Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η συμπυκνωμένη σοφία και μαζί και η λειτουργική αναγκαιότητα του παιδικού παιχνιδιού μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη λαϊκή παροιμία.
Όλη η ετυμολογία του -παιχνίδι από παίγμα, από παίζω, από παιδιά, από παις- μαρτυρεί την εσώτερη και άρρηκτη σχέση που έχει το παιχνίδι με το παιδί, με την ανάπτυξή του και με τη σωστή σωματική και ψυχική του διαμόρφωση.
Όταν έρχονται οι άγιες μέρες αναπολώ με μεγαλύτερη συγκίνηση όλες τις μικρές παιδικές χαρές που ζήσαμε, τα κάλαντα και τα πρωτόγονα δωράκια, αλλά πιο πολύ αναπολώ τα υπέροχα παιδικά παιχνίδια. Παιχνίδια που ταξίδεψαν χιλιάδες χρόνια να έρθουν σε μας, παιχνίδια γεμάτα σοφία, άμιλλα, στρατηγική και δεξιοτεχνία. Προπαντός δε παιχνίδια που ο εξοπλισμός τους ήταν ένα ραβδί ή ένα τσέρκι ή μια πρόκα ή λίγοι βόλοι και ενίοτε λίγα γυάλινα «αγκαθάκια». Σαν να λέμε «παιχνίδια εκ του μηδενός».
Σήμερα ζούμε μια μαξιμαλιστική, μια απερίσκεπτη πρετ-α-πορτέ εποχή με τεράστιο χρηματικό κόστος και ελάχιστη πρωτογενή δημιουργική ώθηση και επινόηση.
Ξοδεύει ένας γονιός λεφτά ένοχα και δυσεύρετα να αγοράσει, λόγου χάριν, μια ηλεκτρονική τρίλιζα (γιατί βέβαια οι σχεδιαστικές ιδέες των παιχνιδιών παραμένουν αιώνιες) και ’μεις την παίζαμε με τρία πετραδάκια στο τσιμέντο της αυλής, που μάλιστα το ένα από αυτά έπαιζε και το ρόλο της κιμωλίας.
Θυμάμαι με νοσταλγία και με λεπτομέρειες όλα τα παιχνίδια που παίζαμε είτε ατομικά είτε ατομικής προσπάθειας και επίδειξης δύναμης και τεχνικής.
Ακόμα και πόλεμο παίζαμε -μια παραλλαγή του κρυφτού που το λέγαμε «γκαβ-γκαβ»- με αυτοσχέδια ξύλινα όπλα, όπως και αρκετά παιχνίδια της τύχης (βεζίρης, κορώνα-γράμματα κλπ) αλλά εκείνα που όμοιά τους δεν υπάρχουν σήμερα ήταν τα παιχνίδια δεξιοτεχνίας όπως οι μπίλιες, η σβούρα και το μπηχτάκι.
Οι μπίλιες (και «αγκάθια» για τις γυάλινες) ήταν παιχνίδι εύρεσης στόχου. Σε καθορισμένη απόσταση πέταγε με τη σειρά κάθε παιδί την μπίλια του να χτυπήσει μια μπίλια από αυτές που είχαν τοποθετήσει ανά μία τα παιδιά επί μιας γραμμής στο έδαφος. Υπήρχε σειρά προτεραιότητας εξ αριστερών προς τα δεξιά και χτυπώντας επιτυχώς μια μπίλια έπαιρνες τις προς τα δεξιά επόμενες. Αν χτύπαγες την πρώτη -που ήταν σε μικρή απόσταση από τις άλλες και λεγόταν «μπας» (τουρκ. κεφαλή)- τις έπαιρνες όλες.
Η σβούρα (ο αρχαίος ρόμβος ή στρόβιλος) απαιτούσε μεγάλη δεξιοτεχνία και μάλιστα ανοίγοντας τα δάχτυλά μας την ανεβάζαμε περιστρεφόμενη στην παλάμη μας.
Εκείνο όμως που αξίζει να περιγράψουμε και που συγκέντρωνε πολλές αρετές είναι το «μπηχτάκι»:
Ορίζαμε δύο έως τέσσερις παίκτες πάνω σε υγρό χώμα ένα τετράγωνο «οικόπεδο» και το χωρίζαμε χαράσσοντάς το με μια σαρανταπεντάρα πρόκα (ή, για κάποιον προνομιούχο, με ένα «τζινέτι» δηλαδή ένα αγκιστρόκαρφο από παλιές κάσες θυρών) σε μερίδια.
Ρίχναμε εναλλάξ μπήγοντας την πρόκα σε γειτονικό μερίδιο και ανάλογα με την κλίση της (καθ’ ύψος και κατά διεύθυνση) χαράζαμε γραμμές καταλαμβάνοντας τμήμα του γειτονικού οικοπέδου και προσαρτώντας το στο δικό μας. Συνεχίζαμε μέχρι να εκμηδενίσουμε τα γύρω οικόπεδα, εκτός και δεν καρφώνονταν η πρόκα οπότε χάναμε τη σειρά μας.
Παιχνίδι στρατηγικής με προαπαιτούμενο τη δεξιοτεχνία της πρόκας, με κατανόηση και εφαρμογή της γεωμετρίας (ευθεία, τρίγωνο, τραπέζιο) επί του πεδίου, με στοιχειώδεις νομικές έννοιες εδαφικών διεκδικήσεων και με υποχρεωτική διαιτησία από τους λοιπούς παίκτες όταν υπήρχε αμφισβήτηση της κλίσης της πρόκας.
Τόσα πολλά και τόσο σπουδαία με μια μόνο πρόκα.
Τα θυμάμαι και σχεδόν κλαίω. Κλαίω γιατί τα αναπολώ που πέρασαν, και κλαίω ακόμα πιο πολύ γιατί σκέφτομαι ότι για να ξαναβρούμε τη μαγεία τους πρέπει να γυρίσουμε στις λάσπες…