Οι δύο άντρες επικοινώνησαν ξανά. Μόνο που αυτήν τη φορά άλλος τηλεφώνησε πρώτος. Τα λόγια περιττεύουν! Γ: Ναι, καλημέρα, δώσι τουν Δήμαρχου! Η Πιριφιρειάρχ’ς τ’ είμι. Β: Σι κατάλαβα απ’ τ’ν γλυκιά σ’ τ’ν φουνούλα. Τι θέλ’ς; Γ: Έχου ανησυχήσ’ για σένα. Άρρουστους είσι; Β: Πώς κι σ’ έκουψ’ ου πόνους; Γ: Δέκα μέρις είσι Δήμαρχους κι ακόμα δεν καυγάδ’σις μι κανένα. Β: Κι είπις να πάρ’ς να κάνουμι σιφτέ μαζί. Λοιπόν, άκ’σε να δεις. Ιγώ απί αύριγιου ιφαρμόζου του πρώτου μ’ έργου. Δεν έχου τσιρό για καυγάδις. Γ: Μη μ’ πεις! Β: Θα σ’ πω: του ράβδισμα δεν τέλειουσι ακόμα. Θα διμπλιάσου τσ’ κιραίις τ’ ΑΝΤέννα και τ’ κουπρίτ’ τ’ Άλφα να μη σ’ πω. Γ: Παλαβώθ’κις; Γιατί; Β: Γιατί απαγορεύω στην επικράτειά μου τις τουρκικές σαπουνόπερες. Τέρμα οι Σιχραζάτες κι οι Ουνούρ’δις. Κουμμένα τα φιγγάρια τ’ ασ’μένια. Έχουμε ωραιότατη κι ελληνικότατη παρέα τσ’ φεγγαρόπετρας π’ γράφτ’ η Γιακρίτα. Αυτήν θα βλέπιν. Κι άμα μ’ θέλιν σαπουνόπιρις, θα αγουράσου τ’ «Λάμψ’» να τ’ν δώσου τσ’ Μυτιλήν’ς να τ’ν παίζ! Κι άμα έχιν τόσ’ σική κι θέλ’ν ουπουσδήπουτι να βλέπιν τούρκ’, να πάρουμι τουν Παπαφλέσσα με τουν Παπαμιχαήλ, κι τουν Κούνδουρου μη σ’ πω, με του 1922! Ιντουμεταξύ θα διμπλιάζου.
Γ: Αχχ! Β: Γιατί δε μ’λάς; Γ: Τι να πω; Έχου τα θ’κά μ’! Β: Τι συμβαίν’; Γ: Δεν τουν χουνεύου ευτούνουν του Χαλκιώτ’, στο λαιμό μ’ κάτι. Β: Τι σι πείραξι; Γ: Ιγώ κουτσάμ Πιριφιριάρχ’ς κι να κάθουμι μές έφτην τ’ν τρύπα κι εύτος να είναι μές του Μέγαρου. Τίποτα, θα τουν σουτάρου απού κει κι θα πάγου ιγώ σ’ ένα χώρο αντάξιο του Περιφερειάρχη και θα δώσω κι ένα χορό στο palazzo. Β: Σ’ έχ’ στρίψ’, για θ’μήθ’κις πάλι τ’ν Ιταλία; Γ: Σι, bene Italia! Β: Άμα έμπου ιγώ δε θα προυλαβαίν’ς να τσ’ μιτράς. Γ: Γιατί, δεν ήμνταν στ’ Φλουριντία; Β: Τουρίστας; Έφτου πήγις γαμήλιου τ’ν Ιλέν’; Γ: Φοιτητής βρι. Β : Απ’ έφτου πήρις κι του ταλέντου στ’ μόδα. Γ: Μι π’θεύγ’ς δε θα σι πω του καλύτιρου. Β: Τι; Γ: Να μιλιτήσαν στου ΠΑΣΟΚ τ’ν ήττα κι καταλήξαν πους ένας τρόπους υπάρχ’ να μη βγαίν’ς. Β: Ποιος; Γ: Να μη κατ’βαίν’ς! Γι’ αυτό είπαν να σι κάν’ ιπίτιμο τ’ Κόμματους να ησυχάσ’ν απί σένα. Β: Τι αρμοδιότητες θα έχω; Γ: Γιατί απ’ εύτες π’ έχ’ς τώρα, ποιες θα ιφαρμόις; Β: Ισί, για να ‘χουμι καλό ρώτημα, κανά μπαρά θα δώσ’ς; Γ: Όχ! Είνι τούρκικ’ λέξ μη σι σουκάρου. Θα σ’ δώσου μουναχά τσ’ παράδις που δε μ’ έδ’νι η Πιριφερειαρχίνα να πληρώεις τσ’ θ’κοί μου στου Δήμου. Β: Κι τσι δικοί μ’ τι θα τσ’ κάνου; Φύλακις στου Τιριάντ θα τσ’ δ’λώσου; Γ: Του πήρι του Υπουργείου. Δε μπουρείς. Βλέπ’ς έχου κάτσ’ χρόνια στ’ν καρέκλα σ’ κι έχου πείρα. Ιγώ αν’βαίνου μιθουδικά τ’ν ιεραρχία. Β: Κι ιγώ έχου κάν’ νουμάρχ’ς, έχου κάν’ κι βουλιυτής π’ισύ δε θα γίν’ς καμμιά βολά. Γ: Ναι ισύ τ’ σκάλα η αλήθεια τ’ν κατβαίν’ς, άντε βρι κι απί Δήμαρχους κλητήρας εύχουμι. Β: Θα σι κηρύξου τουν ανένδουτου κι θα ίμαστι κάθι μέρα στουν Παπαδάκ’. Γ: Δε θα σι βλέπιν οι ουπαδοί σ’. Θα έχ’ς διμπλιάσ’ τσ’ κιραίις τ’!
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.