Ο Ιησούς του τέλους και της αρχής…

01/07/2012 - 05:56
Η «Σταύρωση του Χριστού», αυτοσχεδίαστη, ξεχωριστά θεοφιλική, ζωγραφισμένη από τον αρχαγγελικό Λέσβιο λαϊκο ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ (1873 - 1934), βρίσκεται στη συλλογή του ποιητή Αντρέα Εμπειρίκου (1901 - 1975). Ανυπόγραφη, αχρονολόγητη (0,48 Χ 0,42), σε πανί.
Σταυρωμένος του Θεόφιλου (0,48 Χ 0,42), συλλογή Αντρ. Εμπειρίκου



Σταύρωση και Ανάσταση με το Θεόφιλο Χατζημιχαήλ

Η «Σταύρωση του Χριστού», αυτοσχεδίαστη, ξεχωριστά θεοφιλική, ζωγραφισμένη από τον αρχαγγελικό Λέσβιο λαϊκο ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ (1873 - 1934), βρίσκεται στη συλλογή του ποιητή Αντρέα Εμπειρίκου (1901 - 1975). Ανυπόγραφη, αχρονολόγητη (0,48 Χ 0,42), σε πανί.
Την «Ανάσταση του Χριστού» πάλι, ο αρχαγγελικός Λέσβιος λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1873 - 1934) ιστόρησε με λαδόχρωμα σε ξύλο, που βρήκα και φωτογράφισα πριν πενήντα χρόνια στο παρεκκλήσι Άγιος Δημήτριος, στη Ζωοδόχο Πηγή, στη λεσβιακή Βαρειά. Η ίδια εικόνα από το Θεόφιλο υπήρχε και στην εκκλησία, στη Μακρυνίτσα Πηλίου.



«Ανάσταση Χριστού» Θεόφιλου Χατζημιχαήλ (φωτό Βασ. Πλάτανος)

Στη Θεοφιλική Σταύρωση, ο Σταυρωμένος στο σταυρό σε ανοιχτό γαλάζιο κάμπο-βάθος, μέσα σε διακοσμημένο περίγραμμα-πλαίσιο. Ο Χριστός κρεμασμένος σε φαρδύ καστανόχρωμο σταυρό με περίζωμα-ποδιά στη μέση, κλειστά βλέφαρα, καστανά μαλλιά και γένια, χρυσό φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι. Στο κάθετο δοκάρι του σταυρού, στην κορυφή, επιγραφή με τα μεγαλογράμματα «ΙΝΒΙ» (Ιησούς Ναζωραίος Βασιλιάς Ιουδαίων). Το οριζόντιο δοκάρι, στην πάνω πλευρά, είναι στολισμένο με λουλούδια. Στο Γολγοθά, που ζωγραφίζεται με ανοιχτό καφέ, ωχροκίτρινο-ωχροκάστανο χρώμα, αριστερά μεγάλο ανθοδοχείο με λουλούδια σε διάφορα χρώματα. Δεξιά, τα σύμβολα στο Θείο Πάθος, η σκάλα που κρεμάσανε, σταυρώσανε και καρφώσανε το Χριστό, η λόγχη, μ’ αυτή τον τρυπήσανε στο πλευρό κι έτρεξε αίμα και νερό, και το σφουγγάρι, τον ποτίσανε ξίδι όταν είπε «διψώ». Λίγο πιο δεξιά, πάνω σ’ ερμαϊκή στήλη (αρχαία Ερμαί) στέκεται κόκορας. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος, γράφει σχετικά (σε μετάφρασή μου): «Ο δε Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή· και ήλθε σ’ αυτόν μια δούλα λέγουσα· “και συ ήσουνα με τον Ιησού τον Γαλιλαίο”. ο (Πέτρος) αρνήθηκε μπροστά σ’ όλους λέγοντας· “δεν ξέρω τι λέγεις”. κι όταν βγήκε στον πυλώνα (πύργο), τον είδε άλλη και λέγει προς τους εκεί, “κι αυτός ήτανε με τον Ιησού το Ναζωραίο”. και ξανά αρνήθηκε με όρκο ότι “δεν γνωρίζω τον άνθρωπο”. ύστερα από λίγο ήρθαν οι στεκάμενοι κι είπαν στον Πέτρο· “αληθινά και συ από αυτούς είσαι· διότι η λαλιά σου σε φανερώνει”. τότε άρχισε να βλαστημά και να ορκίζεται ότι δεν γνωρίζει τον άνθρωπο. κι αμέσως φώναξε ο κόκορας. και θυμήθηκε ο Πέτρος το λόγο του Ιησού, που είχε πει σ’ αυτόν ότι “πριν φωνάξει ο κόκορας τρεις φορές θα με απαρνηθείς”· κι αφού βγήκε έξω έκλαψε πικρά» (κστ΄, 69 - 75). Μάρκος (ιδ΄, 66 - 72), Λουκάς (κβ΄, 54 - 62), Ιωάννης (ιη΄, 24). Στη βάση, στην ερμαϊκή στήλη, ανθρώπινο κεφάλι με κλειστά βλέφαρα: (Ερμαί στην αρχαιότητα ήτανε πέτρινα λατρευτικά αγάλματα, από τετράπλευρη στήλη, γενειοφόρο κεφάλι του Ερμή κι ομοίωμα αιδοίου στο μπροστινό μέρος στη στήλη. Τ’ αγάλματα αυτά, εκτός από θρησκευτικούς λόγους, χρησιμοποιήθηκαν για πρακτικούς σκοπούς, τη σταδιομέτρηση των δρόμων και τον χωρισμό των χωραφιών.) Στη βάση του σταυρού η κάρα του Αδάμ και δύο κόκκαλα χιαστί, ένα φίδι σε κύκλο (ίσως αυτό που έδωσε τον απαγορευμένο καρπό στους πρωτόπλαστους). Στις τέσσερις γωνιές στην εικόνα, ισάριθμες γενειοφόρες μορφές (οι ευαγγελιστές ή Εβραίοι). Το πλαίσιο είναι διακοσμημένο με γεωμετρικά σχήματα σε ωχροκάστανο, πράσινο, ανοιχτό κόκκινο και βαθυγάλαζο χρώμα. Στο έργο αυτό ο Θεόφιλος κυριολεκτικά αυτοσχεδίασε με το δικό του ρυθμό και με στοιχεία που πήρε από τα ευαγγέλια.

