Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Το «Ε» σήμερα συζητά με τη Νάντια Λιαρέλλη, με αφορμή την παρουσίαση, πριν από μια εβδομάδα στην Αθήνα, του βιβλίου της «Παραμύθια… απ’ το σεντούκι της Αγγελικώς», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αιολίδα». Μαθαίνει για τη σχέση της με τη γιαγιά της, για τα παραμύθια που άκουγε κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, αλλά και για τη διαφορά τού «τότε» με το «σήμερα» ως προς τα ερεθίσματα που παίρνουν τα μικρά παιδιά από τις ιστορίες που ακούν και βλέπουν να εκτυλίσσονται στα βιβλία, αλλά και την τηλεόραση.
Κυρία Λιαρέλλη, πώς πήγε η τελευταία παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο «Ν. & Σ. Μπατσιούλας»;
«Πολύ καλά. Είναι ένα βιβλιοπωλείο των Αμπελοκήπων που κάνει συχνά παρουσιάσεις και δείχνει ενδιαφέρον για το παιδικό βιβλίο. Η παρουσίαση είχε αρκετό κόσμο και πολλά παιδάκια, και ήταν “μαζεμένη” και “οικογενειακή”, ξέφευγε από τις συνηθισμένες παρουσιάσεις. Μίλησα εγώ και ο αθλητικός συντάκτης και πολύ καλός φίλος Παύλος Παπαδημητρίου, που είπε πως το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά, αλλά πως είναι πολύ ευχάριστο και για τους μεγάλους γιατί ανασύρει και μνήμες.»
Πού μεγαλώσατε και ποια είναι η σχέση που έχετε με τη Λέσβο;
«Με τη Λέσβο έχω σχέση εξ αγχιστείας, αφού έχω παντρευτεί Μυτιληνιό. Εγώ έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στον Πειραιά, σε αστική περιοχή, ενώ είμαι μισή Κωνσταντινουπολίτισσα και μισή Βορειοηπειρώτισσα. Δεν υπάρχει πλέον πατρίδα για μένα και θεωρώ πως το σημείο αναφοράς μου εκτός της Αθήνας, είναι μόνο η Λέσβος, την οποία κι αισθάνομαι ως τόπο καταγωγής μου. Έχω πολλούς φίλους κι έρχομαι συχνά, αισθάνομαι σα στο σπίτι μου και νιώθω ότι πάω στο χωριό μου.»
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να επιλέξετε έναν εκδοτικό οίκο της περιφέρειας, όπως η «Αιολίδα», για την έκδοση του βιβλίου σας;
«Θεωρώ πως η δουλειά που γίνεται στην “Αιολίδα” περιέχει πολύ το προσωπικό στοιχείο, αφού τα παιδιά που εργάζονται εκεί, πραγματικά καταθέτουν την ψυχή τους σε αυτό που κάνουν. Δεν είναι ένας απρόσωπος εκδοτικός οίκος όπως αυτοί των Αθηνών και πιστεύω πως αξίζει τον κόσμο να στηρίζουμε τη δουλειά της περιφέρειας, αφού το δικαιούται και το αξίζει.
Το βιβλίο έχει πολύ καλή απήχηση στην Αθήνα, είναι άλλωστε και κάτι πρωτότυπο και η αισθητική δουλειά που έγινε ήταν εκπληκτική. Πωλείται και η συλλεκτική έκδοση και συνήθως αυτοί που το παίρνουν, παίρνουν και τα δύο, παρ’ όλο που οι καιροί είναι δύσκολοι και η τιμή του πανόδετου είναι διπλάσια. Το σημαντικό είναι πως το παίρνουν περισσότερο σα δώρο τόσο για τα παιδιά τους, αφού το προτιμούν από ένα παιχνίδι, όσο και για τους ίδιους.»
Ανοίγοντας το σεντούκι…
Ποια είναι λοιπόν η γιαγιά η Αγγελικώ και πόσο κοντά ήσαστε οι δύο σας;
«Η Αγγελικώ ήταν η γιαγιά μου, από πλευράς της μητέρας μου. Ήταν ο ορισμός της “γιαγιάς” και οι δύο μας είχαμε την κλασσική σχέση γιαγιάς κι εγγονής. Εγώ ήμουν το μικρότερο από τα εγγόνια της με μεγάλη διαφορά από τα προηγούμενα και υπήρχε πολύς χρόνος από πλευράς της, κι έτσι ασχολήθηκε περισσότερο μαζί μου. Ήμουν πολύ δύσκολη στον ύπνο - γενικά ήμουν δύσκολο παιδί - και μόνο η γιαγιά με έκανε καλά, άσχετα με το αν δεν κοιμόμουν επάνω στο παραμύθι. Δεν έτρωγα χωρίς παραμύθι. Τώρα τα παιδιά τα ταΐζουν μπροστά στην τηλεόραση και τα αφήνουν εκεί, κάτι που δεν κατηγορώ αναγκαστικά, αφού το έχω κάνει κι εγώ ως μητέρα. Γενικά, ο χρόνος που αφιερώνουμε πια στα παιδιά δεν είναι αυτός που πρέπει. Είναι οι ρυθμοί τέτοιοι και χάνουμε και τη συνοχή της οικογένειας, η παραδοσιακή έννοια της “οικογένειας” δεν υπάρχει πια.»
Τι σας προσέφεραν σαν παιδί οι αφηγήσεις της;
«Άκουγα συνέχεια για τη συνεχή μάχη του καλού με το κακό, για τη δικαίωση του έντιμου ανθρώπου - το ευχάριστο τέλος σε ποιον δεν αρέσει; Τα παραμύθια υποσυνείδητα περνάνε πάρα πολλές αξίες, κοινωνικές και ηθικές, όπως η αξιοκρατία, η εντιμότητα, το θάρρος, και όχι μόνο. Πάρα πολλά πράγματα περνούν μέσα από τα παραμύθια υποσυνείδητα στα παιδιά, χωρίς να ωραιοποιούν καταστάσεις. Το παραδοσιακό ελληνικό παραμύθι είναι πολύ πιο κοντά στην καθημερινότητα, οι άνθρωποι μετέφεραν σε αυτό σκηνές της δικής τους ζωής, τους πόθους τους, τις ελπίδες τους, τις φιλοδοξίες τους, τα όνειρά τους. Η γιαγιά μου έβγαζε και τα δικά της παραμύθια, βασιζόμενη σε κάτι που μπορεί να είχε συμβεί και μετατρέποντάς το σε ιστορία.»
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να… ανοίξετε το «σεντούκι» της και να αναβιώσετε τα παραμύθια της στο χαρτί;
«Τυχαία ήρθε, δεν το επεδίωξα. Ξαφνικά. Έψαχνα να βρω ένα βιβλίο να κάνω δώρο στο βαφτισιμιό μου, στον οποίο είχα δηλώσει πως δεν επρόκειτο να ξαναπάρω παιχνίδι, παρά μόνο βιβλία. Ψάχνοντας, ήθελα κάτι πιο ιδιαίτερο, κάτι να τον τραβήξει, να αρχίσει να διαβάζει. Και σκέφτηκα, γιατί, αφού ξέρω τόσα παραμύθια, να μην τα καταθέσω; Θυμάμαι πάρα πολλά, είναι ατέλειωτα. Πρόχειρα μπορώ να πω ότι θυμάμαι μέχρι και 1.000 παραμύθια. Είναι απίστευτο τι αποθήκες έχει η παιδική μνήμη. Τα παιδιά μπορεί να τα θάβουν βαθιά στο μυαλό τους, αλλά τα ανακαλούν. Το είχα κι ανάγκη να ξαναθυμηθώ το παιδί μέσα μου, να πω την αλήθεια. Δεν ήθελα να χαθεί αυτό, μεγάλωσα τα παιδιά μου έτσι και το θεωρούσα απαραίτητο να τους λέω από ένα παραμύθι πριν κοιμηθούν.»
«Καλά» παραμύθια
Θεωρείτε πως τα σημερινά παιδιά έρχονται σε επαφή με αξιόλογα και διδακτικά παραμύθια; Ποια θεωρείτε εσείς «καλά» παραμύθια;
«Γράφονται καλά παιδικά βιβλία, είναι η αλήθεια. Νομίζω όμως ότι λείπει πολύ η φαντασία. Το παραμύθι περιέχει σημερινά πράγματα, εξελίχθηκε, για να είναι και πιο κοντά στο παιδί. Μου αρέσουν τα παλιά παραμύθια γιατί τα θεωρώ πιο ρομαντικά και η φαντασία είναι πολύ πιο ισχυρή, δουλεύει πολύ. Δεν υπάρχει πραγματικός χρόνος, ο καθένας μπορεί να τα τοποθετήσει όπου θέλει και η περιγραφή των χαρακτήρων δεν είναι η περιγραφή των χαρακτήρων ενός βιβλίου, οι χαρακτήρες των παραμυθιών έχουν άλλα χαρακτηριστικά.»
Τα δικά σας παραμύθια θεωρείτε πως είναι ευκολοδιάβαστα;
«Είπαν κάποιοι πιο νέοι άνθρωποι ότι τους φάνηκαν παράξενα και λίγο άγρια ίσως. Εγώ νομίζω ότι είναι πραγματικά. Αν σκεφτείτε πως τα παιδιά βλέπουν πολύ χειρότερα πράγματα στην τηλεόραση από το δράκο του παραμυθιού, που το καθένα μπορεί να το δει όπως θέλει και ο δράκος συμβολίζει το κακό που με θάρρος και πολλή δουλειά μπορείς να το παλέψεις, νομίζω πως τα δικά μου παραμύθια δεν είναι άγρια.»
Υπάρχει κάποιο παραμύθι της Αγγελικώς που είναι το αγαπημένο σας;
«Ναι, οι “Τρεις συμβουλές”. Tο έχω εφαρμόσει στη ζωή μου και δεν έχασα. Τηρώ υποσυνείδητα και τις τρεις, χρόνια τώρα: “τι δε σε μέλλει μη ρωτάς, ποτέ κακό μην πάθεις”, “μη λοξοδρομείς ποτέ από το δρόμο που έχεις χαράξει” και “τον αποψινό θυμό φύλαξέ τον το πουρνό”. Ποτέ δεν τσακώνομαι βράδυ. Είναι ένα παραμύθι που συναντάται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Γενικά τα παραμύθια έκαναν κύκλους και ανάλογα με την περιοχή, ποικίλλει και το περιεχόμενό τους. Οι προσλαμβάνουσες των ανθρώπων ήταν διαφορετικές. Είναι μέρος της ελληνικής παράδοσης και απεικονίζει ακριβώς τις περιοχές και τον τρόπο τού ζην και σκέπτεσθαι των ανθρώπων της εποχής. Τα παραμύθια των ορεινών, που δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους θάλασσα, ήταν ένας έμμεσος τρόπος για να ταξιδέψουν. Οι νησιώτες, που είχαν την πολυτέλεια να ταξιδεύουν λόγω της δουλειάς τους, έχουν πολύ πιο πλούσια παραμύθια, πιο ηθογραφικά, με έντονο το στοιχείο της ξενιτιάς, αφού η Ελλάδα ήταν πάντα μια φτωχή χώρα που έψαχνε την τύχη της αλλού. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη φαντασία, αλλιώς δεν μπορεί ούτε να ονειρευτεί, ούτε να ταξιδέψει. Δυστυχώς, τώρα έχουμε γίνει πιο επίπεδοι. Από την άλλη, υπήρχε και χρόνος. Δε θυμάμαι τη γιαγιά μου να έχει πει ποτέ “δεν προλαβαίνω”, όλα γίνονταν παράλληλα. Υπήρχε η έννοια της “εστίας” στα σπίτια…»