«Ωχριά το τέρας του Λοχ Νες μπροστά στα άλλα τέρατα που υπάρχουν»

01/07/2012 - 05:56
Με την ευκαιρία της έκθεσης ζωγραφικής του Χάρρυ Κλυνν, που διοργανώνεται στη «Λέσχη Πλωμαρίου Βενιαμίν ο Λέσβιος», ο γνωστός σατιρικός καλλιτέχνης έδωσε στο «Ε» μια αποκλειστική συνέντευξη.
Με την ευκαιρία της έκθεσης ζωγραφικής του Χάρρυ Κλυνν, που διοργανώνεται στη «Λέσχη Πλωμαρίου Βενιαμίν ο Λέσβιος», ο γνωστός σατιρικός καλλιτέχνης έδωσε στο «Ε» μια αποκλειστική συνέντευξη.
Στο σπίτι του στην Καλαμαριά, όπου επέστρεψε μετά από 50 περίπου χρόνια, ανάμεσα σε τελάρα, μπογιές, κομπιούτερ, αφίσες, εφημερίδες και βιβλία με θεατρικά έργα, ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης, δίπλα στη σύζυγό του Χαρίκλεια, δουλεύει ακατάπαυστα.
Προετοιμάζεται για τις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Καλαμαριάς, απ’ όπου ουδέποτε απουσιάζει, ζωγραφίζει, γράφει στην ιστοσελίδα της δημοτικής παράταξης της οποίας ηγείται, παίζει θέατρο τέσσερις φορές την εβδομάδα, βλέπει τους παλιούς του φίλους. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε μιλάει για όλα. Θυμάται, ονειρεύεται σχεδιάζει.



Πώς ήταν ο μικρός Βασιλάκης Τριανταφυλλίδης;
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλαμαριά, στην ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης. Η Καλαμαριά τού σήμερα με τις πολυτελείς πολυκατοικίες, τις αμέτρητες καφετέριες, τα εστιατόρια και τα multiplex δεν έχει καμμία σχέση με την Καλαμαριά του τότε. Η Καλαμαριά του τότε ήταν ένας προσφυγικός συνοικισμός με μικρά πλινθόκτιστα σπιτάκια και παράγκες (θαλάμους τούς λέγαμε) κι εκεί στην παραλία της Αρετσούς, με τη «μαρίνα» τώρα και τα μοντέρνα café, υπήρχε μόνο το «Απολυμαντήριο» απ’ όπου περνούσαν «καραντίνα» οι πρόσφυγες γονείς μας πριν εγκατασταθούν στην καινούργια τους πατρίδα.
Για ηλεκτρικό και νερό ούτε κουβέντα να γίνεται. Το ίδιο, βέβαια, και για ασφαλτοστρωμένους δρόμους… Πού τέτοιες πολυτέλειες… Όταν έβρεχε όλος ο συνοικισμός μετατρεπόταν σ’ έναν απέραντο λασπότοπο, μια πηχτή κατάμαυρη λάσπη που κόλλαγε σα βδέλλα στα παπούτσια μας… (σε όσους τυχερούς διέθεταν παπούτσια). Έτσι πήραμε εμείς οι Πόντιοι το παρατσούκλι «τσαμούρια», που σημαίνει λάσπη, λασπωμένοι…
Τα πιο πολλά παιδιά της ηλικίας μου και νέοι, γέροι ήμασταν.
Παιδιά συμμαζεμένα και ριγμένα στη δουλειά από την τρυφερή τους ηλικία. Εγώ έκανα όλες τις δουλειές που μπορεί να κάνει ένα παιδί. Δούλευα και πήγαινα ταυτοχρόνως στο σχολείο και όπως όλα σχεδόν τα Ποντιάκια ήμουν πολύ καλός στα μαθήματα κι ας μην είχα ούτε βιβλία. Ατίθασος δεν ήμουνα, ούτε γκρινιάρης. Η αδελφή μου, που με μεγάλωσε, λέει ότι ήμουν καλό και φρόνιμο παιδί, πολύ αγαπητό στη γειτονιά. Και στο σχολείο μ’ αγαπούσαν γιατί τους διασκέδαζα. Μιμούμουν τις φωνές των δασκάλων μας και έστηνα αυτοσχέδια νούμερα στα διαλείμματα και στις εκδρομές κι αυτό άρεσε σε όλους.»

Σφραγίδα Αριστεράς
Υπάρχει κάτι που έχει σημαδέψει τα παιδικά σας χρόνια;

«Δυστυχώς υπάρχει… Ο πατέρας μου ο Νικόλας, όπως και το 99,9% των Ποντίων προσφύγων, ήταν αριστερής ιδεολογίας. Τα χρόνια εκείνα, όμως, και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, αριστερός σήμαινε «προδότης», «εχθρός της πατρίδας και της θρησκείας», «συμμορίτης» και άλλα παρόμοια… Κι εμείς ήμασταν τα παιδιά του «κομμουνιστή», τα μαύρα πρόβατα… Μεγαλώσαμε κάτω από το βλέμμα του χωροφύλακα με το φόβο και την περιφρόνηση μόνιμους συντρόφους. Το 1949 κάποιες φιλανθρωπικές οργανώσεις στείλανε στο σχολείο ζεστά χειμωνιάτικα ρούχα για να δοθούν στους φτωχούς και αριστούχους μαθητές…
Είχα όλα τα προσόντα! Ήμουν φτωχός και αριστούχος… Μάταια περίμενα όμως το μπουφανάκι με το γούνινο γιακά… Η κυρία Ασλανίδου, δεν ξέρω αν ο Θεός της τη συγχώρεσε, δεν είχε καμμία διάθεση να δώσει ρούχα στο γιο του κομμουνιστή.»

Ο πατέρας σας ήταν ζωγράφος. Η συνάφειά σας με τα χρήματα σας επηρέασε;
«Έβλεπα τον πατέρα μου να ζωγραφίζει και τη μάνα μου να γκρινιάζει που δεν είχαμε να φάμε. Και με το δίκιο της· ποιος να αγοράσει πίνακα ζωγραφικής στην Καλαμαριά και μάλιστα από έναν κομμουνιστή ζωγράφο; Έτσι ο Νικόλας αναγκάστηκε να κάνει τον ελαιοχρωματιστή και τον κατασκευαστή πινακίδων για να μας ζήσει. Πού και πού έδινε και κανένα πίνακά του στην κυριολεξία για ένα κομμάτι ψωμί… Πού να μιλήσω στη μάνα μου για ζωγραφική… Ίσως γίνω γιατρός, της έλεγα και της άρεσε…
Τα χρώματα του Νικόλα όμως ποτέ δε σβήστηκαν από την ψυχή μου. Θυμάμαι ζωγράφιζα με ό,τι υλικό έβρισκα μπροστά μου. Ήμουν και πάρα πολύ καλός στις μικρές κατασκευές, κυρίως από βίδες, ελάσματα και παλιά εξαρτήματα μηχανών που έβρισκα σε αφθονία στο γειτονικό αγγλικό στρατόπεδο. Αργότερα ασχολήθηκα με τις φιγούρες του Καραγκιόζη που τις σκάλιζα με ένα μεγάλο καρφί, που το βάζαμε στις γραμμές του τραμ για να περάσει από πάνω του το όχημα και να το μετατρέψει σε κοπίδι… Τώρα ζωγραφίζω και με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή! Δεν έχει σημασία με τι ζωγραφίζεις, σημασία έχει να ζωγραφίζεις…
Πολλοί λένε ότι αδίκησα τον εαυτό μου που δεν έγινα ζωγράφος… Αλήθεια, τι διαφορά έχει το να ζωγραφίζεις από το να είσαι ζωγράφος… Ζωγραφίζω ακατάπαυστα όποτε έχω χρόνο, όσο ελάχιστος κι αν είναι… Και νομίζω ότι ζωγραφίζω καλά…»

Είστε πάντα με τη σύζυγό σας Xαρίκλεια. Σε ποιο βαθμό υπήρξε πηγή της έμπνευσής σας;

«Η Χαρίκλεια ήταν και είναι ο φύλακας άγγελός μου. Γνωριστήκαμε και παντρευτήκαμε στην Αμερική. Περάσαμε μαζί μέρες δύσκολες, τότε που οργανώναμε την Αμερική για να εξασφαλίσουμε τα προς το ζην. Κάναμε τρία παιδιά και τα μεγαλώσαμε σωστά και τώρα που έχουμε το εγγονάκι μας είναι σα να αρχίζουμε ξανά από την αρχή… Ο πρώτος κριτής της δουλειάς μου ήταν πάντα η Χαρίκλεια, που πάντα μου έλεγε καλά λόγια. “Mα δεν μπορεί” της έλεγα “πρέπει να υπάρχει κάτι που δε σ’ αρέσει.” Και η Χαρίκλεια μου απαντούσε πάντα με το ίδιο χαμόγελο: “Κι όμως, δεν υπάρχει…”»

