Νόμιζα πως έφυγες πολύ μακριά. Δεν ξέρω πως μετριέται η απόσταση πέρα απ’ τα αστέρια, δε ξέρω πως μετριέται ο χρόνος… Πως με κοιτάς από κει ψηλά δεν ξέρω… Θάρρεψα πως όλο ξεμάκραινες… Που, πού; Για τη γειτονιά των αγγέλων…
Κάθε φορά που την έβλεπα ήταν όλο και πιο λυπημένη, όλο και περισσότερο βυθισμένη στο πένθος της. Δεντράκι μού θύμιζε που το χτύπησε κεραυνός και κάηκαν τα κλαδιά του. Πουλί που έχασε το ταίρι του κι έμεινε ορφανό. Σαν εκείνα…
Στήθηκε στο περβάζι της πόρτας λίγο πριν από το χάραμα και με κοιτούσε ώρα πολλή σιωπηλή. Αφάνταστα θορυβώδης αυτή η σιωπή, εκκωφαντική. Πολλά τα λόγια ανάμεσά μας που δεν ειπώθηκαν, ατελείωτοι οι συλλογισμοί. Κι ήξερα πως στο φως του πρωινού…