Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Οι συστηματικοί αναγνώστες της στήλης αυτής στο πάντα φιλόξενο Εμπρός θα θυμούνται το επεισόδιο για το οποίο είχαμε γράψει πριν από δεκαπέντε ημέρες, αντιγράφοντας τα σχετικά από τον δεύτερο τόμο (1896) του περιοδικού Ξενοφάνης, οργάνου του Συλλόγου Μικρασιατών «Η Ανατολή», του σπουδαίου αυτού Συλλόγου, που με έδρα την Αθήνα (πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή) ασκούσε τα καθήκοντα, μεταξύ άλλων, και ενός οιονεί Υπουργείου Παιδείας (Εκπαίδευσης καλύτερα) για τις πόλεις και τα χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας και του οποίου το αρχείο απόκειται στην Εστία Ν. Σμύρνης.
Υπενθυμίζω ότι ο ανώνυμος συντάκτης του Ξενοφάνη αναφέρεται σε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στην πόλη της Μυτιλήνης προς τα τέλη του 19ου αιώνα και είχε να κάνει με την κηδεία του Thedose Bargigli, υποπροξένου της τότε Αυστρο-ουγγαρίας στο νησί μας, γνωστού για τη δράση του, πρόξενου-γιατρού που πέθανε στην πόλη της Μυτιλήνης. Το επεισόδιο προκλήθηκε επειδή οι ορθόδοξες αρχές και η δημογεροντία της πόλης θέλησαν να τιμήσουν τον Thedose Bargigli για τις υπηρεσίες που ως γιατρός είχε προσφέρει στην κοινωνία της πόλης, συνοδεύοντας τη σορό του και αποδίδοντας σεβασμό στη μνήμη του, πράγμα που προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του καθολικού ιερέα, ο οποίος αρνήθηκε να θάψει τον νεκρό με την παρουσία του ορθόδοξου μητροπολίτη. Τελικά ο αυστριακός πρόξενος κηδεύτηκε από την ορθόδοξη εκκλησία, επειδή ο καθολικός παπάς επέμεινε στις απαιτήσεις, με αποτέλεσμα, όπως αναφέρει ο συντάκτης του περιοδικού, η κόρη του υποπροξένου να αγανακτήσει σε τέτοιο βαθμό που να θελήσει να μεταστραφεί στο ορθόδοξο δόγμα. Όμως ο ορθόδοξος μητροπολίτης και μετέπειτα οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε´ δεν το αποδέχτηκε, επειδή έκρινε ότι η απόφαση αυτή έπρεπε να είναι το αποτέλεσμα σοβαρής σκέψης και όχι η αντίδραση σε ένα ακραίο περιστατικό θρησκευτικής μισαλλοδοξίας.
Το περιστατικό αυτό, που έκρινα σκόπιμο να παρουσιάσω από τις σελίδες του Εμπρός, φαίνεται, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του συντάκτη του Ξενοφάνη, ότι ξέφυγε από τα όρια της κοινωνίας της Μυτιλήνης και απασχόλησε τον Τύπο και την κοινωνία της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, στις εφημερίδες των οποίων έγινε αναπαραγωγή του με λεπτομέρειες και σχολιασμό. Ίσως μάλιστα θα άξιζε τον κόπο κάποιος να ανατρέξει στα φύλλα αυτά για περισσότερη ενημέρωση και βέβαια για να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες και να διασταυρώσει πράγματα και πρόσωπα. Βέβαια αυτό δεν μπορεί σήμερα να γίνει από τις στήλες μιας εφημερίδας γενικής ύλης, αλλά το θέτω ως έναυσμα για περαιτέρω έρευνα από τους ενδιαφερομένους.
Εκείνο, όμως, που πρέπει να επισημάνουμε σήμερα και με την προϋπόθεση ότι τα γεγονότα που αναπαράγονται από τις στήλες του Ξενοφάνη, είναι κοντά στην πραγματικότητα, είναι ότι υπό την πίεση ορισμένων συγκυριακών προϋποθέσεων, ο θρησκευτικός φανατισμός και η οξύτατη αντίθεση που καλλιεργείται επί αιώνες μεταξύ των δύο χριστιανικών δογμάτων -καθολικισμού και ορθοδοξίας- μπορεί να αναπαράγεται με οξύτητα ακόμα και στα τέλη του 19ου αιώνα. Μάλιστα, πράγμα και το οποίο είναι και το πλέον ακραίο, να εμφανίζεται σε συνθήκες που έχουν να κάνουν με την εξόδιο ακολουθία και την ταφή ενός προσώπου, δηλαδή σε συνθήκες (θάνατος - κηδεία), που φυσιολογικά τα ακραία πάθη καταλαγιάζουν και επικρατεί η συναίνεση και ανοχή ενώπιον των αντιθέσεων και η καταλλαγή.
Αν το γεγονός το κρίνουμε ως ένα μεμονωμένο επεισόδιο, ίσως μάλιστα και να μην μπορούμε να καταλάβουμε τις συνθήκες αναπαραγωγής του στείρου θρησκευτικού φανατισμού. Ωστόσο, από την πλευρά της ορθόδοξης εκκλησίας, που καλύτερα γνωρίζω, ήδη σε παλαιότερα νομοκανονικά κείμενα υπάρχουν διατάξεις που επιχειρούν να αντιμετωπίσουν όχι τον θρησκευτικό φανατισμό -αυτό μάλλον είναι αδύνατο- αλλά τις περιπτώσεις αυτές, που δεν ήταν σπάνιες. Δηλαδή πώς πρέπει να ενεργήσει ένας ορθόδοξος ιερωμένος, ένας απλός παπάς, όταν βρεθεί μπροστά στο φαινόμενο να ζητήσει τις υπηρεσίες του ένας πιστός άλλου δόγματος (και εν προκειμένω καθολικός), ελλείψει θρησκευτικού εκπροσώπου του αιτούντος τη συνέργειά του. Με απλά λόγια, τι έπρεπε να πράξει ένας ορθόδοξος παπάς αν τον καλούσαν να κηδεύσει έναν καθολικό που πέθαινε σε έναν τόπο που δεν υπήρχε καθολικός παπάς και καθολικό κοιμητήριο. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά, όσο φαίνονται σε εμάς σήμερα και μάλλον θα μας απασχολήσουν και σε ένα ακόμα σημείωμά μας.