Επιρροές
Ποιοι Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες έχουν επηρεάσει τη δουλειά σας;

«Λένε ότι στη δουλειά αυτή όταν ξεκινάς κάπου, πατάς. Κατ’ αρχήν εγώ ποτέ δεν είχα κατά νου να γίνω κωμικός κι έτσι ποτέ δε σκέφτηκα να πατήσω κάπου. Πάντα με ενδιέφερε το γράψιμο και η ζωγραφική. Μπορώ να πω ότι από καθαρή τύχη βρέθηκα στη σκηνή. Βρέθηκα να φοιτώ στη δραματική σχολή πάλι κατά τύχη. Δε μου άρεσε καθόλου η “ρεβύ πίστας” που ήταν πολύ της μόδας την εποχή εκείνη κι ούτε με ενθουσίαζαν οι ηθογραφίες του ελληνικού κινηματογράφου που καταβρόχθισε σπάνια κωμικά ταλέντα… την εποχή που οι Ιταλοί γύριζαν τον “Κλέφτη ποδηλάτων” και τον “Φανφαρόνο”, εμείς μεγαλουργούσαμε με ανούσιες κωμωδίες και δακρύβρεχτα μελό… Ευτυχώς που υπήρξαν πέντε - έξι άξιοι σκηνοθέτες και συγγραφείς και έχουμε κάτι αξιόλογο να θυμόμαστε… Από ‘κει και πέρα, από τους ποιητές μας μάλλον επηρεάστηκα, και πιο πολύ από τον Καρυωτάκη και το Σουρή… Τώρα που το σκέφτομαι, είναι σίγουρο ότι απ’ αυτούς επηρεάστηκα… Από τον Καρυωτάκη και το Σουρή...»

Τι σας έχει μείνει από την εποχή της ανάμιξής σας στον Απόλλωνα Καλαμαριάς;
«Ασχολήθηκα με τον Απόλλωνα και το ποδόσφαιρο από αγάπη για την Καλαμαριά και το ποντιακό στοιχείο. Εξάλλου το χρωστούσα στον Απόλλωνα… Την εποχή που δεν είχαμε τίποτα που να μας κάνει υπερήφανους, ο Απόλλωνας κατακτώντας το πρωτάθλημα της Θεσσαλονίκης μάς εξίσωσε με τους υπόλοιπους Θεσσαλονικείς… Ο Απόλλωνας ήταν η πέτρα που έσπασε το κρύσταλλο που μας χώριζε από την υπόλοιπη Θεσσαλονίκη. Απ’ τον Απόλλωνα μόνο καλά θυμάμαι και δε μετανιώνω για τις θυσίες στις οποίες υποβλήθηκα κι εγώ, αλλά και η οικογένειά μου. Οι δυσάρεστες αναμνήσεις εστιάζονται περισσότερο στην εποχή που ανέλαβα ως πρόεδρος της ΕΠΑΕ τις τύχες του ελληνικού ποδοσφαίρου. Τότε γνώρισα πολύ καλά τι σημαίνει “πολιτικοπαραγοντικό” κατεστημένο και το “ωχ, Παναγιά μου” δε λέει τίποτα μπροστά στις “καταστάσεις” απείρου κάλλους που έζησα τα χρόνια της προεδρίας μου. Πολιτεία και παράγοντες συναγωνίζονταν σε αθλιότητα ο ένας τον άλλον, σε βάρος, βέβαια, αυτού που υποτίθεται ότι εξυπηρετούσαν… Είναι αξιοθαύμαστο το πώς επέζησε το άθλημα αυτό… Αν επέζησε, γιατί τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε κώμα!
Το ποδόσφαιρο αυτό καθεαυτό είναι χωρίς καμμιά αμφιβολία το πιο λαοφιλές άθλημα στον κόσμο. Στην Ελλάδα τού “δήθεν”, οι “αγράμματοι κουλτουριάρηδες” και το “παμφάγο” κράτος το οδήγησαν στην αγκαλιά των “επενδυτών” της αρπαχτής… Κι όμως, το κακόμοιρο επέζησε και κατόρθωσε να μας βγάλει στο δρόμο πανηγυριστές… Μαζί μ’ όλους εκείνους που το κακολόγησαν, το κατασυκοφάντησαν και έκαναν τα πάντα να το εξαφανίσουν!»

Λαϊκός καλλιτέχνης ή διανοούμενος
Σας χαρακτηρίζουν σαν «λαϊκό καλλιτέχνη», που ωστόσο είναι «διανοούμενος»… Πώς συνδυάζονται αυτά τα δύο;

«Ο καθένας μπορεί να με χαρακτηρίζει όπως του αρέσει. Μένω σ’ αυτό που λέει ο Oscar Wilde. “Τα πράγματα που λένε οι άνθρωποι για έναν άνθρωπο, δεν αλλάζουν τον άνθρωπο αυτό. Είναι αυτό που είναι.” Eγώ είμαι αυτό που είμαι, αυτό που σε τελευταία ανάλυση αντιλαμβάνεται αυτός που με παρακολουθεί ή με διαβάζει. Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για τέτοιου είδους ταμπέλες.»

Η παραμονή σας στις ΗΠΑ και τον Καναδά από το 1964 και για δέκα χρόνια σημάδεψε τη μετέπειτα καριέρα σας;
«Τη σημάδεψε γιατί η δεκαετία εκείνη ήταν που διαμόρφωσε τον καλλιτεχνικό μου χαρακτήρα. Ήταν η εποχή που μπόρεσα και είπα τα μεγάλα “ΟΧΙ” και χαίρομαι ιδιαίτερα γι’ αυτό. Είπα όχι στην απορρόφησή μου από το σύστημα - πιστέψτε με, δεν ήταν εύκολο - και παρέμεινα στον underground χώρο όπου δειλά-δειλά άρχισε να παίρνει μορφή αυτό που εμείς ονομάζαμε “Θέατρο των φτωχών” και που αργότερα βαφτίστηκε ως stand up comedy. Το κύριο χαρακτηριστικό του είδους αυτού ήταν η σκληρή πολιτική και κοινωνική σάτιρα. Κι ενώ είχα πάρα πολλές προτάσεις να ενταχτώ στο main stream (κυρίως ρεύμα), είπα ευτυχώς “όχι” και υπηρέτησα με θυσίες πολλές, καθ’ όλη τη διάρκεια της εκεί παραμονής μου, αυτό το είδος. Αν έλεγα “ναι” θα ήταν δύσκολο μάλλον να γυρίσω στην Ελλάδα, κάτι που δεν μπορούσα ούτε καν να το φανταστώ. Από την άλλη, δεν μπορούσα σε καμμιά περίπτωση να φανταστώ τον εαυτό μου στο ρόλο του διασκεδαστή να λέει αστειάκια και να ξοδεύεται σε ανούσια θεατρικά δρώμενα…»

Στην Αμερική το χιούμορ σας στηριζόταν κυρίως στην οργή των κυνηγημένων μειονοτήτων. Αυτό είχε σχέση και με τη δική σας καταγωγή;
«Έτσι ακριβώς είναι, όπως τα λέτε, μόνο που η οργή ή η διαμαρτυρία αυτή των dp (displaced people) ήταν βουβή. Οικογενειακή υπόθεση ήταν και οι θεατρικές πράξεις (acts) αυτού του είδους. Οι χώροι που φιλοξενούσαν το θέαμα αυτό, πέντε ή έξι κωμικοί ο ένας μετά τον άλλο, ήταν μικρά κυρίως μπαρ στις γειτονιές-γκέτο της Νέας Υόρκης και του Σικάγου. Κάτι σημαντικό έπρεπε να συμβεί για να δραπετεύσει το είδος από τα γκέτο και συνέβη με την περιπετειώδη πορεία του Lenny Brus και του Dick Gregory… Μέσα σε σχετικά λίγο καιρό το είδος υιοθετήθηκε ως έκφραση διαμαρτυρίας από τους ακτιβιστές, τους αντιρατσιστές, τους διανοούμενους και τη μεγάλη μάζα των προοδευτικών γενικότερα… Θεωρώ τιμή το γεγονός ότι σ’ αυτήν τη βασανιστική πορεία έπαιξα κι εγώ το δικό μου ρόλο ως κωμικός και συγγραφέας.»

Το 1990, μέσα από την ιδιωτική τηλεόραση, δημιουργήσατε δύο τηλεοπτικά γεγονότα: τα «Harry Klynn Special Shows» και τον «Πολίτη ΚΛΥΝΝ». Ποια ήταν η κληρονομιά που άφησαν;

«Ένα ξέρω να σας πω. Μετά από τις δύο αυτές τηλεοπτικές εκπομπές ακολούθησε πληθώρα προγραμμάτων που προσπάθησαν απλά και μόνο να μιμηθούν το στυλ και τους τύπους που παρέλασαν μέσα από τις εκπομπές αυτές. Δε νομίζω όμως ότι τα προγράμματα αυτά προσέφεραν κάτι το καινούργιο. Παγιδεύτηκαν στη φόρμα του “Πολίτη” χωρίς να μπορέσουν να ξεφύγουν και να παρουσιάσουν κάτι ριζοσπαστικότερο. Ο “Πολίτης ΚΛΥΝΝ” ήταν τηλεοπτική έκδοση της φιλοσοφίας του stand up. Οι μιμητές της σειράς δεν κατάλαβαν ένα πράγμα, ότι η σάτιρα γεννήθηκε από το ένστικτο για διαμαρτυρία και ότι ο σατιρικός εξελίσσει τη διαμαρτυρία αυτή σε τέχνη. Ξεχνούν ακόμα ότι υπάρχει ένα πλατύ φάσμα που καλύπτει τόσο το ελαφρό όσο και το σοβαρό. Ο πραγματικός σατιρικός επικεντρώνει την προσοχή του στο σοβαρό, χρησιμοποιεί το ελαφρό ως μέσο διασκέδασης… Στα πιο πολλά, αν όχι όλα, σατιρικά τηλεοπτικά προγράμματα που προβάλλονται σήμερα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.»

Ετοιμάζει δίσκο
Πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή που το κοινό απολάμβανε κάθε χρόνο κι ένα δίσκο του Χ. Κλυνν; Σε τι οφείλεται αυτό; Στις ποικίλες δραστηριότητες του Βασίλη Τριανταφυλλίδη;

«Δεν παίζω στο θέατρο για να παίζω, ούτε γράφω για να γράφω. Χρησιμοποιώ ένα μέσο για να μπορώ να επικοινωνώ και δε λέω ότι φέτος πρέπει να γράψω ένα βιβλίο ή του χρόνου να κάνω μια ταινία… Αν θεωρήσω ότι πρέπει να κάνω δίσκο, θα κάνω δίσκο… Δεν τα προγραμματίζεις αυτά, αλλά και από την άλλη δεν μπορείς να κρατάς και δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη…
Είμαι όμως έτοιμος από κάθε πλευρά να ετοιμάσω τον επόμενο δίσκο μου. Να σας πω και τον τίτλο του: “Η μικρή Μαρία στον κήπο με τις λόγχες”.»

Πώς διαγράφεται το μέλλον της επιθεώρησης;
«Ας ονομάσουμε “επιθεώρηση” το σατιρικό θέαμα, για να ξέρουμε για τι μιλάμε.
Εμείς θα πεθάνουμε και η “επιθεώρηση” θα υπάρχει… Και μετά από 100 χρόνια, κάποια συνάδελφός σας από το μέλλον θα απευθύνει στο μελλοντικό Χάρρυ Κλυνν την ίδια ερώτηση…»

Υπάρχουν προσωπικές σας στιγμές, που εμπεριέχουν μεγάλη «δόση χιούμορ» και έχουν μείνει μέσα σας;
«Στο σατιρικό, όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται, δεν μπορεί να υπάρξουν στιγμές που εμπεριέχουν μεγάλη “δόση χιούμορ” γιατί ο σατιρικός δεν είναι χιουμορίστας. Τα λεξικά ερμηνεύουν το Χιούμορ ως: Εύθυμη διάθεση, που εκδηλώνεται χωρίς διαχύσεις, άκακη ειρωνεία, ψύχραιμη θυμηδία, συμπαθής σαρκασμός, εύθυμη παραδοξολογία και Χιουμορίστα: Αυτόν που γράφει και μιλάει με χιούμορ, αυτόν που σκώπτει άκακα, επιδερμικά, τον ειρωνευόμενο ευθυμολόγο…»

Ο σατιρικός αισθάνεται ότι η εποχή του είναι τόσο κακή, που είναι δύσκολο να παριστάνει το χιουμορίστα…
«Η σάτιρα δεν έχει υπερβατικό χαρακτήρα. Δεν έχει τίποτα απ’ τον κόσμο που ξεχνάει, απ’ τον ξεχασμένο κόσμο. Οι εμπειρίες της αγάπης και του θανάτου βρίσκονται με τη βασική τους μεγαλοπρέπεια έξω από τα όρια της σάτιρας. Στην τραγωδία και στην κωμωδία, μπορεί να δοξάζονται και να εξυμνούνται. Η σάτιρα δεν υμνεί… ξεφουσκώνει… Δεν είναι λοιπόν εκ των πραγμάτων δυνατόν να υπάρχουν προσωπικές στιγμές οι οποίες εμπεριέχουν μεγάλες δόσεις χιούμορ… Αν λέγατε μεγάλες δόσεις πικρίας, θα ήσασταν πιο κοντά στην πραγματικότητα…»

Αν σήμερα λέγατε την ατάκα «και ξαφνικά βλέπω το τέρας!», πείτε μου μερικά «Τέρατα» που θα βλέπατε…

«Θα ήθελα να ‘ρθει ο κόσμος στο θέατρο “Αποθήκη Δ΄ στο Λιμάνι”, στη Θεσσαλονίκη, και να δει την παράστασή μας… Εκεί θα δουν πιο ξεκάθαρα όλα τα “τέρατα” που μας περιβάλλουν…
Βλέποντας αυτό το καταπληκτικό έργο που γράφτηκε πριν από 50 χρόνια από το Σακελάριο και το Γιαννακόπουλο καταλαβαίνεις γιατί θριάμβευσε σ’ αυτήν τη χώρα ο Πολιτικός αριβισμός, ο ηθικός ξεπεσμός, ο κακουργηματικός μιμητισμός, η κουτσή παιδεία, η στρεβλή ανάπτυξη, το κράτος-τρομοκράτης, ο πολίτης-πελάτης, η υποκρισία, η ματαιοδοξία, ο τηλεοπτικός λαϊκισμός… Θα μπορούσα να αναφέρω εκατοντάδες τέρατα που μπροστά τους το τέρας του Λοχ Νες ωχριά…»

Στον κόσμο και την Ελλάδα τού σήμερα, τι σημαίνει Αριστερά; Σοσιαλισμός;

«Τώρα που άρχισε να διαφαίνεται ξεκάθαρα πλέον η απαρχή της πτώσης του υπαρκτού καπιταλισμού, η Αριστερά ούτε αριστερή είναι, ούτε σοσιαλισμός, ούτε κόκκινες χάντρες. Η αριστερά ιδεολογία ήταν και παραμένει η ελπίδα της ανθρωπότητας…»

Έχετε ασχοληθεί με διάφορα πράγματα. Τι είναι αυτό που δεν έχετε προλάβει να κάνετε;

«Πάντα αφήνω κάτι για αργότερα… Για το τέλος, που λένε, για να κλείσει με τρόπο θριαμβικό η παράσταση, η αδιάλειπτη προσφορά στο κοινό… Ν’ ανέβω στη σκηνή του δημαρχείου Καλαμαριάς και μετά από τέσσερα χρόνια που θα κλείσω την αυλαία, να λένε οι Καλαμαριώτες: “Ωραίο, πραγματικά ωραίο το έργο που οραματίστηκε για μας ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης, ο γιος του μπάρμπα-Νίκου του κομμουνιστή!”»

Υπάρχουν πράγματα που δε θα κάνατε για τίποτα στον κόσμο;

«Τα περισσότερα απ’ όσα κάνουν σήμερα οι ρυθμιστές της ζωής και της τύχης μας.»

Για την έκθεση στο Πλωμάρι τι έχετε να πείτε, τι περιμένετε;

«Περιμένω να προσέξουν και να κατανοήσουν τα έργα μου και, γιατί όχι, να μιλήσουμε γι’ αυτά και για τη σχέση που μπορεί να έχει η ζωγραφική με τη λογοτεχνία, το θέατρο και την πολιτική ακόμα…»


 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey