Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Όσοι ασχολούμαστε με το γλωσσικό θέμα δεν πρέπει να ξεχνάμε την απεριόριστη δύναμη που έχει αυτό το επικοινωνιακό μέσο που λέγεται τηλεόραση, και στο εκφραστικό και στο εικονιστικό πεδίο, αλλά κυρίως -και αρνητικά- στο λόγο που τον υποβαθμίζει και τον διαστρεβλώνει προς χάριν της εικόνας.
Η τηλεόραση όπως και η ηλεκτρονική δικτύωση είναι παντοδύναμα μέσα, και αυτό που κερδίζει πρώτιστα κάποιος (είτε με την αγαθή είτε με την ηροστράτεια φήμη) είναι η αναγνωρισιμότητα, το κλειδί της σύγχρονης επιτυχίας.
Δεν είναι τυχαίο που δημοσιογράφοι, ποδοσφαιριστές, άνθρωποι των σίριαλ και καθημερινές «χαλκομανίες» κατέληξαν πρόσφατα στο ευρωκοινοβούλιο, και στην ουσία καλούνται να ρυθμίσουν τις τύχες μισού δισεκατομμυρίου ψυχών.
Όλοι αυτοί έχουν ένα κοινό γνώρισμα: απεχθάνονται την ορθή και έντεχνη χρήση της ελληνικής γλώσσας.
Αδιαφορία, περιφρόνηση και λάθη επί λαθών.
Θα το ξαναπούμε για άλλη μια φορά. Έχουμε δημοτική γλώσσα που είναι υπέροχη. Είναι ισότιμη με τη λόγια γλώσσα, έχει απαράμιλλο λεκτικό πλούτο, πατάει στο συντακτικό και τη γραμματική της αρχαίας και έχει εγγράψει στο ενεργητικό της αριστουργήματα του λόγου, όπως είναι οι λαϊκές παροιμίες και τα δημοτικά τραγούδια.
Το κακό με κάποιους είναι ότι θέλουν να παρεμβάλλουν στο λόγο τους εκφράσεις της αρχαίας και της λόγιας γλώσσας χωρίς να τις κατέχουν. Και δεν τις κατέχουν γιατί ούτε διδάσκεται ούτε εκτιμάται γενικώς η γλώσσα.
Το αποτέλεσμα είναι να γίνονται λάθη που με την αποδοχή τους δημιουργούν ένα νόθο γλωσσικό καθεστώς και διαμορφώνουν κάθε μέρα επί τα χείρω τη γλώσσα.
Μπήκαμε πάλι στον πειρασμό να αλιεύσουμε μαργαρίτες από τα στρείδια του καθημερινού δημόσιου λόγου, ιδίως κατά την πρόσφατη «αλιευτική» περίοδο των εκλογών.
«Ανεξαρτήτου (αντί ανεξαρτήτως) ηλικίας» και «βαρέου (αντί βαρέος) τύπου» και το «εξαρτάται» μη ακολουθούμενο από το «από».
Βαρεθήκαμε να ακούμε την «ποσόστωση» με λάθος έννοια, τον «δικαιϊκό πολιτισμό» (αντί του δικαϊκού), τον «ευάριθμο» με την έννοια του υπεράριθμου και την πρόσφατη πρωθυπουργική «απεύθυνση»(!)
Πέρασε μισός αιώνας να αρχίσουμε να μαθαίνουμε ότι η προστακτική είναι «επίλεξε» και όχι «επέλεξε», λέμε όμως ακόμα «άραται (αντί αίρεται) η αυτοδυναμία» και λέμε «τώρα συνδράμω» αντί του ορθού «συντρέχω» και «κατάσχω» στον ενεστώτα, πράγματα ανύπαρκτα.
Η τρίτη κλίση, οι αόριστοι, οι αναδιπλασιασμοί, τα είς -μι, και τα συνηρημένα ρήματα είναι πλέον παγίδες και terra incognita για όλους τους Έλληνες.
Άκουγα προχθές βουλευτή να λέει «εάν η ηγεσία υπερκεράζει» αντί του «υπερκερεί», και επίλεκτο δημοσιογράφο να λέει «οι νεοεκλεγείς (!) πρόεδροι» .
Άλλος δημοσιογράφος βραχυκύκλωσε ο καημένος λέγοντας «η απουσία των κρανών» ... των κράνων ... τα κράνη (!).
Όπως έχουμε διατηρημένη την ιστορική ορθογραφία έτσι έχουμε και την ιστορική γραμματική. Λέμε δηλαδή «των χελωνών» (για τα πρωτόκλιτα) και «των ακτίνων» (για τα προερχόμενα από την τρίτη κλίση).
Λέμε λανθασμένα «υπέρ του δέοντος» και «υπό του μηδενός».
Βάζουμε χέρι ακόμα και στο Ευαγγέλιο μη αναγνωρίζοντας ότι είναι η βάση της δημοτικής μας γλώσσας. Λέμε «πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις» (ενώ η σημασία είναι ότι τρεις φορές θα με απαρνηθείς) και «μεριμνάς και τυρβάζεις περί πολλά» (αντί του ορθού «τυρβάζεσαι»).
Πολύς λόγος στα λαθολόγια έχει γίνει για το «ουκ έχει πού την κεφαλήν κλίνη (υποτακτική) που το συνηθίζουμε «κλίναι», όπως και το «έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» που το τρέπομε σε πρωτόκλιτο («σάρκαν»).
Διορθώνουμε επίσης το «επελθών γαρ ο θάνατος ταύτα πάντα εξηφάνισται» της νεκρώσιμης υμνολογίας σε «εξηφάνισεν», ενώ πρόκειται για όμορφη ονομαστική απόλυτο, αλλά δεν ενοχλούμαστε που, προφανώς εκ λάθους αντιγραφής, το «υπό γην έκρυψαν των σεσωσμένων οι παίδες» εμφανίζεται σε όλα τα βιβλία «υπό γης».
Ταυτολογίες, λάθη και παντελώς άτεχνη γλώσσα, για ένα λαό που γέννησε και το λόγο και την Τέχνη.
«Το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών» (!) και «αποφασίσαμε να πάρουμε την απόφαση». Από την Πόλη έρχομαι ...
Θα μπορούσαν να γραφτούν τόμοι της γλωσσικής ασέλγειας, θα τελειώσουμε όμως με το «πλέον» που δεν υπάρχει πλέον ένας (!) Έλληνας που να το βάζει στη σωστή του συντακτική θέση, που δεν είναι βέβαια η αρχή της πρότασης.
Και για να δούμε άλλη μια φορά το μεγαλείο της δημοτικής γλώσσας, να θυμίσουμε ότι αυτή το μετέγραψε σε «πια», αλλά σεβόμενη την αρχαία σύνταξη το έβαλε να ακολουθεί τη λέξη «τώρα». Όπως θα λέγαμε: «Τώρα πια δεν υπάρχει σωτηρία, ούτε για τη γλώσσα»…
* «Γλωσσόκομον»: σάκος προς φύλαξη μουσικών οργάνων ή χρημάτων, πορτοφόλι, θησαυροφυλάκιο.