Τεχνίτης της πέτρας, τραγουδιστής, ερασιτέχνης οργανοπαίκτης και χορευτής. Ο Σόλων Λέκκας μάς δέχτηκε στο σπίτι του και μας μίλησε για όλη του τη ζωή, για το σημερινό αφιέρωμά μας στον αγαπημένο αυτό «αμανετζή» της Λέσβου.
Τεχνίτης της πέτρας, τραγουδιστής, ερασιτέχνης οργανοπαίκτης και χορευτής. Ξέρει, όπως ο ίδιος λέει, όλους τους παλιούς σκοπούς και τα λόγια των παλιών μικρασιάτικων τραγουδιών, από όπου κρατούν και οι ρίζες του, και βουτώντας στην ψυχή του τραγουδάει τους αγαπημένους του αμανέδες, με τους οποίους και έχει γίνει γνωστός σε όσους τον αγαπούν. Απλός, χωρίς να περιμένει πολλά από τη ζωή, εκτός από ό,τι έχει σχέση με τη μουσική, αφού… αυτή είναι η ζωή του. Ο Σόλων Λέκκας μάς δέχτηκε στο σπίτι του και μας τράταρε κάποια από τα καλούδια του: τυρί φτιαγμένο από τα χέρια του, προβατίνα στο τσουκάλι, κουκιά μαγειρευτά, λαχανικά από τον μπαξέ του, λίγα μόνο από όσα έχει στο σπίτι του και του χαρίζουν αυτάρκεια. Και μας μίλησε για όλη του τη ζωή, για το σημερινό αφιέρωμά μας στον αγαπημένο αυτό «αμανετζή» της Λέσβου, που η φωνή του έχει κάνει γνωστά τα τραγούδια της μικρασιατικής παράδοσης του νησιού σε όλη την Ελλάδα.
Ο Σόλων Λέκκας γεννήθηκε στην Πηγή το 1946. Οι γονείς του, Δήμητρα και Ευστάθιος, έφεραν στον κόσμο έξι παιδιά και ο ίδιος ήταν ένα από τα δύο αγόρια της οικογένειας.
Από τον Αρβανίτη παππού του πέρασε στην οικογένεια η τέχνη της πέτρας, που γνώρισε μεγάλη ακμή στην ευρύτερη περιοχή των μικρασιατικών παραλίων, αλλά και στα χωριά της Λέσβου. Ο πατέρας του Σόλωνα, ο Ευστάθιος, τεχνίτης της πέτρας κι εκείνος, έφτιαχνε σέτια (πεζούλες) στα ελαιοκτήματα, για να συγκρατούν το χώμα γύρω από τα ελαιόδεντρα. Ήταν δουλειά χρονοβόρα, που απαιτούσε ειδική τεχνική. «Τότε το λάδι ήταν ακριβό, το μόνο πολύτιμο πράγμα στη Μυτιλήνη. Με ένα βαρέλι λάδι έκανες γάμο», εξηγεί ο Σόλων. «Ο πατέρας μου μας έπαιρνε μαζί του στο χωράφι και μαγειρεύαμε κρέας με μανέστρα, μακαρόνια, πατάτες κ.λπ.. Σα μωρά, τη μια δεν είχαμε τίποτα και την άλλη είχαμε τα πάντα.»
Δεν ήταν, όμως, τα ελαιοκτήματα και τα σέτια η προτεραιότητα του ίδιου και των αδελφών του: «Εγώ ήθελα να σηκωθώ πρωί, να πάρουμε με τα αδέλφια μου το γαϊδουράκι και να κόψουμε ξύλα στο δάσος, να τα πουλήσουμε στα χωριά και να πάρουμε λεφτά. Το παίρναμε κρυφά, αφού ο πατέρας μου ήθελε να πάμε να κουβαλήσουμε πέτρες. Πηγαίναμε για ξύλα, μαζεύαμε σταφύλια στο δρόμο, κάναμε βόλτες στη θάλασσα κ.λπ.. Μας μάλωνε, αλλά μετά από μία - δύο μέρες πάλι τα ίδια…»
Μπάνιο, ωστόσο, δεν έμαθε ποτέ. Μέχρι και σήμερα δεν έχει βουτήξει ποτέ στη θάλασσα, παρά μόνο τα πόδια του και τα χέρια του.
«Τραγουδώντας» στην πέτρα…
Έμαθε, όμως, να δουλεύει την πέτρα και στη συνέχεια άρχισε να φτιάχνει τις γνωστές χειροποίητες βρύσες του σε όλο το νησί, σε δημόσια σημεία, αλλά και σε σπίτια. «Παλιά πήγαινα έτσι, χωρίς σχέδιο, κι έφτιαχνα ό,τι μου έβγαινε. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, φτιάχνω εδώ τα πιο πολλά σχέδια και πηγαίνω έχοντάς τα έτοιμα. Είναι ακριβές οι βρύσες, γιατί θέλουν πολλή δουλειά. Δεν είναι όπως το μηχάνημα που βάζεις την πέτρα και την κόβεις με ακρίβεια, αυτές θέλουν πελέκημα στο χέρι. Είναι και ανάλογα το σπίτι και την αυλή που έχεις: αν είναι ένα σπίτι με έτοιμη πέτρα, θα κάνεις και τη βρύση έτσι. Αν είναι το σπίτι παραδοσιακό με πέτρα, κάνεις και τέτοια βρύση. Τώρα τελευταία έχει μερικούς ακόμη τεχνίτες, ο καθένας τα φτιάχνει με τον τρόπο του.»
Ο Σόλων, όμως, «πάντρευε» πάντα την τέχνη της πέτρας με την τέχνη της μουσικής και τους αγαπημένους του αμανέδες, που από μικρός μάθαινε στο χωριό του, ακούγοντάς τα από τους παλιούς τραγουδιστές του χωριού του στο καφενείο ή τους συγγενείς του. «Η οικογένειά μου τραγουδούσε. Σε κάθε χωριό, Καγιάνι, Κεραμειά, Πάμφιλα, Ίππειος, Πηγή, είχε δύο με τρία άτομα που έλεγαν αμανέ. Εμένα μου άρεσε η μουσική αυτή και πήγαινα στα πανηγύρια και τις γιορτές με μουσικές δικές μας, μυτιληνιές και μικρασιάτικες. Τρομπέτες, κλαρίνα, ούτια, βιολιά - τα καλύτερα βιολιά είχε η Μυτιλήνη, τα έδειχναν με το δάχτυλο, να άκουγες να κλαις. Τώρα αυτοί πεθάνανε ούλοι…» Επί 40 ολόκληρα χρόνια πήγαινε, όπως λέει, στα πανηγύρια με το άλογο και φορώντας την παραδοσιακή μυτιληνιά φορεσιά, που ακόμη και σήμερα φοράει σε κάθε εμφάνισή του και συνοδεύει τον παλληκαρίσιο του χορό.
«Η ζωή μου είναι μουσική. Και τις βρύσες όταν τις κάνω, τραγουδώ. Την ώρα εκείνη παίρνεις τον καφέ σου, ανάβεις ένα τσιγάρο, πρέπει να μην έχει θόρυβο πολύ, ούτε αέρα, ούτε συννεφιά, γιατί έτσι δε σου έρχεται η έμπνευση - ούτε για τη μουσική, ούτε για τη βρύση. Πρέπει να είναι λιακάδα, ησυχία, να μη σε ενοχλεί ο κόσμος και να κλείσεις τα μάτια, να σκεφτείς πώς θα κάνεις τη βρύση. Όταν πια πιάνεις και φτιάχνεις το σχέδιο που σκέφτεσαι, σφυρίζεις σκοπούς παραδοσιακούς. Μουσική με δουλειά είναι το ίδιο, είναι αδέλφια, πρέπει να το νιώθεις.»
Με το Βασίλη Βέτσο και τη σύζυγό του Βαγγελιώ στη Θεσσαλονίκη (αριστερά). Με το δήμαρχο Μυτιλήνης, Νάσο Γιακαλή, και Τούρκο φίλο στο Αϊβαλί τον Ιούνιο του 2009 (δεξιά).
