Ο πρόεδρος του Κέντρου Αιγαιακών Λαογραφικών και Μουσικολογικών Ερευνών, Θεοφάνης Σουλακέλλης, μιλάει για την παραδοσιακή μουσική της Λέσβου και την ανάγκη ανάδειξής της
Μέσα στο Δεκέμβριο που μας πέρασε, κυκλοφόρησε με την επιμέλειά του και υπό την αιγίδα του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων ένα μουσικό λεύκωμα με μεγάλη σημασία για τη Λέσβο, με τίτλο «Μουσική από το Βορειοανατολικό Αιγαίο». Ο μουσικός Θεοφάνης Σουλακέλλης, σήμερα πρόεδρος και καλλιτεχνικός διευθυντής του Κέντρου Αιγαιακών Λαογραφικών και Μουσικολογικών Ερευνών (ΚΑΛΜΕ), αλλά και καθηγητής Παραδοσιακής Μουσικής στο Μουσικό Σχολείο της Παλλήνης και σε ωδεία της Αθήνας, μας μιλάει για τη σημαντική αυτή κυκλοφορία, αλλά και για την ανάγκη διαφύλαξης της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής, τόσο του ευρύτερου ελληνικού χώρου, όσο και της Λέσβου ειδικότερα.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στη ΒΑΓΓΕΛΙΩ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
Πώς ξεκίνησε η ιδέα για το λεύκωμα «Μουσική από το Βορειοανατολικό Αιγαίο» και η συνεργασία με το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων;
«Υπήρχε ήδη μια συνεργασία του Κέντρου Αιγαιακών Λαογραφικών και Μουσικολογικών Ερευνών με το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων από το 2003, όταν κυκλοφορήσαμε ένα μουσικό λεύκωμα με τίτλο “Πολεμούσαμε και Τραγουδούσαμε”, με αφορμή τον εορτασμό των 90 χρόνων από τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων. Η σειρά “Μουσικοί Χάρτες του Ελληνισμού”, στην οποία εντάσσεται το καινούργιο αυτό λεύκωμα, είχε ξεκινήσει από το Ίδρυμα πολύ παλιότερα, μέσα στη δεκαετία του ‘70, με μία μόνο κυκλοφορία, αυτή της μουσικής των Δωδεκανήσων. Έκτοτε το εγχείρημα διακόπηκε και για το λόγο αυτό τούς προτείναμε να συνεχίσουν τη σειρά. Έτσι έκαναν επανέκδοση στο λεύκωμα για τα Δωδεκάνησα, ενώ μέσα στο 2009 κυκλοφόρησε πρώτα το αντίστοιχο λεύκωμα για την Ήπειρο και μέσα στον περασμένο Δεκέμβριο το δικό μας για το βορειοανατολικό Αιγαίο. Η όλη επιμέλεια του σχεδιασμού και του υλικού και η επιστημονική έρευνα έχουν γίνει από εμένα, για λογαριασμό του ΚΑΛΜΕ, ενώ συνεργάτες υπήρξαν φιλόλογοι και ιστορικοί από κάθε νησί και φυσικά και από τη Λέσβο.»
Τι σημαίνει για εσάς η κυκλοφορία του λευκώματος αυτού;
«Σημαίνει εκπλήρωση ενός ονείρου που είχα, του να κυκλοφορούσε κάποια στιγμή κάτι συνολικό για το βορειοανατολικό Αιγαίο: μια μουσική ταυτότητα, τα μουσικά του ιδιώματα. Είναι πολύ θετικό το ότι τελικά αυτό γίνεται από ένα φορέα όπως το Ίδρυμα της Βουλής, που έχει την προοπτική να προβάλει το υλικό του και να το διαθέσει στην επιστημονική κοινότητα και στον κόσμο. Η έκδοση αυτή έδωσε και σε εμένα την ευκαιρία να διαβάσω ακόμη περισσότερο για τον ελληνικό πολιτισμό, αφού η μελέτη του υλικού ξεκίνησε το 2005. Το πιο συγκινητικό της όλης διαδικασίας είναι η επαφή που έχεις κατά την έρευνα με τους ανθρώπους, μέσα από τα τραγούδια. Ξαναζείς όλο το ταξίδι της καταγραφής και είναι πολύ συγκινητικό όταν το μελετάς και το επαναφέρεις στη μνήμη σου. Τα τραγούδια υπάρχουν, το θέμα είναι να τα γνωρίσει ο κόσμος.»
Πιστεύετε ότι ισχύει αυτό που ο ίδιος αναφέρετε ως «κυτταρική μνήμη»;
«Φυσικά, αλλιώς δε θα μπορούσε το ταξίδι να είναι τόσο επίκαιρο, σημερινό, όπως και φαίνεται πως είναι. Δεν πρόκειται για πολιτιστικό πισωγύρισμα και αυτό αντικατοπτρίζεται στον κόσμο. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι που επιβάλλεται στις προσωπικότητες των κοινωνιών και δεν τις αφήνει να εκδηλωθούν. Η κυτταρική μνήμη είναι αυτή που μαθαίνει στα παιδιά των νησιών να χορεύουν, κάτι που δεν ισχύει για τα στεριανά παιδιά. Ακόμη και το γλωσσικό ιδίωμα, πρέπει να έχουμε το κατάλληλο δεδομένο για να μπορέσουμε να το κωδικοποιήσουμε. Κάποιος που δεν είναι από τη Λέσβο μπορεί να προσπαθεί να το μιμηθεί, αλλά τα πολύ χαρακτηριστικά πολιτισμικά στοιχεία, είναι αυτά που θα επιτρέπουν σε όλους εμάς να λέμε αυτός είναι “ξένος”. Και δεν το εννοώ με τη σημερινή αρνητική έννοια, αλλά με το ότι “δε μετέχει των πολιτισμικών στοιχείων”, όπως σήμαινε στην αρχαιότητα. Η διαφοροποίηση αυτή είναι πολύ συγκλονιστική και όταν μελετάς τέτοιο υλικό πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός και ξεκάθαρος ως προς το ποια στοιχεία θα αναδείξεις. Η επιλογή των τραγουδιών του λευκώματος είχε ως σκοπό και το να αποτυπώσει όλες τις μορφές της μουσικής έκφρασης κάθε περιοχής - νανούρισμα, μοιρολόι, τραγούδι γάμου, τραγούδι εργασίας, ξενιτιάς κ.λπ. - σε διαφορετικές παραλλαγές, όπως τραγουδιέται στα διάφορα νησιά. Πρόκειται για μουσικό υλικό που είναι πολύ χρηστικό, ειδικά για το χώρο της εκπαίδευσης.»
Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στην επόμενη ερώτηση: πόσο διαδεδομένη είναι η παραδοσιακή μουσική σήμερα και ειδικά στα σχολεία;
«Μόνο στα μουσικά σχολεία, που ο Αντώνης Τρίτσης ξεκίνησε το 1981, έχει θεσμοθετηθεί να διδάσκεται η ελληνική παραδοσιακή μουσική. Στα άλλα σχολεία δεν υπάρχει πουθενά και το πρόβλημα είναι γενικότερα πολιτισμικό. Η εκπαίδευση δε φροντίζει τα πολιτισμικά και εκπαιδευτικά στοιχεία της τοπικής κοινωνίας, τα στοιχεία της τοπικότητας. Στοιχεία τοπικής ιστορίας, λαογραφίας κ.λπ. θα πρέπει να προηγούνται. Πρώτα μαθαίνουμε το οικείο μας περιβάλλον και μετά τα υπόλοιπα. Πριν γνωρίσεις το δικό σου μουσικό πολιτισμό, πώς μαθαίνεις να έρχεσαι σε επαφή με μια μουσική γλώσσα του πολύ μακρινού γείτονα; Υπάρχει ανάγκη να τονιστεί πολύ η ιδιαιτερότητα του τόπου. Σε αυτό ήλπιζε και ο Τρίτσης, που ήθελε οι απόφοιτοι των μουσικών σχολείων, εάν όλοι δεν ασχοληθούν με το αυστηρό αντικείμενο της μουσικής, τουλάχιστον να στελεχώσουν την τοπική κοινωνία σε θέματα πολιτισμού.»
Εσείς πού μάθατε βυζαντινή μουσική και σημειογραφία;
«Έφυγα από τη Μυτιλήνη όταν ήμουν Γ΄ γυμνασίου και πήγα σε εκκλησιαστικό λύκειο στο Λουτράκι. Τότε δεν υπήρχαν δάσκαλοι Μουσικής σε σχολεία του νησιού, αλλά ούτε και στο Αναγνωστήριο της Αγιάσου. Όλα αυτά ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του ‘90. Μάλιστα, το ‘88 που διορίστηκα, ήμουν ο πρώτος μουσικός πάνω στο νησί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχοντας σπουδάσει και σε ωδείο τη δυτική μουσική, το ‘83 πήγα στη Σχολή του Σίμωνα Καρρά και αποφάσισα να ασχοληθώ πιο συστηματικά με το αντικείμενο, να μιμηθώ την προσπάθεια του ίδιου για τον ελληνικό πολιτισμό.»
Κάπως έτσι προέκυψε και το Κέντρο Αιγαιακών Λαογραφικών & Μουσικολογικών Ερευνών;
«Το ΚΑΛΜΕ έρχεται με την ανάγκη της εκπαίδευσης, είναι παιδί της. Όταν το ‘88 διορίστηκα ως μουσικός, παρ’ όλο που η οργανική μου θέση ήταν στη Μυτιλήνη, υπηρετούσα στο Μουσικό Σχολείο της Παλλήνης, το πρώτο που άνοιξε στην Ελλάδα. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε στην εκπαίδευση η ελληνική παραδοσιακή μουσική. Όλοι όσοι είχαμε μάθει τη μουσική αυτή από το χώρο της εκκλησίας, ήμασταν ήδη ενήλικες και έπρεπε να μεταφέρουμε το γνωστικό αντικείμενο της μουσικής σε παιδιά 11 χρονών, που ο μορφωτικός τους χώρος δεν ήταν αυτός της εκκλησίας, αλλά της εκπαίδευσης. Δεν υπήρχε κατάλληλο υλικό για τις ηλικίες αυτές και για να γίνουν όσα ξέραμε υλικό για την εκπαίδευση, χρειάζονταν συγκεκριμένα βήματα. Έτσι γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα να συγκεντρώσουμε τραγούδια που δεν είχαν αποτυπωθεί σε συλλογές. Τη μοιράστηκα με κάποιους συναδέλφους και ξεκίνησε η προσπάθεια συλλογής υλικού από τη Λέσβο. Έτσι προέκυψε το ΚΑΛΜΕ, που το 1991 πήρε και νομική μορφή. Μετά από χρόνια και δοκιμή στην πράξη, κυκλοφόρησε και το μουσικό λεύκωμα “Φυντάνι - Φυντανάκι”, με παραδοσιακά τραγούδια για παιδιά, που αποτελούσε υλικό το οποίο είχε δοκιμαστεί χρόνια στην εκπαίδευση.»
Είστε ευχαριστημένος από τη διάσωση της παράδοσης στη Λέσβο;
«Θα ξαναπώ κάτι που ανέφερα και το περασμένο καλοκαίρι στο Πλωμάρι, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων “Μουσική Ταυτότητα της Λέσβου” που είχε διοργανώσει ο Σύλλογος “Το Πόλιον”. Αυτό που πρότεινα ήταν το να σταματήσουν οι πολιτιστικοί φορείς και οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης για τα επόμενα τουλάχιστον πέντε χρόνια να διοργανώνουν εκδηλώσεις και να διαθέσουν τα λεφτά για την κατασκευή σχολείων πολιτισμού. Δυστυχώς είμαστε πολύ πίσω ακόμη σε αυτό, με ενθαρρυντικές εξαιρέσεις το Αναγνωστήριο της Αγιάσου, αλλά και το Σύλλογο Μεσοτοπιτών της Αθήνας. Όπως και για πολλές άλλες περιοχές της χώρας, φαίνεται ότι ισχύει και εδώ η άποψη του Εφταλιώτη, που ουσιαστικά είχε πει ότι μας ενθουσιάζει ό,τι ξένο, ενώ παραμελούμε ό,τι δικό μας. Αυτό που χρειάζεται, είναι εκπαίδευση και πρωτίστως των εκπαιδευτικών, που στη συνέχεια θα ευαισθητοποιήσουν τα παιδιά μέσα από τη σχολική τάξη.»
Ετοιμάζετε κάποια αντίστοιχη δουλειά και για το άμεσο μέλλον;
«Θα έρθω στη Λέσβο μέσα στον επόμενο μήνα, αφού συνεχίζω ακόμη την έρευνα. Αυτό που προσπαθούμε να οργανώσουμε με το ΚΑΛΜΕ είναι να παρουσιαστεί με ένα μουσικό λεύκωμα η μουσική φιλολογία της Λέσβου μέσα από πολύπλευρες δράσεις. Αυτό που δυσκολεύει πάντα είναι η αποφασιστικότητα των ανθρώπων της τοπικής κοινωνίας να υποδεχτούν τέτοιου είδους καινούργιες προσεγγίσεις σε ό,τι αφορά στον πολιτισμό. Το θέμα είναι απλό: “όλα είναι ίδια αν δεν τ’ αγαπάς, όλα μένουν ίδια άμα δεν τα πας”. Δυστυχώς στη Λέσβο ή δεν τον αγαπάμε ή δεν τον “πάμε” τον πολιτισμό μας…»