Πώς ζωγραφιζόταν
Στη «Σταύρωση», ο ιερομόναχος Διονύσιος (1670 - 1746;) από τη Φουρνά Ευρυτανίας, στην «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» (βυζαντινής) την περιγράφει έτσι: «Βουνόν και εν αυτώ ο Χριστός σταυρωμένος, και από το ένα και το άλλο μέρος αυτού δυο λησταί σταυρωμένοι· ο μεν εκ δεξιών στρογγυλογένης, μιξαιπόλιος, λέγων προς τον Χριστόν “Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου”, ο δε εξ ευωνύμων γυρισμένος εις τα οπίσω, νέος, αγένειος, λέγει· “Ει συ ει ο Χριστός σώσον σεαυτόν και ημάς”. Και εις την επάνω άκρη του σταυρού του Χριστού καρφωμένος τίτλος με ταύτα τα γράμματα: ΙΝΒΙ· και κάτωθεν δε εις τα δεξιά μέρη εις στρατιώτης καθήμενος εις άλογον και λογχεύων την δεξιάν πλευράν του Κυρίου, και αίμα και ύδωρ εξέρχεται εξ αυτής· και όπισθεν αυτού η Θεοτόκος λιποθυμισμένη και οι άλλες μυροφόρες πιάνουσαι αυτήν· και πλησίον αυτής ο Θεολόγος Ιωάννης ιστάμενος μετά λύπης και έχων το χέρι του εις το μάγουλόν του, και ο άγιος Λογγίνος ο εκατόνταρχος βλέπων τον Χριστόν· έχων την χείρα του υψωμένην ευλογεί τον Θεόν· εις δε τα αριστερά άλλος πάλιν στρατιώτης καβαλλάρης· βαστών σπόγγον δεμένον εις καλάμι προσάγει αυτόν πλησίον του στόματος του Χριστού· και πλησίον άλλοι στρατιώται και Γραμματείς και Φαρισαίοι και λαός πολύς, άλλοι ομιλούντες αλλήλοις και δεικνύοντες, άλλοι χάσκοντες και βλέποντες αυτόν, άλλοι έχοντες απλωμένα τα χέρια λέγουσιν· “Άλλους έσωσεν, ευατόν ου δύναται σώσαι”. Και οι τρεις στρατιώται καθήμενοι μοιράζουν τα ιμάτιά του· ο εις εις το μέσον αυτών, έχων τους οφθαλμούς κλεισμένους και τα χέρια του απλωμένα εις το ένα και άλλο μέρος εις των άλλων δύο στρατιωτών τα χέρια· κάτωθεν δε του σταυρού μικρόν σπήλαιον και εν αυτώ η κάρα του Αδάμ και άλλα δύο κόκκαλα ραντιζόμενα από το αίμα του Χριστού, οπού εχύνετο από τας πληγάς των ποδών του.» Λουκάς (κγ΄, 33 - 43), Ματθαίος (κζ΄, 33 - 56), Μάρκος (ιε΄, 26 - 40), Ιωάννης (ιθ΄, 18 κε.).
Η «Σταύρωση» τοποθετείται στο τέμπλο, στη δυτική μεριά πάνω από την πύλη με την επιγραφή «Ιησούς Χριστός, ο βασιλεύς της δόξης». Ο εκατόνταρχος Λογγίνος λέγει: «Αληθώς Θεού υιός ην ούτος». Ο από δεξιά ληστής Γεσδάς ήταν από την Ιεριχώ. Αυτός που βλαστημούσε, από αριστερά, Δεσμάς ήτανε Γαλιλαίος.
Στα ευαγγέλια, η περιγραφή της Σταύρωσης του Ιησού Χριστού αρχίζει με το μαστίγωμά του. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες βρίζοντας και περιγελώντας τον ως «βασιλέα των Ιουδαίων» του φορέσανε βαθυκόκκινο χιτώνα, ακάνθινο στεφάνι και τον οδηγήσανε στον Κρανίου τόπου ή Γολγοθά. Κάποιος που ονομαζότανε Σίμωνας Κυρηναίος τον βοήθησε να μεταφέρει το σταυρό. Στον τόπο της εκτέλεσης του βγάλανε τα φορέματά του και μετά τον καρφώσανε στο σταυρό, τουλάχιστον από τα χέρια. Στην κορυφή του σταυρού τοποθετήθηκε επιγραφή όπου αναφερόταν ότι καταδικάστηκε γιατί είχε ισχυριστεί ότι ήταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων. Η επιγραφή ήτανε γραμμένη στην Εβραϊκή ή Αραμαϊκή, στη Λατινική και στην Ελληνική. Ο Ιησούς υπέφερε τρεις ώρες το μαρτύρι στο σταυρό. Οι στρατιώτες μοιραστήκανε τα ρούχα του και βάλανε κλήρο στον άρραφο χιτώνα του, ενώ διάφοροι τον κοροϊδεύανε. Ο Ιησούς σταυρώθηκε ανάμεσα σε δυο καταδικασμένους ληστές, που αποτέλειωσαν οι στρατιώτες το βράδυ σπάζοντας τις κνήμες τους. Ο Ιησούς είχε πεθάνει, αλλά ένας από τους στρατιώτες για να βεβαιωθεί «ένυξε» με τη λόγχη το πλευρό του απ’ όπου «εξήλθε αίμα και ύδωρ». Ο Ιησούς αποκαθηλώθηκε πριν από τη δύση του ήλιου (με βάση το ιουδαϊκό έθιμο) και ταφιάστηκε σε λαξευτό τάφο «εν μνήματι λαξευτώ».

Το μαρτύριο της εκτέλεσης
Η σταύρωση ήτανε μέθοδος εκτέλεσης θανατικής ποινής. Εφαρμοζότανε κυρίως από τους Πέρσες, Σελευκίδες, Ιουδαίους, Καρχηδόνιους και τους Ρωμαίους, από τον 6ο π.Χ. αιώνα ως τον 4ο μ.Χ.. Ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας, ο Μέγας Κωνσταντίνος, κατάργησε το 337 τη σταύρωση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από σεβασμό για τον Ιησού Χριστό, το πιο ξακουστό θύμα στο σταυρικό μαρτύρι. Για την εκτέλεση της σταύρωσης εφαρμοζόντανε διάφοροι μέθοδοι.
Η σταύρωση ήτανε τρόπος θανάτωσης πολιτικών ή θρησκευτικών υποκινητών σε στάση ή εξέγερση ή απλά ταραχοποιούς, πειρατές, δούλους ή όσους δεν είχανε πολιτικά δικαιώματα. Το 519 π.Χ. ο Δαρείος Α΄, βασιλιάς στους Πέρσες, σταύρωσε 3.000 πολιτικούς αντιπάλους του στη Βαβυλώνα. Το 88 π.Χ. ο Αλέξανδρος Ιανναίος, βασιλιάς στην Ιουδαία κι αρχιερέας, σταύρωσε 800 Φαρισαίους αντιπάλους του. Το 32 μ.Χ. περίπου ο Πόντιος Πιλάτος διέταξε τον σταυρικό θάνατο στον Ιησού Χριστό το Ναζωραίο.
Η παράσταση της Σταύρωσης του Χριστού υπήρξε από τα πιο σημαντικά θέματα στην τέχνη. Στην παλαιοχριστιανική τέχνη αποδιδότανε συμβολικά με τη μορφή του αμνού και μετά την επίσημη αναγνώριση του χριστιανισμού από το ρωμαϊκό κράτος τον 4ο αιώνα με την παράσταση ενός σταυρού από πολύτιμους λίθους. Τον 9ο αιώνα άρχισε να παρουσιάζεται στη βυζαντινή τέχνη ο Ιησούς νεκρός, με κλειστά μάτια, απεικόνιση που ανακαλούσε τις θεολογικές συζητήσεις της εποχής γύρω από το μυστήριο του θανάτου και τη φύση της ενσάρκωσης του Χριστού.

Κι η Ανάσταση από τον «τσολιά»
Στη νεώτερη αγιογραφική αναζήτηση από Έλληνες αγιογράφους η «Ανάσταση» ζωγραφίζεται με επιδράσεις από τη δυτική τεχνοτροπία. Ο Χριστός παρουσιάζεται να βγαίνει θριαμβευτικά από τον τάφο, να φορά κάτασπρο ιμάτι με φανερές τις πληγές από τα καρφιά και να στέλνει δυνατό και υπερκόσμιο φως, ενώ η ταφόπλακα είναι κυλισμένη και οι Ρωμαίοι φρουροί, τυφλωμένοι από τη λάμψη, είναι πεσμένοι χάμω με τρομαγμένα πρόσωπα.
Ο Θεόφιλος ακολούθησε τη δυτική τεχνοτροπία. Πάνω από τον τάφο-μνημείο, μέσα σε δόξα κι άσπρα σύννεφα ο Χριστός με περίζωμα-ποδιά στη μέση και χρυσό σταυροφόρο φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του με την μεγαλογράμματη επιγραφή «Ο ΩΝ». Με το δεξί χέρι ευλογεί, με το αριστερό βαστά λάβαρο σε κοντάρι με σταυρό στη μέση. Αριστερά κάθεται ένας άγγελος και δεξιά όρθιες δύο μυροφόρες γυναίκες, Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία (μάνα) του Ιακώβου, με φωτοστέφανα που πήγανε στον τάφο ν’ αλείψουν το Χριστό με αρώματα. Κάτω από τον τάφο τρομαγμένοι πεσμένοι τρεις Ρωμαίοι στρατιώτες.
Στο πίσω σανίδι στη μικρή εικόνα, στη λεσβιακή Βαρειά, ο Θεόφιλος δημιούργησε άλλο ένα έργο. Τα δυο σανίδια όπου ζωγραφίστηκε η «Ανάσταση», ενώνουνε δύο ξύλινα πηχάκια, κι έτσι σχηματιστήκανε τρία διάχωρα, που τα έβαλε σε λεπτό περίγραμμα-πλαίσιο με μια μαργαρίτα στις τέσσερις γωνίες. Στο πάνω διάχωρο ζωγράφισε μαύρο σταυρό με πλατιές κεραίες-άκρες και την ευχή «Χριστός Ανέστη». Στο μεσαίο διάχωρο, μαύρο ισόπαχο σταυρό με την επιγραφή «IC XP». Από κάτω σε σχεδόν τετράγωνο σχήμα τη χρονολογία 1932. Σα να είναι τάφος, από τις δυο άκρες υψώνεται η λόγχη, ένα από τα σύμβολα στο Θείο Πάθος, και το λάβαρο με σταυρό στη μέση. Στο κάτω, τρίτο διάχωρο βάζει την υπογραφή του: «Έργον Θεοφίλου Γ.Χ.΄΄Μιχαήλ». Δε θα μαρτυρήσω πού βρίσκεται αυτό το εικονισματάκι, γιατί αν δεν το κλέψανε, εκεί που ήτανε κινδυνεύει.


«Ανάσταση Χριστού» (πίσω όψη) Θεόφιλου Χατζημιχαήλ (φωτό Βασ. Πλάτανος)

Η ερμηνεία
Την «Ανάσταση», ο ιερομόναχος Διονύσιος (1670 - 1746;), από τη Φουρνά Ευρυτανίας, στο έργο του «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» (βυζαντινής) την περιγράφει έτσι: «Η Ανάστασις του Χριστού. Μνημείον ολίγον ανεωγμένον και δύο άγγελοι καθήμενοι εις τες άκρες του λευκοφόροι, και ο Χριστός πατών επάνω του σκεπάσματος του μνημείου με την δεξιάν ευλογών, με την αριστεράν βαστών φλάμπουρον με χρυσόν σταυρό, και υποκάτω αυτού στρατιώται, άλλοι φεύγοντες, άλλοι κείμενοι καταγής ωσεί νεκροί· και μακρόθεν αι Μυροφόροι βαστάζουσαι τα μύρα.» Η «Ανάσταση» τοποθετείται στο τέμπλο.
Η «Ανάσταση» περιγράφεται από τους ευαγγελιστές έτσι (σε μετάφρασή μου). Από το Ματθαίο: «Κι αφού πέρασε το σάββατο, γύρω στα χαράματα της πρώτης (μέρας) της βδομάδας, ήρθε Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, για να εξετάσουνε τον τάφο. και να έγινε σεισμός μεγάλος· διότι άγγελος Κυρίου, αφού κατέβηκε από τον ουρανό, ήρθε και κύλησε την ταφόπλακα από την πόρτα και κάθισε πάνω της. ήτανε το πρόσωπό του σαν αστραπή και το φόρεμά του άσπρο σα χιόνι. κι από το φόβο του ταράχτηκαν οι φύλακες κι έγιναν σα νεκροί. αποκρίθηκε ο άγγελος είπε στις γυναίκες· “μη φοβείσθε σεις· γιατί ξέρω ότι τον σταυρωμένο Ιησού ζητάτε· δεν είναι εδώ· διότι αναστήθηκε καθώς είπε”.» (κη΄, 1 - 6).
Από το Μάρκο: «Κι αφού πέρασε το σάββατο Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η (μητέρα) του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα για να έρθουνε και τον αλείψουνε. και πολύ πρωί την πρώτη (μέρα) της βδομάδας έρχονται στο μνημείο, όταν ανέτειλε ο ήλιος. και λέγανε μεταξύ τους· “ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την πόρτα του μνημείου;” κι αφού ξανακοιτάξανε βλέπουν ότι η πέτρα ήτανε κυλισμένη· γιατί ήταν μεγάλη σφόδρα. κι αφού περάσανε στο μνημείο είδανε νεανίσκο να κάθεται στα δεξιά, ντυμένο στολή άσπρη, και τρομάξανε. ο (νεανίσκος) λέγει σ’ αυτές· “μην τρομάζετε· Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνό τον σταυρωμένο· αναστήθηκε δεν είναι εδώ”.» (ιστ΄, 1 - 6).
Από το Λουκά: «Την πρώτη (μέρα) της βδομάδας, σε βαθύ ξημέρωμα ήρθανε στο μνήμα να φέρουν αρώματα που ετοίμασαν, κι άλλες μ’ αυτές. βρήκανε την πέτρα κυλισμένη από το μνημείο, κι αφού μπήκανε μέσα δε βρήκανε το σώμα του Κυρίου Ιησού. κι ενώ απορούσανε γι’ αυτό, δυο άντρες σταθήκανε μπροστά τους μ’ αστραφτερά φορέματα. καθώς φοβηθήκανε κι έκλιναν το πρόσωπο στη γη είπανε σ’ αυτές· “τι ζητείτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; δεν είναι εδώ, αλλ’ αναστήθηκε”.» (κδ΄, 1 - 6).
Στην παλαιοχριστιανική τέχνη ξεχωριστά τονίστηκε η παράσταση της Ανάστασης με την «εις Άδου κάθοδο του Χριστού». Στη σκηνή, ο Χριστός απλώνει το χέρι στους κοιμισμένους δίκαιους σα νικητής πάνω στο θάνατο, ενώ ο νικημένος Άδης παρουσιάζεται πεσμένος στο κάτω μέρος σιδηροδεμένος. Η παράσταση αυτή περιλήφτηκε στο εικονογραφικό σύνολο με το Δωδεκάορτο. Η σύγχρονη επιστροφή στη βυζαντινή παράδοση ξαναενώνεται με την παραδοσιακή εικόνιση στην Ορθόδοξη Εκκλησία της «εις Άδου Καθόδου». Σπουδαίες παραστάσεις με την «Ανάσταση» σωθήκανε σε ψηφιδωτά στη Μονή Δαφνιού, Μονή Χώρας Κωνσταντινούπολης, Νέα Μονή Χίου, σε τοιχογραφίες και σε φορητές εικόνες από τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο. Ανάμεσά τους και εικόνα, ζωγραφισμένη από τον Ελ Γκρέκο, που βρίσκεται στο μουσείο Πράντο.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey