Χωρίς γραμματικούς κανόνες

03/04/2023 - 10:30 Ενημερώθηκε 03/04/2023 - 10:55

Δεν σταματάει αυτή η ελληνική γλώσσα να εκπλήσσει όσους την ερευνούν και την αναδιφούν.

Αφορμή για τη γλωσσολογική περιπλάνηση του παρόντος άρθρου στάθηκε η απορία μου γιατί ο «δορίκτητος» (ο κτηθείς δια του δόρατος, δηλαδή ο αιχμάλωτος) γράφεται με γιώτα και ο «δορυφόρος» (ο φέρων το δόρυ) γράφεται με ύψιλον, αφού και τα δύο είναι σύνθετα με το «δόρυ».

Και ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Το «δόρυ» είναι μια λέξη κομβικής ιαπετικής ρίζας που σημαίνει ξύλο.

Από αυτό έχουν παραχθεί η δρυς, το δένδρο, ο δρυμός, ο γενάρχης Δώρος και το ελληνικό φύλο των Δωριέων, ο φιλόλογος και τύραννος της Σάμου Δούρις, ο δούρειος ίππος της Τροίας, και αυτός ακόμα ο ντούρος (ο σκληρός, ο άκαμπτος) μέσω της λατινικής.

Μελετώντας τη γραμματική του δόρατος βλέπουμε ότι ανήκει στα «μεταπλαστά» ανώμαλα ουσιαστικά, αυτά δηλαδή που σε κάποιες πτώσεις τους αλλάζουν θέμα, όπως π.χ. ο Ζευς -του Διός, η Πνυξ -της Πυκνός, η ναυς -της νεώς, το κνέφας (σκοτάδι) που δεν έχει πληθυντικό, και άλλα δεκαπέντε ακόμη.

Στην πορεία των χρόνων το δόρυ απέκτησε πολλούς κλιτικούς τύπους, ιδιωματικούς και ποιητικούς: του δόρατος και ποιητ. δούρατος, τω δόρατι και δουρί, αλλά και δορί και δόρει, τα δόρατα και δούρατα, των δοράτων και δόρων, τοις δόρασι και δούρασι και δούρεσσι, δηλαδή ένας λεκτικός χαμός!

Αυτός ο διχασμός των παραγώγων συμβαίνει γιατί, όπως λένε οι φιλόλογοι, κάποια σύνθετα συνδέονται με το «δόρυ» και κάποια άλλα με τη δοτική «δορί».

Έτσι έχουμε τον «δοριάλωτο» (αιχμάλωτο), τον «δορίκτητο» (αιχμάλωτο επίσης), τον «δοριμανή» (φιλοπόλεμο), τον «δοριπέτη» (τον πεσόντα εκ δόρατος), τον «δορίτμητο» (τρυπημένο με δόρυ), τον «δοριστέφανο» (τον στεφανωθέντα επ΄ανδρεία) κ.α.

Έχουμε όμως από την άλλη τον «δορυθαρσή» (τολμηρό στον πόλεμο), τον «δορύξενο» (που από αιχμάλωτος έγινε πιστός φίλος!), τον «δορυξόο» (κατασκευαστή δοράτων), τον «δορυφόρο» (τον κρατούντα δόρυ αλλά και τον σωματοφύλακα) και τη «δόρυσσα» (την πολεμοχαρή αλλά και την κατάφυτη από δένδρα).

Το «Δόρυσσα» τώρα ως αρχαίο όνομα της Σάμου ο Εμμανουήλ Κρητικίδης στην «Τοπογραφία» του ουδόλως το αναφέρει, ο δε Επαμεινώνδας Σταματιάδης στα «Σαμιακά» του λέει ότι το αναφέρει ο Ησύχιος, αλλά αγνοεί για ποιο λόγο.

Όμως είναι προφανές ότι ελέχθη για το πολύδενδρον της νήσου Σάμου, καθότι η αρχική σημασία της λέξης «δόρυ» είναι, όπως είδαμε, δένδρο.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλον ένα λόγο για τη διαφορετική γραμματική των δύο συνθέτων, με «ι» και με «υ».

Είναι θέμα προφοράς και ευφωνίας, κάτι που είχε μεγάλη σημασία για τους αρχαίους Έλληνες.

Είναι γνωστό, όπως το απέδειξε και ο σπουδαίος ελληνιστής Έρασμος, ότι οι αρχαίοι πρόφεραν το «υ» όπως το γαλλικό «u».

Αυτό λοιπόν το «υ» δεν θα μπορούσε άνετα να προφερθεί μπροστά από το «α» στον «δοριάλωτο», όπως προφέρεται μπροστά από το «φ» στον «δορυφόρο».

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε κι άλλα παράξενα της λεξοποιίας.

Ενώ δηλαδή η πλημμύρα μπορεί κάλλιστα να γραφτεί και με ένα «μ», ο χείμαρρος (χείμα+ρους) με ένα «ρ» σημαίνει τον λέζο, την τάπα απορροής των υδάτων μιας βάρκας, ο δε «χίμαρος» (απ’ το θέμα χιμ) σημαίνει τον τράγο.

Γιατί ο «φωριαμός», το γνωστό ντουλάπι των εντύπων και των χρειωδών, ως σκεύος εκ του «φέρω» γράφεται με «ω» εκ του «φωράω» που σημαίνει ζητώ τον κλέπτη;

Και ναι μεν υπάρχουν οι νόμοι της γλωσσικής παραγωγής, της οικονομίας, της ευφωνίας κ.α. ωστόσο γιατί το «γλιτώνω» το μεταγράψαμε με «ι» αφού είναι ακριβώς το «εκλυτώνω»;

Και γιατί είπαμε «αντανάκλαση», βάζοντας δυο αρνήσεις, καταργώντας έτσι την ανάκλαση, δηλαδή την επιστροφή του φωτός;

Άλλο ένα παράδοξο γίνεται με τα παραθετικά των επιθέτων.

Όπως ξέρουμε από την γραμματική, επίθετα σύνθετα με το στερητικό «α» (αθάνατος) και με το επίθετο «παν» (πάνσοφος) καθώς και τα δηλωτικά φυσικής ύλης (π.χ. ξύλινος, ασημένιος) δεν έχουν συγκριτικούς βαθμούς.

Και όμως!

Υπάρχει λέξη «χρυσότερος» για να διαβαθμίσει την αξία του πλούτου, αλλά και λέξη «υετώτατος», υπερθετικό του «υέτιος» (βροχερός) για να τονίσει την έξαλλη βροχή, την «από σταμνιού», όπως τη λέγαμε παλιότερα στη Σάμο.

Να μην ξεχάσουμε επίσης την εκκλησιαστική υμνογραφία που μας ξεναγεί στους μεγαλύτερους λαβύρινθους της αρχαίας γλώσσας: «Υπό γης έκρυψαν των σεσωσμένων οι παίδες» μας λέει ο κανόνας του Μεγ. Σαββάτου. Γιατί όμως το υπό με γενική; Ποιητικό αίτιο είναι; Και όμως υπάρχει και το «υπό γης» (!) όπως υπάρχει και το «υπό μάλης».

«Επί τον ποταμόν Βαβυλώνος» ή «επί των ποταμών»; Ιδού το ερώτημα.

Στη νεκρώσιμη ακολουθία ακούμε ότι «επελθών ο θάνατος πάντα ταύτα εξηφάνισται». Γιατί άραγε εξηφάνισται και όχι εξηφάνισεν, αφού το επελθών είναι στην ονομαστική; Και όμως! Υπάρχει ονομαστική απόλυτος!

Και άλλα πολλά τοιαύτα.

Είναι όντως περιπετειώδες το ταξίδι (μέσα στον χρόνο) της γλώσσας, συνεχώς φθείρεται και προσαρμόζεται και αναγεννάται, και δυστυχώς ούτε οι γραμματικοί κανόνες μπορούν να της εξασφαλίσουν μια σταθερή και αταλάντευτη πορεία.

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey