Κάτι μαγειρεύουν πάλι εκεί στην «Αιολίδα». Αυτήν τη φορά κάτι που μυρίζει παραμύθια, ξόρκια, μπελάδες και περιπέτειες. Τι συμβαίνει; Τα πράγματα δεν είναι απλά, όμως να τι λένε οι φήμες.
Κάτι μαγειρεύουν πάλι εκεί στην «Αιολίδα». Αυτήν τη φορά κάτι που μυρίζει παραμύθια, ξόρκια, μπελάδες και περιπέτειες. Τι συμβαίνει; Τα πράγματα δεν είναι απλά, όμως να τι λένε οι φήμες. Δυο αινιγματικοί παραμυθάδες, ο Αυλητής από τη Λήμνο και ο Παππουλάνθρωπος από τη Λέσβο βρέθηκαν κρυφά και είπαν μεταξύ τους ιστορίες λησμονημένες από καιρό. Με κάποιον ανεξήγητο τρόπο, αυτά που είπαν τυπώθηκαν σε χαρτί, εικονογραφήθηκαν από άξιους καλλιτέχνες και είναι σχεδόν έτοιμα, λόγια και εικόνες να τέρψουν τα αυτιά, τα μάτια και τις ψυχές μας. Για να μη λείπει τίποτα, ο Αυλητής και ο Παππουλάνθρωπος κάθισαν και έγραψαν μουσική με κιθάρα, ούτι, λύρα, χαμπιόλι και γκάντα και έβαλαν τη μουσική τους να στέκεται αντάξια συνοδεία των ιστοριών. Έτσι το βιβλίο, και πάλι μυστηριωδώς, συνοδεύεται από ένα CD γεμάτο αφήγηση και μελωδία. Το «Αυλητής και Παππουλάνθρωπος: Μαγεμένες ιστορίες από τη Λέσβο και τη Λήμνο» είναι σχεδόν έτοιμο να ορμήσει στα ράφια των βιβλιοπωλείων στις αρχές του Αυγούστου. Μια μικρή γεύση ας πάρουν οι ανυπόμονοι με τη μικρή ιστορία των «Αμπελιών του Μάρτη» διά στόματος του μάγου Αυλητή. Ας κρυφακούσουμε!
«Τ’ αμπέλια του Μάρτη, όπως θα ξέρεις, είναι μαγεμένα γιατί κάθε τόσο, όταν η πανσέληνος τα φωτίζει, οι κορμοί μεταμορφώνονται σε κάτι μικρά ξωτικά πλασματάκια, ίσαμε δύο - τρεις πιθαμές στο μπόι, που αντί για μαλλιά έχουν κληματίδες. Λένε πως αυτά τα πλάσματα εκείνη τη νύχτα του Μάρτη βγαίνουνε και κυνηγάνε τα κουνέλια και τους ασφάλαγγες. Γι’ αυτό, όλο το χρόνο που αυτά τα διαβολοπλάσματα κοιμούνται, οι κούνελοι και τα λοιπά σερνάμενα της γης τρώνε και χαλούν τα αμπέλια. Επειδή όμως οι άνθρωποι γέμισαν κάποτε τον τόπο με λογιώ-λογιώ κλήματα, ήρθε ένας καιρός που τα ξωτικά κάθε μαρτιάτικη πανσέληνο ήταν πάρα πολλά και τα κουνέλια κινδύνευαν να εξαφανιστούν. Τα βάλανε κάτω, λοιπόν, κούνελοι και ασφάλαγγες, ποντικοί και κουρούνες (σύμμαχοι όλοι τους) και κουβέντιασαν για το πρόβλημά που είχαν.
Κουβέντα στην κουβέντα, τους ήρθε μια φαεινή ιδέα.
Κάλεσαν, λοιπόν, όλα τα γαϊδούρια της περιοχής και τους έκαναν μάθημα, πώς να μπαίνουνε στ’ αμπέλια και να τρώνε τις κληματίδες. Πήγαιναν μια και δυο οι καλλιεργητές καβάλα στα γαϊδούρια να δουν τ’ αμπέλια τους, ξεκαβαλίκευαν, τα δένανε και αρχίζανε τις δουλειές. Εν τω μεταξύ τα ζωντανά καλά δασκαλεμένα, μασούλαγαν το σκοινί, λύνονταν, μπουκάρανε μέσα και κρατς κρουτς! τρώγανε τις μακριές και τρυφερές κληματσίδες.
«Βρε ζωντόβολο! Βρε ακαμάτη! Θα με καταστρέψεις κακό χρόνο να ‘χεις!» Φώναζε ο Γαρύφαλλος στο γαϊδούρι του τον Ντορή. Ωστόσο ο Ντορής ως γαϊδούρι διέθετε αυτό που λέμε γαϊδουρινή υπομονή και έτσι παρ’ όλες τις βρισιές, τις ξυλιές και τις προτροπές του Γαρύφαλλου είχε καταφέρει να «ξυρίσει» ολόκληρο το αμπέλι μέσα σε λίγες μόνο μέρες.
Όταν λοιπόν ήρθε η πανσέληνος του Μαρτίου, τα κλήματα ζωντάνεψαν ξανά, αλλά χωρίς μαλλιά! Το κόλπο της συμμαχίας των ζώων είχε πετύχει. Τι ρεζιλίκι! Απ’ την ντροπή τους τα κληματοξωτικά ξανά κοκκάλωσαν και ξύλωσαν και μείνανε έτσι για πάντα. Τα κουνέλια, οι ασφάλαγγες και οι κουρούνες είχανε σωθεί μια και καλή. Και όλ’ αυτά εξ αιτίας των γαϊδουριών και της γαϊδουρινής υπομονής τους.
Όμως τα γαϊδούρια, χωρίς να το ξέρουνε, κάνανε κι άλλο καλό! Βλέποντας ο Θεός τι διαολιές γινόντουσαν στον τόπο, λυπήθηκε τα ξωτικά των αμπελιών που χάσανε τα μαλλιά τους. Έτσι τα ευλόγησε να βγάλουν πολύ καρπό το ίδιο καλοκαίρι. Πράγμα που έγινε! Μόλις ήρθε ο καιρός για τον τρύγο, όλα τα γαϊδουροφαγωμένα κλήματα ήταν φορτωμένα με πολλά τσαμπιά γερά και ολόγλυκα σταφύλια!
Έτσι λοιπόν και οι άνθρωποι μάθανε να κλαδεύουν τ’ αμπέλια τους πριν το μαρτιάτικο φεγγάρι: από την προαιώνια διαμάχη των ξωτικών και των τρωκτικών και βέβαια από την τρανή τη γαϊδουρινή παρέμβαση!»