Το «Ε» ταξίδεψε μέχρι το Αμπελικό και συνάντησε το Γιάννη Καρλαγάνη, το μεγαλύτερο εν ζωή από τους παλιούς ρητινοσυλλέκτες του χωριού, που μετράει σήμερα 90 χρόνια ζωής. Μαζί μας θυμάται τη διαδικασία της δουλειάς και τον τρόπο ζωής εκείνης της εποχής και νοσταλγεί εκείνα τα χρόνια, παρά τις δυσκολίες τους.΄
Από τη δεκαετία του ’30 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’60, στις ατέλειωτες πευκόφυτες εκτάσεις της ευρύτερης περιοχής του Πολιχνίτου και του Πλωμαρίου, η ρητινοσυλλογή ήταν μια από τις κυριότερες εργασίες των κατοίκων. Άνδρες και γυναίκες έκαναν με τις αξίνες τους τομές στους κορμούς των πεύκων και μάζευαν την πολύτιμη ρητίνη, για να τη δώσουν στον αγροτικό συνεταιρισμό ή σε μια από τις δύο ιδιωτικές εταιρείες που εκμεταλλεύονταν τα δάση. Το «Ε» ταξίδεψε μέχρι το Αμπελικό και συνάντησε το Γιάννη Καρλαγάνη, το μεγαλύτερο εν ζωή από τους παλιούς ρητινοσυλλέκτες του χωριού, που μετράει σήμερα 90 χρόνια ζωής. Γεννημένος το 1921 ο κυρ-Γιάννης, έζησε τα σημαντικότερα χρόνια της ρητινοσυλλογής, που απέφερε τόσα κέρδη στους κατοίκους. Μαζί μας θυμάται τη διαδικασία της δουλειάς και τον τρόπο ζωής εκείνης της εποχής και νοσταλγεί εκείνα τα χρόνια, παρά τις δυσκολίες τους…
Κυρ-Γιάννη, πότε άρχισες να δουλεύεις στη ρητίνη;
«Ξεκίνησα να δουλεύω στα ρετσίνια όταν ήμουν 15 χρονών, το 1936. Φτωχοί, μάθαμε, τότε δεν υπήρχαν σπίτια στο χωριό. Αρχικά δούλευα με τον αδερφό μου, μετά με τα παιδιά μου. Πρώτα ήμασταν στο Αζόπ, μετά πήγαμε στον Καβουροπόταμο στα Βασιλικά, μετά στον Πολιχνίτο που μείναμε δύο χρόνια, μετά στον Πήγαδο… Το ’40 με ’41 φτάσαμε μέχρι τα Παράκοιλα. Αρκετά άτομα του χωριού μέναμε εκεί, μέσα στο δάσος.»
Εσύ δούλευες για το συνεταιρισμό ή για ιδιώτη;
«Δούλευα για τον Τάσο τον Πάλλη και το Σταματίου, που ήταν σύμπραξη, εταιρεία, όχι στο συνεταιρισμό.»
Και πού μένατε μέσα στο δάσος; Τι τρώγατε;
«Μέναμε στα ξύλινα σπίτια που φτιάχναμε μέσα στο δάσος, όλοι μια κάμαρη. Το φαγητό ήταν καλό, μαγειρεύαμε φασόλια, ό,τι είχαμε. Ψωνίζαμε από το μαγαζί που είχε ο Τάσος, την αποθήκη στη διασταύρωση με Πολιχνίτο. Μέναμε εκεί και κάθε Σάββατο ερχόμασταν με τα πόδια στο χωριό.»
«Έτσι μαζεύαμε τη ρητίνη…»
Θυμάσαι να μας περιγράψεις πώς μαζεύατε τη ρητίνη από τα δέντρα;
«Αρχινούσαμε 1η Απριλίου και τελειώναμε τέλος Σεπτεμβρίου, Οκτώβρη. Είχαμε τα κουβαδάκια και τον πέλεκυ και πελεκούσαμε. Πηγαίναμε από πεύκο σε πεύκο, βάζαμε και πέτρες για να φτάνουμε ψηλά και το χτυπούσαμε με τον πέλεκυ να τρέξει το ρετσίνι. Κάθε 25 μέρες περίπου ξαναπερνούσαμε από τα ίδια δέντρα και μαζεύαμε με το κουτάλι ένα δοχείο από κάθε δέντρο. Όταν γέμιζε το δοχείο που κρατούσαμε, το πηγαίναμε από 50 ως 200 μέτρα στο κασόνι και το αδειάζαμε. Άλλος μάζευε ένα κασόνι τη μέρα, αν δούλευε πολύ μάζευε ακόμα και 100 κιλά.»
Πόσα δέντρα πελεκούσατε τη μέρα;
«Αναλόγως το κουράγιο. Είχε άλλους που πελεκούσαν 500 - 700 δέντρα. Όταν ήταν σκέτο πελέκημα, προλάβαινες παραπάνω. Όταν μάζευες κιόλας το ρετσίνι από το ειδικό δοχείο, σου έπαιρνε περισσότερο.»
Πόσες μέρες κρατούσε το μάζεμα;
«Έξι μέρες κρατούσε. Κάθε εβδομάδα πελεκούσες το δέντρο, από Δευτέρα μέχρι Σάββατο, μετά ξανά από την αρχή και ύστερα μαζεύαμε τα ρετσίνια. Κάθε μήνα κάναμε έτσι πέντε με έξι μαζέματα, ο καθένας ανάλογα με το χωράφι. Το Σεπτέμβριο χτυπούσαμε το δέντρο καλά και το ξύναμε καλά όλο το “πρόσωπο” (σ.σ. έτσι αποκαλούσαν την επιφάνεια του δέντρου που είχαν σκαλίσει) και παίρναμε 10 - 15 κουβάδες ρετσίνι. Αυτό γινόταν. Είχε ανθρώπους που δούλευαν σκληρά.»
Και τη ρητίνη πού την πηγαίνατε μετά;
«Την έπαιρναν οι αγωγιάτες και την πήγαιναν στην αποθήκη. Δύο, τρεις δραχμές το κιλό τα έπαιρναν τα ρετσίνια, κλέβαν κιόλας… Στη διακλάδωση Πολιχνίτου με Αμπελικό ήταν οι δεξαμενές που μάζευαν το ρετσίνι, το κουβαλούσαν οι αγωγιάτες με τα ζώα και μετά το φόρτωναν με τα καΐκια από τη Μυτιλήνη.»
Μακριά από τα σπίτια τους
Βρισκόσαστε, πάντως, και σε περιοχές πολύ μακριά από τα σπίτια σας, όπως τα Παράκοιλα που μας ανέφερες. Τότε πώς ερχόσαστε στο χωριό σας;
«Όσο ήμασταν στα Παράκοιλα, ερχόμασταν στο Αμπελικό μια φορά στους δυο μήνες. Τη διαδρομή την κάναμε με τα πόδια, αφού μια φορά που μπήκαμε σε βάρκα να έρθουμε από τον κόλπο της Καλλονής, κοντέψαμε να πνιγούμε και δεν το ξανακάναμε.»
Και οι γυναίκες σας; Δε σας έλειπαν;
«Ήταν έτσι η δουλειά, όλοι έτσι ζούσαμε, τι να κάναμε; Όταν ήμασταν πιο κοντά όμως, για παράδειγμα στους Λάμπου Μύλους, ερχόμασταν στο χωριό μια φορά την εβδομάδα, κάθε Σάββατο. Καμμιά φορά έρχονταν και οι γυναίκες μας να μας δουν. Όπως και να έχει, άξιζε τον κόπο, γιατί η δουλειά είχε καλά λεφτά.»
Δεν ήταν όμως και πολύ δύσκολη η ζωή έτσι;
«Ήταν δύσκολη η ζωή, κουρασμένη, γιατί ήταν δύσκολη και η δουλειά. Δρόμους δεν είχε, σηκωνόμασταν πριν ακόμη ξημερώσει να πάμε από τα μονοπάτια τρία με τέσσερα χιλιόμετρα να δουλέψουμε και γυρνούσαμε το βράδυ. Φορούσαμε τα παπούτσια τα ρετσινάδικα. Για ένα ζευγάρι παπούτσια έπρεπε να δουλέψουμε μια εβδομάδα - σήμερα με τόση δουλειά παίρνεις πέντε παντελόνια. Τότε, στα χρόνια της πείνας, ακόμη και το κριθάρι το φέρναμε με τα πόδια από τη Μυτιλήνη, από τα Υφαντήρια. Τα χρόνια του πολέμου και μετά, δεν προλάβαινε ο παπάς να θάβει, αφού τα μικρά παιδιά πέθαιναν από την πείνα.»
Και την υπόλοιπη χρονιά πού δουλεύατε;
«Όταν τελειώναμε, πιάναμε τις ελιές ή τα μεταλλεία. Δουλεύαμε 10 μέτρα μέσα στη γη. Την άνοιξη πιάναμε πάλι τα ρετσίνια.»
Εσύ πότε σταμάτησες από τη δουλειά;
«Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος έφυγα το ‘46 τρεισήμισι χρόνια στρατιώτης. Αφήσαμε τότε τα ρετσίνια όπως ήταν, τα εγκαταλείψαμε μέσα στο δάσος. Από τους 12 χωριανούς που ήμασταν στον πόλεμο, μόνο οι πέντε γύρισαν στο χωριό. Διαλυθήκαμε. Όταν γυρίσαμε, πιάσαμε και πάλι τα ρετσίνια, εγώ δούλεψα για λίγα χρόνια, αλλά όταν πια μεγάλωσαν τα παιδιά μου και έφυγαν στην Αυστραλία, σταμάτησα. Όταν τα ρετσίνια, πάντως, πήγαιναν καλά, η ζωή εδώ ήταν κι αυτή καλή.»
Νοσταλγείς εκείνα τα χρόνια;
«Τότε είχε ζωή το χωριό, παρ’ όλο που δεν είχε δρόμους. Είχαμε γλέντια, τραγούδια, χαλούσε ο κόσμος, το Δημοτικό Σχολείο είχε 80 παιδιά, χώρια αγόρια, χώρια κορίτσια, δύο φορές την ημέρα, πρωί - βράδυ. Τώρα, πού να δουλέψει κανείς στο ρετσίνι; Οι νέοι δεν πάνε ούτε στο σχολείο με τα πόδια. Πάνε παίρνουν το πτυχίο του μηχανολόγου και δεν ξέρουν να πιάσουν το κατσαβίδι. Δεν έρχονται πια στο χωριό, δεν μπορούν να ζήσουν εδώ. Πού θα δουλέψουν; Θα κάνουν ένα μεροκάματο το μήνα, δύο, στο τέλος θα κάνουν έγκλημα… Τι τα θες; Εγώ έχω κουράγιο, αλλά δε με κρατούν πια τα πόδια μου…»