… Tεσσαρακοστό έβδομο αρμυρίκι, μετά το «Ιστορικό» της Νεάπολης. Απέραντο γαλάζιο, αεράκι, φραπεδιά με άσπρο παγωτό αντί για γάλα, αριστερά το λιμανάκι, στο βάθος το Κάστρο…
… Tεσσαρακοστό έβδομο αρμυρίκι, μετά το «Ιστορικό» της Νεάπολης. Απέραντο γαλάζιο, αεράκι, φραπεδιά με άσπρο παγωτό αντί για γάλα, αριστερά το λιμανάκι, στο βάθος το Κάστρο…
Ψέμα, δεν είναι απέραντο το γαλάζιο, η μάνα γη από απέναντι, η Αιολική, γεμίζει απέριττα τη γραμμή του ορίζοντα. Η ατμόσφαιρα πεντακάθαρη, θαρρείς πως μ’ ένα πήδο έφτασες. Κάπου εκεί… λίγο πιο βόρεια, θα ‘ναι τα Κυμιντένια του Βενέζη. Ίδια με τα από δω βουνά έλεγε πως είναι. Ίδιος ο τόπος, ένας, ενιαίος…
Μέσα στο αμάξι, το ‘να παράθυρο ανοιχτό, τ’ άλλο μισάνοιχτο. Μόλις τηλεφωνικά διεκπεραίωσες υποχρεώσεις της δουλειάς που έπρεπε να φέρεις παρέα, βολεύτηκες καλύτερα στο κάθισμα, έμεινες με το βλέμμα να ταξιδεύει τον νου, γύρισες την πλάτη του χαρτιού με τις σημειώσεις της δουλειάς και το μολύβι… «oργιάζει». Δηλαδή πολυτέλεια σε όλο της το μεγαλείο. Ίσως, ευτυχία. Άμα το καλοσκεφτείς… Η στιγμή που περνά και δεν τη βλέπουμε… κι αυτή επιμένει, αλλά εμείς…
Από τα μικράτα σου ήθελες να πας απέναντι, να συναντήσεις τον «αδερφό», που παρέα στα κρυφά κάνατε τα πρώτα σας τσιγάρα. Μα…
Του τα ‘λεγες όλα χαρτί και καλαμάρι. Σε άκουγε υπομονετικά.
Κάπου αριστερά απ’ το Δικελί, εκεί τον συναντούσε η ματιά σου, που έφευγε απ’ την ταράτσα της Γρ. Παπαμιχαήλ. Άκουγε με τις ώρες, της εφηβείας σου τα μυστικά, τα δικά του εσύ. Κουβέντα δεν είπατε σε κανέναν.
Φίλοι καλοί, μα το ‘φερε η μοίρα, την Κύπρο να γνωρίσεις, τον πόνο της, το δάκρυ της που δεν στεγνώνει και πια σού είναι αδύνατο να κινήσεις να πας απέναντι, για το της πεθυμιάς ταξίδι. Ταξίδι! Για φαντάσου, μια ανάσα δρόμος. Όπως και στα κατεχόμενα της Κύπρος. Δεν πας, κάτι μέσα σου δεν σ’ αφήνει.
Σκέφτεσαι, δεν μπορεί, ένα κομμάτι λογικής κάπου θα ‘χει περσέψει και κάποτε, όλα θα διορθωθούν.
Αλλιώς, … η νεράιδα, με το μαγικό της το ραβδί…
… ε και τότε, θα ‘σαι ο πρώτος που θα πάει.
Και θα βρεις το φίλο. Θα τον αναγνωρίσεις, απ’ το κρυμμένο στη χούφτα τσιγάρο, που αφήσατε στη μέση, σημάδι για να γνωριστείτε. Με την υπόσχεση, πως θα το τελειώσετε παρέα, όταν όλα θα χουν γίνει όπως τα σχεδιάζατε στα ύστερα εφηβικά σας όνειρα. Και θα μιλήσετε για όλα όσα χάθηκαν, για τα παιδιά σας που… δεν γεννήθηκαν ακόμα, για τα συμφέροντα που έπνιξαν ζωές και όνειρα.
Και γρήγορα σε τάξη θα βάλετε, όσα μπορούν να γίνουν, για να κλείσουν οι πληγές. Την εμπειρία την έχετε, στέρεα να βαδίσετε παρέα. Την ασκήμια τη γνωρίσατε σε όλο της το «μεγαλείο» και ξέρετε πως τίποτα δεν σας χωρίζει.
Ένα στημένο παιχνίδι σε βρόμικων κι αχόρταγων ανθρωπάκων τα χέρια, που βρήκαν το χώρο και μάτωσαν ζωές και θέλουν και για το μέλλον να σχεδιάζουν.
Αυτό το μισοτελειωμένο, το κρυμμένο για χρόνια στη χούφτα τσιγάρο, μ’ όλο το πείσμα της ζωής επάνω του, κάντε το «όπλο» στα χέρια της μάνας της Αιολικής της γης, που μόνο η ομορφιά της πάει, που μόνο αγάπη συγχωρεί.
Νεράιδα ακούς; Ακούς τα παιδιά σου, Πατέρα;
Που είσαι, αδερφέ;
… «Μαίνεται ο “εσωκομματικός πόλεμος” για τους αυτοδιοικητικούς υποψηφίους. Προεκλογικοί διαγκωνισμοί. Ανακοινώθηκαν οι επικεφαλής», ο τίτλος της εφημερίδας που σε περίμενε στα βρεγμένα σκαλοπάτια μόλις επέστρεψες.
Γιατί με ξυπνάς, μάνα;