Κάνοντας οικογένεια…
Από το 1966 έως το 1968 υπηρέτησε τη θητεία του στο Στρατό στο Ναύπλιο, το Χαϊδάρι και την Πτολεμαΐδα. Ακόμη και τότε, τον φώναζαν στα γλέντια που έκαναν και αυτός πήγαινε και τραγουδούσε τους αμανέδες του.
Επιστρέφοντας στη Λέσβο, άρχισε να παίζει με όλους τους μεγάλους παλιούς μουσικούς του νησιού: το Χαρίλαο Ρόδανο (βιολί), τον Κώστα Ζαφειρίου (σαντούρι και μπουζούκι), το Γιάννη Σουσαμλή (σαντούρι) και άλλους Αγιασώτες μουσικούς, εργαζόμενος επαγγελματικά ως τραγουδιστής.
Το 1971 παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, την Κωνσταντίνα, από τα Κεραμειά, και μετοίκησε εκεί. Έμειναν μαζί οκτώ χρόνια περίπου και έφεραν στον κόσμο δύο παιδιά, τη Χαρούλα και το Στρατή. Δεν ταίριαξαν, όμως, και όπως λέει και ο ίδιος «αν δεν ταιριάζεις με έναν άνθρωπο, χωρίζεις».
Μη αντέχοντας τη μοναξιά και το βαρύ κλίμα των Κεραμειών και της Πηγής μετά το χωρισμό του, ο Σόλων αποφάσισε να ζήσει στη Μυτιλήνη. «Άμα χωρίσεις, μετά δεν μπορείς να κάτσεις στη μοναξιά. Στη μοναξιά μπορεί να χάσεις και το μυαλό σου. Κι εσύ να θέλεις να φύγεις από το γάμο, έχεις μια στενοχώρια γιατί άφησες τα παιδιά, το σπίτι, την οικογένειά σου. Με πείραξε ο χωρισμός, ανακατώθηκε η οικογένεια…»
Δεν άργησε, όμως, να γνωρίσει τη δεύτερη γυναίκα του, τη Βαγγελιώ, μέσα από προξενιό που του έκαναν στην πόλη. Μαζί έζησαν 20 χρόνια γάμου, έχοντας βρει αρμονία και αγαπώντας πολύ ο ένας τον άλλο. Η Βαγγελιώ αγαπούσε τα παιδιά του Σόλωνα και του στεκότανε σε όλα. Κάπου τότε ήταν που ο Σόλων «έπιασε» επαγγελματικά τα τραγούδια και τους αμανέδες. Πάντα στο σπίτι τους, μάλιστα, είχαν μουσικούς και έκαναν τραπέζια για κόσμο.
Παντρεύοντας το φίλο του Χάρη Συμεωνίδη στη Θεσσαλονίκη (αριστερά). Σε εμφάνισή του στη μουσική σκηνή «Βάρδια», στη Θεσσαλονίκη, μαζί με μουσικούς της πόλης (δεξιά)
Φεύγοντας από τα όρια του νησιού
Το 1997 τα τραγούδια του Σόλωνα ηχογραφήθηκαν μέσω του ερευνητικού προγράμματος του Πανεπιστημίου Αιγαίου «Κιβωτός του Αιγαίου» μαζί με άλλους παλιούς μουσικούς της Λέσβου, όπως ο τραγουδιστής και οργανοπαίκτης Νίκος Παραλής (Λαβίδας) από την Ερεσό, και περιλήφθηκαν στη μουσική έκδοση «Μουσικά Σταυροδρόμια στο Αιγαίο». Αργότερα, εισήγηση του καθηγητή του Τμήματος Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Δημήτρη Παπαγεωργίου, με θέμα «Ο Λέσβιος μερακλής και τραγουδιστής Σόλων Λέκκας: όψεις και εκδοχές της “Ανατολής” στις λεσβιακές μουσικές πρακτικές», έχει παρουσιαστεί στο Ε΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας με τίτλο «Μυτιλήνη και Αϊβαλί (Κυδωνίες), μια αμφίδρομη σχέση στο Βορειοανατολικό Αιγαίο», που το 2003 διοργάνωσε το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών (ΕΙΕ) με την Εταιρεία Λεσβιακών Μελετών και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.
Πριν από 15 χρόνια περίπου, χάρη στο Μυτιληνιό μουσικό Βασίλη Βέτσο, καθηγητή στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, τον οποίο μύησε στο ούτι και τη μουσική του, ο Σόλων γνώρισε και τον καθηγητή Χάρη Συμεωνίδη, καθώς και άλλους μουσικούς που ως έδρα τους είχαν τη Θεσσαλονίκη. Με αφορμή αυτές τις γνωριμίες, το 1997 βρέθηκε για πρώτη φορά στη συμπρωτεύουσα και άρχισε να εμφανίζεται επαγγελματικά σε διάφορους χώρους, αρχίζοντας από το μουσικό χώρο «Μπαμ Τερλελέ» του Χάρη Συμεωνίδη.
«Αρέσανε στον κόσμο της Θεσσαλονίκης τα μυτιληνιά και τα μικρασιάτικα τραγούδια και ερχόταν ουρά. Οι μουσικοί που έπαιζα ήταν όλοι από Θεσσαλονίκη. Έχει πολλούς ωραίους μουσικούς η Θεσσαλονίκη και είχα την τύχη να γνωρίσω πολύ καλά παιδιά. Έχω μάθει και σε πολλούς νέους, είχα πάει και στο Μουσικό Σχολείο το 2005 και μου άρεσε που είδα να έχουν τόσα παραδοσιακά όργανα - ούτια, κανονάκια, βιολιά, λαούτα…»
Στα χρόνια που ακολούθησαν έκτοτε, εμφανίστηκε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας (Αθήνα, Κρήτη, Χαλκιδική, Σαμοθράκη κ.α.) και συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς μουσικούς, ανάμεσα σε αυτούς ο βιολιστής Γιώργος Ψάλτης, ο Απόστολος Τσαρδάκας (κανονάκι), ο Λευτέρης Παύλου (κρουστά), ο Δημήτρης Μυστακίδης (λαούτο), ο Κυριάκος Καλαϊτζίδης (ούτι) κ.ά.. Από ηχογραφήσεις που έχει κάνει σε διάφορες ζωντανές εμφανίσεις του, κυκλοφορούν σήμερα μεταξύ των φίλων του εκτός εμπορίου, με ιδιωτική πρωτοβουλία, αρκετά CD με τίτλο «Οι Νόμοι του Σόλωνα».
Το 2005, ο Σόλων ήταν ένα από τα τρία πρόσωπα των οποίων την «παράλληλη» ζωή αφορούσε το ντοκυμαντέρ «Μέθεξις», μαζί με τον παπα-Αναστάση από την Ήπειρο και τον καθηγητή Θανάση Βαλαβάνη, ιδρυτή της σχολής οργανοποιίας της ΝΕΛΕ Σερρών. Το ντοκυμαντέρ απέσπασε το πρώτο βραβείο στο 7ο Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ της Θεσσαλονίκης, αποσπώντας τις καλύτερες κριτικές για τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τις ζωές των τριών πρωταγωνιστών του.
Στο δρόμο της αγοράς της Μυτιλήνης κατά την εμφάνισή του πέρυσι το καλοκαίρι στο Αρχοντικό Γεωργιάδη. Μαζί του και ο 10χρονος εγγονός του, που έχει πάρει το όνομα του παππού του
Χωρίς το άλλο μισό…
Πριν δύο χρόνια ο Σόλων έχασε «την αγαπημένη του γυναίκα», τη Βαγγελιώ, χωρίς να έχουν κάνει μαζί παιδιά. Αυτός είναι ο μεγάλος του καημός κι αυτό που του έχει στοιχήσει περισσότερο από όλα. «Ήταν καλή κοπέλα, άγια. Νιώθω τύψεις, γιατί έπρεπε να της κάνω περισσότερα καλά. Όχι ότι κακοπερνούσε, όλα της τα έκανα, πηγαίναμε και πολλές βόλτες, αλλά ήθελε πιο πολύ να βγαίνει, λες και το ήξερε ότι θα πεθάνει.»
«Για κανέναν άνθρωπο που έχασα δε με πείραξε τόσο, όσο για τη Βαγγελιώ. Ήταν καλός άνθρωπος και είχαμε ταιριάξει γι’ αυτό. Ποτέ δεν έκανε παράπονα, δε ζήλευε. Είχαμε το σπίτι μας, τον μπαξέ μας, ήρθε ο διάολος και την πήρε. Από τότε, η ζωή μου έχει χαλάσει. Λέει ένα στιχάκι: “Όσοι μ’ ακούν που τραγουδώ, λένε χαρά πως έχω, μα εγώ έχω στην καρδούλα μου πίκρες, καημούς και τρέχω”. Κι ένα άλλο λέει: “Παρηγορώ την την καρδιά, μα δεν παρηγοριέται. Της λέγω χίλια ψέματα, μα εκείνη δε γελιέται”. Ό,τι κι αν κάνεις, το θυμάσαι. Μπορεί ο χρόνος να σε γιατρεύει λίγο, να συνηθίσεις τον πόνο και να μην πονάς τόσο, αλλά ο πόνος δεν παύει να υπάρχει. Τώρα αν με βάλεις με την καλύτερη γυναίκα και την πιο όμορφη, δε θα γιατρευτεί ο πόνος. Εγώ θυμάμαι τη γυναίκα μου. Ας ήμασταν χώρια, αλλά να μην πέθαινε…»
Σήμερα ζει μόνος του στο σπίτι του στο Καγιάνι, παρέα με τα ζώα του, τα φυτά και τα δέντρα του, που του δίνουν όσα χρειάζεται καθημερινά. Μαγειρεύει κάθε μέρα, έχει το γάλα του, φτιάχνει το τυρί του και ένα σωρό άλλες νοστιμιές, είναι αυτάρκης και συχνά δίνει και σε φίλους ή σε γείτονες.
Τα παιδιά του ζουν στη Μόρια και τη Μυτιλήνη και έχουν πολύ καλή σχέση και συχνή επαφή με τον πατέρα τους, ενώ καμάρι του είναι ο μικρός Σόλωνας, ο 10χρονος εγγονός του, που αναμφισβήτητα έχει πάρει από τον παππού του στους χορούς και στα τραγούδια.
Ο Σόλων δεν είναι «ούτε ευχαριστημένος, ούτε δυσαρεστημένος» από τη ζωή του, αφού, όπως λέει, πέρασε πολλά δύσκολα χρόνια και ακόμη δύσκολα περνά. Δεν τον πειράζει όμως. «Αν δεν έχει και δυσκολία η ζωή, αν τα έχεις όλα έτοιμα, δεν έχει νόημα. Πρέπει και μια μέρα να μην έχεις φαΐ, να πεινάσεις, να δεις πώς νιώθει και ο άλλος ο άνθρωπος που πεινάει.»
Τι σκέφτεται όταν τραγουδάει; «Όταν θες να πεις έναν αμανέ, σκέφτεσαι μια εικόνα λυπηρή ή χαρούμενη. Σκέφτομαι εικόνες περασμένες. Τώρα που έχω χάσει πατέρα, μάνα, χώρισα, έχασα και τη Βαγγελιώ, έχω πολλά μαζεμένα για τον αμανέ.»
Χτίζοντας τη βρύση στην παραλία της Θερμής (αριστερά). Με φίλο του στη Βέροια (δεξιά)
Όνειρα και σχέδια ζωής…
Πριν από λίγο καιρό, ο Σόλων βρέθηκε στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου, ώστε να ηχογραφήσει με τη συνδρομή γνωστών και φίλων του μια σειρά από 20 περίπου τραγούδια της Λέσβου και της Μικράς Ασίας, μέσα από μια συνεργασία του ΤΕΙ Ηπείρου και του Πανεπιστημίου Αιγαίου, αλλά και πολλών μουσικών, εγχείρημα που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Σε εξέλιξη βρίσκεται και ένα ντοκυμαντέρ που ετοιμάζει για τον ίδιο η σκηνοθέτις και καθηγήτρια πανεπιστημίου Έλενα Χόρτη.
Όνειρό του, όπως λέει, αφού «ζηλεύει τα άλλα τα μέρη», να δημιουργηθεί ένας σύλλογος αποκλειστικά Λέσβιων μουσικών, μια ορχήστρα που θα διοργανώνει συναυλίες και μουσικές βραδιές, προβάλλοντας τη μουσική παράδοση του νησιού. Δεν του αρέσει η κατάσταση που έχει επικρατήσει σε σχέση με τη μουσική στη Λέσβο. Ο Σόλων μένει πιστός στο παραδοσιακό ύφος και είναι αυστηρός με τους νέους μουσικούς: «Παλιά ήταν αλλιώς. Τώρα κάνουν μια συναυλία παραδοσιακή και βάζουν μέσα αρμόνιο… τι χρειάζεται; Δεν είναι άσχημο όργανο, ωραίο είναι, αλλά ανάλογα πού θα είναι το γλέντι, να βάλεις και τη μουσική. Τα πανηγύρια που κάνουν τώρα εδώ είναι σαν την “ανεμότρατα”, ο καθένας παίζει ό,τι θέλει. Με ένα μπουζούκι τα παίζουν όλα, ακόμη και τσάμικο.»
Δεν είναι ικανοποιημένος, ούτε από το επίπεδο πολλών μουσικών. «Βγαίνουν πολλοί, παίρνουν μια κιθάρα, ένα μπουζούκι κι ένα αρμόνιο… θα πρέπει να ξέρεις όμως για να πας. Παλιά δεν είχε μουσικούς που ήταν δεύτεροι, δεν τους έπαιρναν, γιατί όλοι ήξεραν να παίζουν πολύ καλά και το πανηγύρι ήταν σημαντικό γεγονός. Αυτό περίμενε ο κόσμος για να ακούσει μουσική. Τώρα, κάθε μέρα έχουμε τηλεοράσεις, μαγνητόφωνα, δίσκους… Κάθε τόπος έχει τα τραγούδια του. Εδώ στη Μυτιλήνη θα τραγουδήσεις τα δικά σου τραγούδια, όχι του αλλουνού, θα πεις τα μικρασιάτικα, αφού είναι το μόνο νησί που δεν έχει νησιώτικα. Άσε που εδώ στη Μυτιλήνη ο κόσμος είναι πολύ ωραίος, ο τόπος είναι πανέμορφος, πιο ωραίο μέρος δεν υπάρχει. Είναι καταπράσινη, έχει πολλά ωραία έθιμα, είναι κρίμα να μην τα κρατάμε.»
Στο 7ο Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ της Θεσσαλονίκης, όπου το ντοκυμαντέρ «Μέθεξις», στο οποίο συμμετείχε ως ένας από τους πρωταγωνιστές, απέσπασε το α΄ βραβείο
Επίλογος
Μπορεί να μένει μόνος του, όμως ο Σόλων είναι αγαπητός και ευπρόσδεκτος σε κάθε παρέα και έχει πολλούς φίλους τόσο στη Μυτιλήνη όσο και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, που συχνά τον επισκέπτονται. Πολλοί από αυτούς, μάλιστα, νέοι άνθρωποι, μουσικοί που τον έχουν συνοδέψει στους αμανέδες και στα τραγούδια του και φίλοι καρδιακοί. «Λένε “με το στραβό κοιμάσαι, αλλήθωρος σηκώνεσαι”. Με ένα γέρο αν κάθεσαι, νιώθεις γέρος. Όταν κάνεις παρέα με νέους, ξανανιώνεις.»
Δε θέλει πολλά από τη ζωή του. Απολαμβάνει τη θέα από το σπίτι του και τη μουσική του. Ποια είναι η αγαπημένη του στιγμή; «Η ωραιότερη στιγμή είναι όταν θα αρχίσεις να τραγουδάς με μια ωραία παρέα. Το τραγούδι είναι γιατρικό, είναι το φαΐ, το ποτό, η ζωή μου… Και το πρωί που θα ξυπνήσεις να δεις τον ήλιο. Υπάρχει ωραιότερο πράγμα από αυτό;»…