Η ελληνικούρα με την οποία αρχίζω το σημερινό σημείωμά μου, ανήκει στον Επίχαρμο, ένα φιλοσοφούντα κωμωδιογράφο του 5ου αιώνα π.Χ. και σημαίνει: «Μένε νηφάλιος και να θυμάσαι πως πρέπει να δυσπιστείς.»
Η ελληνικούρα με την οποία αρχίζω το σημερινό σημείωμά μου, ανήκει στον Επίχαρμο, ένα φιλοσοφούντα κωμωδιογράφο του 5ου αιώνα π.Χ. και σημαίνει: «Μένε νηφάλιος και να θυμάσαι πως πρέπει να δυσπιστείς.»
Ακολουθώντας λοιπόν την παραίνεση του Επίχαρμου και καθώς πέρασαν κιόλας δυο βδομάδες από τις εκλογές, θα προσπαθήσω να γράψω, νηφάλια και ψύχραιμα, κάτι για το εκλογικό αποτέλεσμα. Εν πρώτοις, δυσπιστώ προς τις πρώτες εκτιμήσεις, από όποιους κι αν έγιναν. Οπωσδήποτε η Νέα Δημοκρατία ηττήθηκε, αυτό δεν αμφισβητείται από κανέναν. Το ΠΑΣΟΚ όμως, όσο και αν επαίρεται, δε νίκησε, αφού σε απόλυτους αριθμούς πήρε λιγότερες ψήφους από όσες στις ευρωεκλογές του 2004. Το Κ.Κ.Ε. κρατήθηκε στα όχι και τόσο επίζηλα ποσοστά του, αλλά πάντως στη θέση του τρίτου κόμματος. Ουσιαστικοί νικητές ήταν η αποχή και ο ΛΑΟΣ.
Η πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα αποχή ήταν αναμενόμενη. Αποτελεί άλλωστε πανευρωπαϊκό φαινόμενο και κατά τη γνώμη μου ήταν δικαιολογημένη. Γιατί να πάνε οι πολίτες να ψηφίσουν αυτούς που θα τους εκπροσωπήσουν σε ένα σώμα όπως το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, που ουσιαστικά δεν έχει καμμιά εξουσία;
Η πραγματική κυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η λεγόμενη Κομισιόν, δεν είναι αιρετή αλλά διορισμένη. Την αποτελούν επίτροποι που ορίζουν οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών. Έτσι, δεν είναι υποχρεωμένη να λογοδοτεί, όχι μόνο στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, εφόσον δεν έχει εκλεγεί από αυτό, αλλά ούτε και στους πολίτες των χωρών της Ένωσης, αφού δεν την έχουν εκλέξει.
Η μεγάλη αποχή, ειδικότερα στην Ελλάδα, θα μπορούσε να ερμηνευτεί και σαν έκφραση της απαξίωσης της πολιτικής από τους πολίτες, ιδίως από τα νέα παιδιά που έχουν απηυδήσει να παρακολουθούν τη σημερινή κατάντια των πολιτικάντηδων. Κατά κάποιαν έννοια, η αποχή έρχεται σαν απόηχος της νεανικής εξέγερσης του Δεκέμβρη.
Η άνοδος του ΛΑΟΣ ήταν επίσης αναμενόμενη. Οι καταστάσεις κρίσης δεν ριζοσπαστικοποιούν τις «μάζες». Το αντίθετο συμβαίνει, αιώνες τώρα. Η εξαθλίωση δε γεννά εξέγερση αλλά συντήρηση. Η οικονομική κρίση του 1929 έφερε στην εξουσία, με ελεύθερες μάλιστα εκλογές, τον Χίτλερ.
Άφησα τελευταία την Αριστερά, ίσως γιατί το θέμα με πονάει. Πίστεψα και εξακολουθώ να πιστεύω πως το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί σημαντική τομή στην πολιτική ζωή του τόπου μας. Είναι προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα πολιτικό κόμμα διαφορετικό από τα υπάρχοντα. Η οποία προσπάθεια, όμως, συνεπαγόταν κάποιες προϋποθέσεις, που δεν τηρήθηκαν: στοιχειώδη οργανωτική συγκρότηση, αιρετή κεντρική καθοδήγηση, στην οποία να εκπροσωπούνται όλες οι συνιστώσες και η οποία να ήταν η μόνη που θα ενομιμοποιείτο να εκφράζει το ΣΥΡΙΖΑ προς τα έξω.
Αυτά όλα, τα αυτονόητα, δε γίνανε. Ο ΣΥΡΙΖΑ έδινε την εντύπωση πως ήταν ένα «ρεμπέτ ασκέρι», όπου κάθε συνιστώσα ή τάση ή ομάδα έλεγε και έκανε ό,τι ήθελε. Όμως η εποχή και οι συνθήκες δε σηκώνουν τα «παραμάγαζα» κι όσοι επιμένουν να κρατάν το μαγαζάκι τους, θα μείνουν στο τέλος με τα κλειδιά του στο χέρι. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνεχίσει να υφίσταται, αλλά σαν συγκροτημένος συνασπισμός κομμάτων και τάσεων, με καταστατικό και πρόγραμμα και με κεντρική καθοδήγηση, στην οποία οι αποφάσεις θα παίρνονται με ισότιμο και δημοκρατικό διάλογο και οι απόψεις όσων μειοψήφησαν θα δημοσιοποιούνται.
Υπάρχει άλλωστε στην ελληνική ιστορία ένα ένδοξο και επιτυχημένο προηγούμενο: ο συνασπισμός κομμάτων που ονομάστηκε Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ δηλαδή, όπως λειτούργησε στα πρώτα του χρόνια.
Όσον αφορά τον σεβαστό, υπέργηρο και ιστορικό Ηγέτη, που διαχειρίστηκε τις πολλές, διαδοχικές αποτυχίες και ήττες της Αριστεράς, νομίζω πως οι φίλοι του θα έπρεπε να του συστήσουν λιγότερη αμετροέπεια. Η ως τώρα πορεία του δεν είναι εχέγγυο για την ορθότητα των υποδείξεων που κάνει. Πρώτα-πρώτα συνήργησε, αν δεν πρωτοστάτησε, στον στραγγαλισμό και εξαφάνιση της ΕΔΑ, ενός ιστορικού κόμματος της Αριστεράς, με μεγάλο κύρος και επιρροή, που συγκέντρωνε κομμουνιστές, σοσιαλιστές, αγροτιστές και ανένταχτους αριστερούς.
Όμως, ο εν λόγω ηγέτης ήθελε να ηγηθεί κάποιου κομμουνιστικού (οπωσδήποτε) κόμματος και δεν ήθελε να υπάρχει η ΕΔΑ, χωρίς να προβλέψει πως με την εξαφάνισή της θα άνοιγε ο δρόμος στο ΠΑΣΟΚ να σφετεριστεί τους αριστερούς ψηφοφόρους.
Δεν ήταν όμως μόνο η ανικανότητά του να προβλέπει (στο Στρατό μάς έλεγαν: διοικείν σημαίνει προβλέπειν). Είναι και η ανικανότητά του να κρατήσει συνεκτικό και δραστήριο το κόμμα του, τα κύρια γνωρίσματα του οποίου ήταν η εμπαθής κριτική των πάντων, οι εμπεριστατωμένες μαρξιστικές αναλύσεις και η μηδενική πρακτική δράση. Όταν με τη διάσπαση του 1968 δημιουργήθηκαν δύο κομμουνιστικά κόμματα, στην αρχή ήταν σχεδόν ισοδύναμα. Στις εκλογές όμως του 1977 το Κ.Κ.Ε. εσωτερικού έπεσε στα 2,72%. Διαλύθηκε τότε και δημιουργήθηκε η ΕΑΡ, που το 1981 πέτυχε το επίζηλο ποσοστό 1,38% και εν συνεχεία εξαφανίστηκε.
Δεν είναι ανεκτό να επαναληφθεί η θλιβερή αυτή ιστορία.
*O Δημήτρης Σαραντάκος γεννήθηκε στη Mυτιλήνη, σπούδασε χημικός μηχανικός και μετά τη συνταξιοδότησή του εκδίδει το σατιρικό περιοδικό «το Φιστίκι» και κάνει τον συγγραφέα. Το τελευταίο (ενδέκατο στη σειρά) βιβλίο του «Οι Αρχαίοι είχαν την πλάκα τους» - Αθήνα 2008 - κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Γνώση».