Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ήρθαν πάλι και φέτος οι μέρες που γεμίζουν οι γειτονιές και οι εξώθυρες των σπιτιών χαρούμενες παιδικές φωνές που τραγουδούν τα κάλαντα, μια συνήθεια που ζει επί 3000 χρόνια και επιβίωσε μέσα σε αλλεπάλληλες θρησκείες, γλώσσες και πολιτισμούς.
Η λέξη προέρχεται από τις ρωμαϊκές «καλένδες» (εκ του ρήματος calo= καλώ) όπως ονόμαζαν τότε τις νουμηνίες δηλ. τις πρώτες των μηνών, σε αντίθεση με τους Έλληνες που δεν είχαν το ίδιο μηνολόγιο, εξ ου και η έκφραση «στις ελληνικές (λέξη που κακώς παραλείπεται) καλένδες» σημαίνει «ουδέποτε».
Να σημειωθεί ότι υπήρχε ισοδύναμη και αρχαιότερη έκφραση και στα ελληνικά. Ήταν το «εις Μέτωνος ενιαυτόν», επειδή η προταθείσα αστρολογική διαρρύθμιση του έτους από τον σπουδαίο Μέτωνα τον Αθηναίο το 432 π.Χ. ανεβλήθη και δεν ίσχυσε ποτέ.
Η 15η τεσσάρων ρωμαϊκών μηνών λεγόταν «ειδός» (idus εκ του iduo=διαιρώ) με τις ειδούς του Μαρτίου να είναι αποφράς ημέρα λόγω της δολοφονίας του Καίσαρα.
Τα κάλαντα ήταν εγκωμιαστικά τραγούδια και ευχές των παιδιών επί τη ενάρξει του μήνα και αποκόμιζαν φιλοδωρήματα.
Η συνήθεια διασώθηκε και από τον χριστιανικό κόσμο για την πρωτοχρονιά και τις άλλες γιορτές του δωδεκαημέρου και εμπλουτίσθηκε από ένα σωρό μελωδίες, στιχάκια και έθιμα.
«Χριστούγεννα πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου
για βγείτε, δείτε, μάθετε που ο Χριστός γεννάται…»
και άλλα λαϊκότερα:
«Σ’ αυτό το σπίτι που’ ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλιες χρονιές να ζήσει…»
ή στη Σάμο:
«Σ’ αυτό το σπίτι που’ ρθαμε τα ράφια ειν’ ασημένια
του χρόνου σαν και σήμερα να’ ναι μαλαματένια…»
Θυμάμαι τα κάλαντα πριν λίγες δεκαετίες στην επαρχία να ψέλνονται απόγεμα μέχρι και νύχτα, ποτέ πρωί, γιατί ο πολύς κόσμος ήταν αγροτικός κι ο νοικοκύρης του σπιτιού έλειπε την ημέρα από το σπίτι.
Κάλαντα υπήρχαν και την Πρωτοχρονιά με πρωταγωνιστή τον προστάτη των γραμμάτων Αϊ-Βασίλη, και ανήμερα ακολουθούσε το έθιμο της «μπολιστρίνας» (buona strena=καλή τύχη) που ήταν γενναίο χρηματικό φιλοδώρημα των μεγάλων της οικογένειας προς τους μικρότερους.
Έχει ωστόσο ενδιαφέρον να δούμε ότι τέτοιες εορταστικές συνήθειες, και με την ίδια σημαντική, προϋπήρχαν των ρωμαϊκών και των χριστιανικών.
Ο ιστορικός Εμμ. Κρητικίδης αναφέρει ότι ο Όμηρος όταν βρέθηκε τυχαία στη Σάμο τον οδήγησαν παιδιά στα πρόθυρα πλούσιων σπιτιών και έψαλε την «Ειρεσιώνη» αρχίζοντας με τους στίχους του:
«Σπίτι σου απόψε ήρθαμε μεγάλε νοικοκύρη…»
(Δώμα προσετραπόμεθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο…)
και μάλιστα υποσημειώνει το εξής συγκινητικό, ότι κατά την εορτή του Προδρόμου στο Μίνστερ της Γερμανίας, παιδιά γύριζαν τα σπίτια και τραγουδούσαν την Ειρεσιώνη του Ομήρου σε γερμανικό ιδίωμα!
Η «ειρεσιώνη» (εκ του έριον=μαλλί) ήταν κλωνάρι συνήθως ελιάς στολισμένο με άσπρο και κόκκινο μαλλί και με φρούτα της εποχής, εκτός από μήλο και αχλάδι. Το περιέφεραν «παίδες αμφιθαλείς» (που είχαν δηλαδή και τους δύο γονείς), μάζευαν φιλοδωρήματα και στο τέλος το κρέμαγαν στο υπέρθυρο του σπιτιού τους μέχρι την ίδια μέρα του επόμενου χρόνου.
Όπως είναι ολοφάνερο πρόκειται για το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου των ημερών μας, μόνο που εκείνο ήταν κινητό και η τελετή γινόταν τότε την 7η του μηνός Πυανεψιώνος δηλαδή στις 22 Οκτωβρίου.
Πυανέψια ήταν βρασμένα όσπρια και κυρίως κουκιά (πύανα) προς τιμήν του Απόλλωνα και της Αθηνάς.
Επίσης η γιορτή των Θεοφανίων με τη γαλήνη της φύσης και το αλλόμενο (γάργαρο) και καθαρτήριο νερό έχει μεγάλη ομοιότητα με τα αρχαία «Πλυντήρια», που κατέβαζαν από το Ερέχθειο το άγαλμα της θεάς Αθηνάς και το πήγαιναν εν πομπή στο Φάληρο να το πλύνουν, με μια διαφορά: η τελετή γινόταν 10 Ιουλίου (25η μηνός Θαργηλιώνος).
Οι γιορτές, όπως και οι εποχές, αντιγράφουν η μια την άλλη. Φαίνεται ότι τα ονόματα των θεών αλλάζουν…