
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Λίγες ιστορικαές προσωπικότητες εισάγοντας κάτι το νέο, το καινούριο, το «καινόν» στη σκέψη και τη ζωή κατόρθωσαν να επιβάλουν το όνομά τους ως χρονολογικό ορόσημο. Ένα τέτοιο πρόσωπο στην αρχαιότητα ήταν ο Σωκράτης που, στρέφοντας τη φιλοσοφία από τη φύση στον ίδιο τον άνθρωπο, έκανε τους ανθρώπους να μιλούν για σωκρατικούς και προ-σωκρατικούς φιλοσόφους. Στους νεότερους χρόνους κάτι ανάλογο συνέβη με τον εθνικό μας ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό, που εισάγοντας νέα στοιχεία και στη μορφή και στο περιεχόμενο της λογοτεχνίας έκανε τους μελετητές να μιλούν για σολωμικούς και προ-σολωμικούς ποιητές. Όμως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού αποτελεί ο Χριστός που, θέτοντας τέλος στη κυρίαρχη στην αρχαία Ελλάδα βιοθεωρία, καταλύοντας τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και εισάγοντας μια νέα βιοθεωρία και ένα νέο κόσμο, ασυμβίβαστο με την αρχαία ελληνική σκέψη, έκανε τους ανθρώπους να μιλούν για προ και μετά Χριστό εποχή.
Βέβαια, πάντα το νέο, για να επικρατήσει , χρειάστηκε να συγκρουστεί σκληρά με το παλαιό και βαθιά ριζωμένο στις ψυχές των ανθρώπων. Έτσι, τα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων περιφρονήθηκαν και αγνοήθηκαν τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Μέχρι τον 6ο αι. που επιβλήθηκε ο Χριστιανισμός στο Βυζάντιο με το κλείσιμο της φιλοσοφικής σχολής της Αθήνας το 529 μ. Χ. , οι Πατέρες της Εκκλησίας πολεμούσαν ως ειδωλολατρικά τα αρχαία ελληνικά πνευματικά δημιουργήματα , κυρίως τα φιλοσοφικά, και από την άλλη πλευρά πολλοί πιστοί σε αυτά διανοούμενοι πολεμούσαν τον Χριστιανισμό και σχολίαζαν αρνητικά τα φιλοσοφικά έργα των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας.
Είναι αλήθεια πως το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με τη σοφία που περιείχε είχε αποκαλυφθεί σε μερικούς Έλληνες χριστιανούς διανοούμενους από τον 2ο αι. μ.Χ., αλλά πολύ αργότερα τα πνευματικά δημιουργήματα των αρχαίων Ελλήνων εκτιμήθηκαν από μερικούς Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας. Έτσι ο Μέγας Βασίλειος (4ος αι. μ.Χ.) στο έργο του «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» (IV) γράφει μεταξύ άλλων: «Καθάπερ της ροδωνιάς του άνθους δρεψάμενοι τας ακάνθας εκκλίνομεν ούτω και επί των τοιούτων (=των ελληνικών) λόγων , όσον χρήσιμον καρπωσάμενοι το βλαβερόν φυλαξόμεθα» , που σημαίνει: «όπως, όταν κόψουμε ένα λουλούδι από μια τριανταφυλλιά, απομακρύνουμε τα αγκάθια, έτσι και από τους λόγους των αρχαίων Ελλήνων, αφού αξιοποιήσουμε ό τι είναι χρήσιμο, θα προφυλαχτούμε από αυτό που είναι βλαβερό». Πάντως, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς αξιοποίησαν κυρίως τη διδασκαλία των Στωικών φιλοσόφων που πλησίαζε την ηθική χριστιανική διδασκαλία της Καινής Διαθήκης.
Όπως και αν έχει το πράγμα, ανάμεσα στη χριστιανική διδασκαλία και την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και βιοθεωρία υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές. Πρώτα πρώτα ο Χριστιανισμός αντικατέστησε την ελληνική φιλοσοφία με τη θεολογία και στη θέση της ελεύθερης έρευνας για την ανεύρεση της αλήθειας από τον ανθρώπινο λογισμό και της πνευματικής περιέργειας τοποθέτησε τη δογματική, την απόλυτη και αναντίρρητη αλήθεια που πηγάζει από την θεία αποκάλυψη. «Εγώ ειμί η οδός, η αλήθεια και η ζωή», είπε ο Χριστός (Κατά Ιωάννη, ΙΔ 6) και , έτσι, στη θέση της Ηθικής των αρχαίων Ελλήνων που βασίστηκε στον Ορθό Λόγο και ερευνήθηκε με τη Λογική έβαλε την Ηθική «εξ αποκαλύψεως» και αντικατέστησε την απρόβλεπτη παρουσία της Μοίρας με την ελπιδοφόρα θεία Πρόνοια. Αντί της αξίας της γήινης ζωής κήρυξε την αξία της αιώνιας μετά θάνατο ζωής.
Αλλά και στο θέμα της αγάπης πρωτοτύπησε ο Χριστός. Βέβαια, ο Σωκράτης δίδασκε, όπως φαίνεται από τον πλατωνικό Κρίτωνα (49 a-b) πως ο άνθρωπος «ουδαμώς δει αδικείν», δηλαδή με κανένα τρόπο δεν πρέπει ο άνθρωπος να αδικεί, και , επομένως «ουδέ αδικούμενον ανταδικείν», δηλαδή «με κανένα τρόπο δεν πρέπει ο άνθρωπος να ανταποδίδει την αδικία που του κάνουν». Ο Χριστός όμως είπε: «εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Κατά Ιωάννη, ΙΓ 34), δηλαδή «εγώ σας δίνω μια καινούρια εντολή, να αγαπά ο ένας τον άλλο» και προχώρησε ακόμη περισσότερο παραγγέλλοντας στους Χριστιανούς: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, προσεύχεσθε υπέρ των διωκόντων υμάς» (Κατά Ματθαίον Ε 44). Από όλα αυτά αναδύεται μια νέα μορφή αγάπης, μιας αγάπης χωρίς υστεροβουλία ή κοινωνική σκοπιμότητα , μιας αγάπης ανυπόκριτης που πηγάζει από το αίσθημα του χρέους προς τους άλλους και βιώνεται ως θυσία για τους άλλους.
Πέρα από όλα αυτά ο Χριστιανισμός λύτρωσε τον άνθρωπο από τη φοβερή σκέψη ότι μετά τον θάνατο όλα χάνονται και εκμηδενίζονται. Αντικατέστησε τον αρχαίο ελληνικό σκεπτικισμό και την αναζήτηση του «βελτίονος» με την εγκαρτέρηση. Έδωσε παρηγοριά στον άνθρωπο για τα βάσανα της ζωής και τον πόνο για την απώλεια προσφιλών προσώπων στην επίγεια ζωή με την πίστη πως η ζωή όχι βέβαια με τη γήινη μορφή της συνεχίζεται σε ένα καλύτερο μετά θάνατο κόσμο για όσους ακολουθούν στη ζωή τους τις εντολές του θεού. Ο Χριστιανισμός στην ουσία του δεν παραδέχτηκε την αρχαία ελληνική θεωρία της «καλοκαγαθίας», της αρμονική ς συνύπαρξης του ωραίου σώματος και της ηθικής ψυχής, της συνύπαρξης του υλικού και πνευματικού στοιχείου, γιατί θεωρεί το σώμα εμπόδιο για τη σωτηρία της ψυχής, όταν μόνο γι’ αυτό ενδιαφέρεται ο άνθρωπος και ζει μόνο για τις υλικές απολαύσεις και για την ικανοποίηση των σαρκικών του επιθυμιών. Είναι αξιοσημείωτη από αυτή την άποψη η θέση που έπαιρνε ο Σωκράτης στο θέμα αυτό. Έλεγε πως σκοπός του φιλοσόφου είναι να δει την αλήθεια. Αυτή, όμως, μπορεί να τη δει μόνο με τα μάτια της ψυχής. Όσο η ψυχή παραμένει ενωμένη με το σώμα, αυτό σκοτίζει τα μάτια της και αυτή αδυνατεί να δει την αλήθεια. Έτσι η μόνη λύση είναι να χωριστεί η ψυχή από το σώμα και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τον θάνατο. Αντίθετα, όμως, με τον Σωκράτη τον αρχαίο Έλληνα ικανοποιούσε η γήινη ζωή και δε σκεφτόταν να περιορίσει τις χαρές της αποβλέποντας στη μετά θάνατο μέλλουσα ζωή. Ο Χριστιανισμός περιφρόνησε τα επίγεια και τις σωματικές απολαύσεις και έκανε τον άνθρωπο να αποβλέπει με αισιοδοξία στη μετά θάνατο μελλοντική αιώνια ζωή.
Ήταν, λοιπόν, μοιραίο οι δύο πολιτισμοί να συγκρουστούν αρχικά στην προσπάθειά τους να επιβληθούν και να κυριαρχήσουν. Όμως σιγά σιγά άρχισαν να προβάλλουν τα κοινά τους στοιχεία, να συγχωνεύονται σε ένα ενιαίο οικοδόμημα και να αποτελέσουν τον λεγόμενο ελληνοχριστιανικό πολιτισμό που αποτέλεσε βασικό γνώρισμα της ιδιοτυπίας και της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων.