομυριστά, της απάντησα.