Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1957, στη συνεδρίαση των εργασιών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο Έλληνας αντιπρόσωπος Ξενοφών Ζολώτας προκάλεσε ισχυρή έκπληξη σ’ όλο τον κόσμο με το λόγο του.
Και όχι για το τι είπε (ήταν άλλωστε διακεκριμένος οικονομολόγος και διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος), αλλά για το πώς το είπε.
Ο λόγος του ήταν στα αγγλικά με αποκλειστικά ελληνικές λέξεις που τις έχει πολιτογραφήσει και ενσωματώσει η αγγλική γλώσσα.
Κατ’ απαίτησιν εκφώνησε δεύτερο τέτοιο λόγο στις 2 Οκτωβρίου 1959.
Οι 147 λέξεις του πρώτου λόγου και οι 283 του δευτέρου ήταν όλες ελληνικές εκτός από τα άρθρα και κάτι συνδέσμους.
Ο λόγος, πέραν του ότι διαφήμισε την ελληνική οντότητα και τις παμφαείς ελληνικές αρχές, έκανε παγκόσμια εντύπωση και βέβαια περισσότερο σε αυτούς που δεν γνώριζαν λεπτομέρειες της γλωσσικής ιστορίας.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αντιστραφεί.
Ο γκατζετακισμός και η διείσδυση της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, με την αρωγή και της εγχώριας γλωσσικής αδιαφορίας, έχουν αλώσει κυριολεκτικά την ελληνική γλώσσα.
Είναι πλέον για έναν ηλικιωμένο άνθρωπο ακατανόητες οι μεταξύ νεαρών συζητήσεις επί όλων των θεμάτων, όπως και οι περισσότερες διαφημίσεις.
Η τεχνολογία αλλάζει όπως είναι φυσικό όλα τα δεδομένα, όπως έκαναν όλες μέχρι σήμερα οι επαναστάσεις όλων των τύπων. Όχι μόνο λέξεις και τεχνικοί όροι, αλλά ολόκληρα επαγγέλματα αφανίζονται.
Ποιος γνωρίζει σήμερα, για παράδειγμα, τον πεταλωτή (πέντε είχε το χωριό μου στην ακμή του) αφού έχουν μείνει όλα κι όλα τρία άλογα, κι αυτά χάριν γούστου;
Ποιος ξέρει τί είναι ο γανωματής ή καλαντζής, που γύριζε τις γειτονιές και άλειβε τα χάλκινα τετζερέδια με κασσίτερο για να γίνουν ασφαλή στη χρήση αλλά και στιλπνότερα, μια τεχνική που ξεκίνησε από τη μυκηναϊκή εποχή και τα μελανόμορφα αγγεία μέχρι τη χθεσινή, γιατί σήμερα οι χύτρες μας είναι πια από ατσάλι κι από σιλικόνη;
Σκέφτομαι πόσα πράγματα κατάργησε η ανάπτυξη και εντοπίζω κυρίως μια ομάδα ασχολιών και επαγγελμάτων που είχαν άμεση σχέση με την καλλιτεχνία και είχαν όλα σαν δεύτερο συνθετικό το «γράφος».
Ο τηλέγραφος και ο πολύγραφος πρόσφεραν κάποτε ύψιστες υπηρεσίες και εν καιρώ ειρήνης και ιδίως εν καιρώ κινδύνων.
Ο φωνογράφος, που μας γαλούχησε μουσικά, αντιστάθηκε όσο ήταν δυνατόν στα εντυπωσιακά μέσα αναπαραγωγής του ήχου.
Ο τυπογράφος έχει περιορισθεί και μετεξελιχθεί.
Ο φωτογράφος έχει κυριολεκτικά χάσει το ψωμί του, και όσοι ασχολούνται με τη φωτογραφία το κάνουν σαν πάρεργη τέχνη.
Ο αιτησιογράφος και ο επιστολογράφος δεν έχουν πλέον αντικείμενο, ο δε καλλιγράφος είναι πράγμα δυσεύρετο και, κατά την επίσημη κοινή γνώμη, αχρείαστο.
Κανείς πια δεν ασκείται στην αρχιτεκτονική τής «χειρόγραφης» γραφής, αλλά και το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα δεν την προωθεί όπως κάποτε, και τη θεωρεί περιττή και ανούσια επιτήδευση.
Τραγική ειρωνεία, ο homo faber, αυτός ο επιδέξιος άνθρωπος «κατασκευαστής» να μην ξέρει να χρησιμοποιήσει το μολύβι φάμπερ!
Και επειδή θυμηθήκαμε το εκπαιδευτικό σύστημα, μαζί με το «καλλιγράφος» πήρε η μπόρα και το «ορθογράφος», με κίνδυνο να βρίσκεται επί ξυρού ακμής η επιβίωση της λεγόμενης «ιστορικής ορθογραφίας», που τόσες έννοιες και τόσες πολύτιμες πληροφορίες μας έδωσε τουλάχιστο στο γραπτό λόγο, και που βοήθησε τις ξένες γλώσσες να πλουταίνουν μέχρι σήμερα και να εκφράζονται, όπως το απέδειξε ο περίφημος λόγος του Ζολώτα.