Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Μεσημέρι Δευτέρας. Μια ημέρα μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου. Διάθεση μουδιασμένη. Το είδα στα πρόσωπα του κόσμου, καθώς κατέβαινα με τα πόδια από τη Χρυσομαλλούσα στο κέντρο της πόλης. Το εκλογικό σώμα πολώθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, ανάμεσα σε μία συντηρητική ανασφάλεια και σε μια δημαγωγική διγλωσσία. Κέρδισε οριακά η Ν.Δ.. Ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε ότι θα μείνει στην άκρη της αντιπολίτευσης. Παρέα ίσως με ένα αποδυναμωμένο Κ.Κ.Ε., συρρικνωμένο από τη συμπλεγματική εμμονή του στην απομόνωσή και στην επιδίωξη απομόνωσης της ελληνικής κοινωνίας.
Το ζήτημα είναι, τώρα τι γίνεται; Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει σίγουρα αρχίσει μια συζήτηση. Όταν πια θα διαβάζονται, η συζήτηση αυτή ίσως να βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, ίσως και να έχει ολοκληρωθεί. Το πρώτο κόμμα τής Ν.Δ. είναι αδύνατον να κυβερνήσει χωρίς τη συναίνεση ή την ανοχή κάποιων άλλων πολιτικών δυνάμεων. Είναι δυνατόν να του παρασχεθεί αυτή η συναίνεση ή ανοχή;
Η ελληνική κοινωνία μπορεί στην πλειονότητά της να αρνήθηκε τον κίνδυνο της επιστροφής σε μια πληθωριστική δραχμή, ωστόσο δε φαίνεται να αντέχει και τη συνέχιση μιας πολιτικής που έχει κατανείμει μέχρι τώρα το βάρος της δημοσιονομικής εξυγίανσης με τρόπο κοινωνικά άδικο και οικονομικά αναποτελεσματικό. Τα κόμματα που θα συμμετάσχουν στη συζήτηση με τη Ν.Δ. για το σχηματισμό κυβέρνησης, πρέπει να επιδιώξουν με σαφή τρόπο το τέλος αυτής της πολιτικής. Πρέπει να προτείνουν προγραμματική συμφωνία με συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία θα αντικαταστήσουν απαράδεκτα μέτρα του Μνημονίου που εφαρμόζονται σήμερα. Πρέπει να προτείνουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα συμβάλουν στον εξορθολογισμό της λειτουργίας του δημόσιου τομέα και της αγοράς.
Είναι απαράδεκτο να συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμη - τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα - απυρόβλητα φέουδα και προνομιούχες συντεχνίες. Είναι αδύνατον το 50% περίπου της επιχειρηματικής δραστηριότητας να παρουσιάζει παραβατική συμπεριφορά και να μην ελέγχεται γι’ αυτό. Είναι αδιανόητο να μην υπάρχουν στο Δημόσιο αποτελεσματικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί, ώστε να περιορίσουν τον πρωταθλητισμό της παραοικονομίας, της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής. Είναι αδιανόητο ο τρόπος απονομής της δικαιοσύνης, αντί να βοηθάει την ελληνική κοινωνία προς την κατεύθυνση της εξυγίανσής της, να παίζει ανασταλτικό ρόλο. Είναι απαράδεκτο να συνεχίζουν να καταλαμβάνουν και να κατέχουν θέσεις εξουσίας, καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των πραγμάτων, πρόσωπα διαπλεκόμενα με την παθολογία της ελληνικής κοινωνίας και επομένως ανίκανα να βοηθήσουν.
Είναι δύσκολο να πάρουν τα πράγματα μία θετική πορεία αν δεν ηγηθούν της κυβέρνησης αξιόπιστα πρόσωπα, με ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συναίνεση.
Μια σειρά από τέτοιους όρους πρέπει να τεθούν στο πρώτο κόμμα. Αν η Ν.Δ. αρνηθεί να τους δεχθεί, κάθε αρνητική εξέλιξη θα είναι πια δική της ευθύνη. Θα πει ότι συνεχίζει με αμετανόητο τρόπο να είναι εγκλωβισμένη μέσα στην παθολογία της, παίζοντας για μια ακόμη φορά το ρόλο του μεγαλύτερου υπονομευτή του ευρωπαϊκού προσανατολισμού και της εξυγίανσης της χώρας.
Στην περίπτωση που γίνουν αποδεκτοί οι όροι από τη Ν.Δ., είναι δυνατόν να αλλάξει κάτι; Είναι δυνατόν μια σειρά από φθαρμένα πρόσωπα της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ να μεταμορφωθούν σε συντελεστές μιας άλλης πολιτικής;
Είναι βέβαιο ότι θα τηρηθούν οι όροι της συμφωνίας; Είναι σίγουρο ότι δε θα συνεχιστεί η ίδια αδικία, η ίδια αναποτελεσματικότητα; Τίποτα από αυτά δεν είναι βέβαιο. Ωστόσο, αν επιτευχθεί μία συμφωνία, ίσως υπάρξει μια ελπίδα. Αν αυτή διαψευσθεί στην πορεία, τότε χίλιες φορές να καταγγελθεί και να αρθεί η στήριξη στον αναξιόπιστο κυβερνητικό σχηματισμό. Ο χρόνος της πολιτικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης που ενδεχομένως θα σχηματιστεί, θα εξαρτηθεί από το είδος της πολιτικής που αυτή θα ασκήσει.
Κάποιοι θεωρούν ότι όπως έχουν διαμορφωθεί τα δεδομένα, δεν επιτρέπουν καμμιά αισιοδοξία και μεταθέτουν το βλέμμα στο μέλλον. Όμως, ως πότε θα βουλιάζουμε, σύμφωνα με την έκφραση του Στέλιου Ράμφου, «ασάλευτοι στο παρόν»; Τι τελικά θα συμβεί και ποιο θα είναι το μερίδιο της ευθύνης του καθενός, ο χρόνος θα το δείξει.