Τέταρτοι στην παραπαιδεία!

01/07/2012 - 05:56
Άλλη μια μελέτη της ΓΣΕΕ για τα βασικά μεγέθη της ελληνικής εκπαίδευσης, δείχνει το νομό Λέσβου 7ο στο επίπεδο εκπαίδευσης στη χώρα αλλά και… 58,2 εκατομμύρια ευρώ επίσημα σε ένα χρόνο, για φροντιστήρια!
 
Ακριβοπληρώνουν τα νοικοκυριά του νομού Λέσβου, την συστηματική τους προσπάθεια να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Έτσι σε ό,τι αφορά τις δαπάνες των νοικοκυριών για τα παιδιά του λυκείου, ο νομός Λέσβου έρχεται τέταρτος πανελλαδικά, ενώ ο ίδιος νομός βρίσκεται στην πολύ καλή έβδομη θέση μεταξύ των 52 της χώρας, στο Συνολικό Εκπαιδευτικό Δείκτη, σε αυτόν που μετρά το επίπεδο των δεικτών της εκπαίδευσης. Όλα αυτά στη νέα μελέτη του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ, που αφορά τα βασικά μεγέθη της ελληνικής εκπαίδευσης και παρουσιάστηκε σε ειδική ημερίδα στην Αθήνα. Τα ίδια αυτά συμπεράσματα έδωσε η ΓΣΕΕ και στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, σε συνάντηση που είχαν πρόσφατα, επισημαίνοντας την ανάγκη να υπάρξει ένα εκπαιδευτικό σύστημα, χωρίς τόσο μεγάλες ανισότητες, χωρίς τόσες πολλές αδυναμίες.

Η έρευνα για τα βασικά μεγέθη της ελληνικής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στηρίχθηκε στα επίσημα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, για τρία προηγούμενα σχολικά έτη, τα 2004-2005, 2005-2006 και 2006-2007.
Απ’ τα στοιχεία ειδικού ενδιαφέροντος που έχει ήδη δημοσιοποιήσει το Κέντρο για το νομό Λέσβου, και αξιολόγησε και σε αυτή τη μελέτη, είναι ότι το 2007, ο «φτωχός» νομός Λέσβου δαπάνησε για κάθε φύσης φροντιστήρια, 58,2 εκατομμύρια ευρώ. Επισήμως και φορολογημένα, διότι σαφώς μεγαλύτερο ποσό δόθηκε επιπρόσθετα σε ιδιαίτερα και χωρίς αποδείξεις ή άλλα φορολογητέα στοιχεία.

Ολοένα περισσότερα

Ένα μεγάλο κεφάλαιο της έρευνας, αφιερώνεται στη σύγκριση των δεδομένων που υπάρχουν σε κάθε νομό της χώρας καθώς και στη μέτρηση μιας σειράς από δεικτών, που αποτυπώνουν με ξεκάθαρο τρόπο τι ισχύει για την εκπαίδευση.
Ένας απ’ αυτούς τους δείκτες που μετρά η έρευνα, είναι και οι δαπάνες των νοικοκυριών, που για το σχολικό έτος 2006-2007, σε ό,τι αφορά τα λύκεια, φαίνεται ότι οι νομοί των οποίων οι κάτοικοι ξοδεύουν για την εκπαίδευση των παιδιών τους, αύξησαν ακόμη περισσότερο τις δαπάνες. Η ετήσια μεταβολή είναι της τάξης του 7,5% -σημειώνουμε, πάντα με τα επίσημα και φορολογημένα στοιχεία που είναι διαθέσιμα απ’ τις επίσημες κρατικές πηγές- και υπάρχουν νομοί που υπερέχουν σε δαπάνες σε σχέση με τη μέση τιμή των δαπανών των νοικοκυριών για την εκπαίδευση στα λύκεια, και νομοί που υπολείπονται.  Οι νομοί που υπερέχουν, είναι κατά σειρά, των Αθηνών, του Πειραιώς, της Σάμου, της Λέσβου, της Χίου, της Δυτικής Αττικής, της Ανατολικής Αττικής, της Λακωνίας, της Αρκαδίας και της Μεσσηνίας. Ουσιαστικά το λεκανοπέδιο, το βόρειο Αιγαίο και η νότια Πελοπόννησος, είναι εκείνοι που δαπανούν για την εισαγωγή των μαθητών τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τα περισσότερα χρήματα.
Είναι ενδεικτικό απ’ ό,τι παρουσιάζεται και στη μελέτη, πως οι νομοί που βρίσκονται στις πρώτες δέκα θέσεις, δαπανούν μέσω των οικογενειακών προϋπολογισμών, έως και τριπλάσια ποσά απ’ τους νομούς που βρίσκονται στις 10 τελευταίες θέσεις της κατάταξης (Δωδεκανήσου, Κυκλάδων, Πρεβέζης, Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Άρτας, Καβάλας, Ζακύνθου, Ηρακλείου και Ρεθύμνης) και φαίνεται να μην ενδιαφέρονται το ίδιο για τις πανελλαδικές εξετάσεις.

Ευημερία και εκπαίδευση
Ένα εξίσου όμως ενδιαφέρον τμήμα της μελέτης του ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ, είναι εκείνο που επιχειρεί να αναδείξει τις εκπαιδευτικές ανισότητες σε σχέση με το διαφορετικό επίπεδο ευημερίας και ανάπτυξης μιας περιοχής.
Αποτυπώνοντας έτσι την εκπαιδευτική πραγματικότητα και συγκρίνοντας βασικά μεγέθη και δείκτες σε επίπεδο νομών, παρουσιάζονται στη μελέτη στοιχεία, όπως η υλικοτεχνική υποδομή, ο μαθητικός πληθυσμός, το επίπεδο μεταπτυχιακών σπουδών του προσωπικού στην εκπαίδευση, οι χρηματοδοτήσεις που αφορούν τα σχολεία, δείκτες που συνθέτουν την εκπαιδευτική εικόνα του κάθε νομού. Παράλληλα, σχηματίζεται ο Συνολικός Εκπαιδευτικός Δείκτης (ΣΕΔ), ο οποίος χαρακτηρίζεται ως ένα εργαλείο παρακολούθησης των βασικών μεγεθών της εκπαίδευσης, που συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας πιο αποτελεσματικής εκπαιδευτικής πολιτικής, αφού δείχνει τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των νομών, όπως κι εκείνους τους νομούς που βρίσκονται σε πιο μειονεκτική ή σε πιο πλεονεκτική θέση απ’ τους υπόλοιπους.
Ο νομός Λέσβου στην κατάταξη του ΣΔΕ, βρίσκεται μεταξύ των νομών με τις πλεονεκτικότερες θέσεις, 7ος στη σειρά, σε ό,τι αφορά τους επιμέρους δείκτες που συνθέτουν το επίπεδο της εκπαίδευσης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις υποδομές, τις σχολικές βιβλιοθήκες, τα εργαστήρια φυσικών επιστημών, ξένων γλωσσών, τα γυμναστήρια στα σχολεία, το γεγονός ότι όλοι οι μαθητές πηγαίνουν πρωί σχολείο χωρίς να υπάρχουν βάρδιες στα ημερήσια σχολεία, ο αριθμός των εκπαιδευτικών, η συγκράτηση των μαθητών στην εκπαίδευση, οι επιδόσεις των μαθητών και ειδικά του λυκείου, όπως και οι επιδόσεις στη γλώσσα και στα μαθήματα κατεύθυνσης.
Στη μελέτη, ο ΣΕΔ συσχετίζεται με το Συνθετικό Δείκτη Ευημερίας και Ανάπτυξης, το Δείκτη Επιπέδου Κινδύνου Φτώχειας και το Δείκτη Μορφωτικού Επιπέδου. Δίχως να υπάρχουν σαφείς απαντήσεις στο κατά πόσο οι ανισότητες στο εισόδημα, είναι ανάλογες με τις ανισότητες στην εκπαίδευση, η μελέτη συνδέει το Συνολικό Εκπαιδευτικό Δείκτη με τους υπόλοιπους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες κάθε νομού.


Με τα επίσημα στοιχεία των αρμόδιων υπηρεσιών, το 2007, ο νομός Λέσβου δαπάνησε 58,2 εκατομμύρια ευρώ για φροντιστήρια. Το ποσό αυτό είναι πολλαπλάσιο αν υπολογιστούν τα αφορολόγητα ποσά που κατευθύνονται στην παραπαιδεία

Είμαστε… πλούσιοι
Και στους τρεις αυτούς δείκτες, ο νομός Λέσβου έχει συγκριτικά με την υπόλοιπη χώρα, ιδιαίτερα καλές θέσεις, αφού σε ό,τι αφορά το Συνθετικό Δείκτη Ευημερίας και Ανάπτυξης, είναι στη 18η σειρά της κατάταξης μεταξύ των 52 νομών, στο Δείκτη Επιπέδου Κινδύνου Φτώχειας στη θέση 40, και στο Δείκτη Μορφωτικού Επιπέδου του πληθυσμού του στη θέση 24 (λαμβάνεται υπόψη το μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων ηλικίας από 33 έως 43 ετών).
Στον υπολογισμό του Δείκτη Ευημερίας, αθροίστηκαν 20 επιμέρους δείκτες, στους οποίους περιλαμβάνονται: το Α.Ε.Π. ανά κάτοικο, το Δηλωθέν Εισόδημα ανά κάτοικο, οι Αποταμιευτικές Καταθέσεις ανά κάτοικο, η οικιακή χρήση Ηλεκτρικού Ρεύματος ανά κάτοικο, τα Επιβατικά ΙΧ Αυτοκίνητα ανά 100 κατοίκους, οι κύριες Τηλεφωνικές Συνδέσεις ανά 100 κατοίκους, η Απασχόληση, η Οικοδομική Δραστηριότητα, η Τουριστική Ανάπτυξη, η αναλογία σχολείων, νοσοκομείων, ιατρών, φαρμακείων και δασκάλων ανά κάτοικο.

10ος σε καταθέσεις

Μερικά από αυτά τα οικονομικά μεγέθη που κατατάσσουν το νομό Λέσβου στην 18η σειρά, ουσιαστικά μεταξύ των πιο πλούσιων νομών, είναι οι κατά κεφαλή αποταμιευτικές καταθέσεις που το 2005 ήταν 10.900 ευρώ, το κατά κεφαλή ΑΕΠ που ανέρχονταν σε 12.400 ευρώ, το δηλωθέν εισόδημα ανά φορολογούμενο που έφτανε τα 11.300 ευρώ, όπως κι ο φόρος εισοδήματος ανά φορολογούμενο που έφτανε τα 770 ευρώ.
Σε σχέση με την κατάταξη με τους άλλους νομούς στα ίδια οικονομικά μεγέθη, ο νομός Λέσβου ήταν το 2005 10ος στις κατά κεφαλήν αποταμιευτικές καταθέσεις, 22ος στο φόρο εισοδήματος ανά φορολογούμενο, 24ος στο δηλωθέν εισόδημα ανά φορολογούμενο αλλά και 38ος σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλή ΑΕΠ.
 

Οι βασικές διαπιστώσεις για το εκπαιδευτικό σύστημα
Αναποτελεσματικό και αδύναμο


«Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι αναποτελεσματικό επειδή αδυνατεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της κοινωνίας και αδύναμο επειδή δεν διαθέτει μηχανισμό να εντοπίζει τις εκάστοτε αδυναμίες του», όπως  επισημαίνεται ως βασικό συμπέρασμα στη μελέτη του ΚΑΝΕΠ, η οποία και ανέδειξε τη σημασία των βασικών μεγεθών της εκπαίδευσης (Χρηματοδότηση, Υποδομές, Προσωπικό, Επίδοση και Σχολική Διαρροή των μαθητών,) σε όλες τις βαθμίδες, και τομείς ευθύνης (Δημόσιος και Ιδιωτικός) και στις κατηγορίες σχολείων (Ημερήσια-Νυχτερινά) της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας.
Μεταξύ των γενικών συμπερασμάτων της μελέτης για το εκπαιδευτικό σύστημα, είναι πως οι προσδοκίες των ενδιαφερομένων ομάδων εντός και εκτός συστήματος, είναι πολλές, σημαντικές, συχνά αποκλίνουσες, ενώ το κόστος, το κοινωνικό και οικονομικό για τα νοικοκυριά, από μόνο του θέτει προτεραιότητες στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση από εκείνη ενός δομημένου στρατηγικού σχεδιασμού για την εκπαίδευση. Για παράδειγμα, περισσότερες προσπάθειες έχουν γίνει τα τελευταία 40 χρόνια στον τρόπο εισαγωγής των αποφοίτων του Λυκείου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αντί από τις απολύτως αναγκαίες μεταρρυθμίσεις (στόχων, περιεχομένου και παραγόμενων αποτελεσμάτων) της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. 


Μια σειρά από δείκτες, όπως ο αριθμός των μαθητών με Μέτρια Επίδοση στο Λύκειο, μετρήθηκαν απ’ το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ προκειμένου να δώσουν την εικόνα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σήμερα. Ο νομός Λέσβου και σε αυτό το δείκτη, είναι μεταξύ εκείνων που βρίσκονται να πλεονεκτούν σε σχέση με το μέσο όρο όλων των νομών. Σημειωτέον πως σε ό,τι αφορά το Συνολικό Εκπαιδευτικό Δείκτη, ο νομός Λέσβου διακρίνεται στην 7η θέση πανελλαδικά για το επίπεδο της εκπαίδευσης 

Δεν μεριμνά…

Το εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτηρίζεται ως αναποτελεσματικό και αδύναμο. Αναποτελεσματικό: επειδή αδυνατεί να ανταποκριθεί (ή και να μεταβάλλει) στις προσδοκίες της κοινωνίας, η οποία δαπανώντας τα 2/3 της δημόσιας χρηματοδότησης της εκπαίδευσης σε φορείς εκτός συστήματος, εκτιμά ότι είτε αναπληρώνει αδυναμίες της δημόσιας εκπαίδευσης, είτε ότι προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες στα παιδιά της. Όμως ο πρώτος λόγος υποδηλώνει κενά στο στρατηγικό σχεδιασμό, ενώ ο δεύτερος υποδηλώνει είτε ότι το σύστημα δεν μεριμνά για τον αδύνατο, είτε ότι δεν διαθέτει πολλαπλές ατομικές επιλογές για την επαγγελματική σταδιοδρομία του μαθητή.
Αδύναμο: επειδή δεν διαθέτει μηχανισμό που να εντοπίζει μέσα σε ένα δυναμικό και εξελισσόμενο περιβάλλον, τις εκάστοτε αδυναμίες-ανεπάρκειες, ή και τα νέα δεδομένα και να αντιδρά διορθωτικά. Υποτιμώντας διαρκώς τα μικρά μεγέθη, επιχειρεί απλώς να συντηρήσει τα μεγάλα.
Με αυτά τα δεδομένα, η μελέτη επιθυμεί να υπογραμμίσει τις προκύπτουσες -πάσης μορφής ανισότητες- που αντιστρατεύονται την κοινωνική συνοχή, ή και την απειλούν, να αποδώσει την αναγκαία σημασία στο ρόλο των τοπικών κοινωνιών στη χάραξη των εθνικών πολιτικών και να συμβάλλει ενεργά και αποτελεσματικά στο κοινωνικό αίτημα για ειλικρινή, αποτελεσματική και τεκμηριωμένη διαβούλευση για την ποιοτική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος.

Όπου πιέζεται…
Κάποια ακόμη γενικά συμπεράσματα για το εκπαιδευτικό σύστημα που αποτυπώνονται στη μελέτη, είναι πως:
* Το σύστημα δεν διαθέτει πόρους για την ανάπτυξη της στρατηγικής του. Οι πόροι εξαντλούνται σε λειτουργικές δαπάνες, δεν επιμερίζονται χωροταξικά, και οι καινοτομικές λύσεις χρηματοδοτούνται συνήθως από συγχρηματοδοτούμενα κοινοτικά προγράμματα, χωρίς άλλη πρόβλεψη για το μέλλον τους.
* Το σύστημα επικεντρώνει αντανακλαστικά το ενδιαφέρον του, εκεί που η κοινωνία το πιέζει. Σήμερα στα Γενικά Λύκεια και στο σύστημα πρόσβασης. Γι’ αυτό και επί δεκαετίες, η Υποχρεωτική Εκπαίδευση της χώρας, δεν διαθέτει ενιαίο σχεδιασμό με αποτέλεσμα κατά τη μετάβαση από Μέρος σε Μέρος (Νηπιαγωγείο, Δημοτικό, Γυμνάσιο) να διαφοροποιούνται τόσο τα μεγέθη, όσο και τα αποτελέσματα. Ελάχιστες είναι οι καινοτομίες που είχαν ταυτόχρονη εφαρμογή και επιτυχία στις βαθμίδες της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης.
* Το Προσωπικό που υπηρετεί στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αποτελεί μέγεθος με σημαντικό εύρος διαφοροποιήσεων σε επίπεδο νομού, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα για τη διασφάλιση της ποιότητας στην εκπαίδευση. Το ότι η λειτουργία του συστήματος στηρίζεται και στην αξιοποίηση αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών, αποτελεί μειονέκτημα στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και επιπλέον αποδυναμώνει το ρόλο και την αποτελεσματικότητα του κάθε Συλλόγου Διδασκόντων.
* Η αναδιάρθρωση της δομής της διοίκησης και της επιστημονικής καθοδήγησης της εκπαίδευσης, τόσο στην κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Παιδείας, όσο και στις περιφερειακές υπηρεσίες και στους εποπτευόμενους φορείς, είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου να αναπτυχθεί μια δομημένη στρατηγική επιλογή και να γίνει αποτελεσματική η διαχείριση της καινοτομίας. Η διασφάλιση της ποιότητας σε όλο το φάσμα της εκπαιδευτικής πυραμίδας και στο εύρος ολόκληρης της εκπαιδευτικής κοινότητας, αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τον στρατηγικό σχεδιασμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος και όλων του των βαθμίδων: ένα καλό Νηπιαγωγείο και Δημοτικό σχολείο, στηρίζει ένα καλό Γυμνάσιο, ένα καλό Γενικό Λύκειο, μια αξιόλογη και αξιοπρεπή Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση, κι ένα ακόμα καλύτερο Πανεπιστήμιο.
«Ο κοινός στόχος είναι πλέον σαφής: μια ποιοτική εκπαίδευση με ευαισθησία, έγνοια και φροντίδα για τις υπαρκτές κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες. Ένα αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα διασφαλισμένης ποιότητας, με πολλαπλές επιλογές και δυνατότητες, τόσο για την τυπική εκπαίδευση, όσο και για τη Δια Βίου εκπαίδευση. Ένα δημοκρατικό και ανθρώπινο σχολείο σε κάθε γωνιά της χώρας, προσβάσιμο από κάθε πολίτη», είναι το τελικό συμπέρασμα του Κέντρου, που για ακόμη μία φορά κατέθεσε επεξεργασμένες προτάσεις για την εκπαιδευτική πραγματικότητα.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey