Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ένας μετρ του ευρωπαϊκού πνεύματος με βαθιές γνώσεις της ιστορίας και συγκινητική ελληνολατρία ήταν ο περιώνυμος φιλέλλην Φρανσουά-Ρενέ υποκόμης του Σατομπριάν και ελληνοπρεπώς «Σατοβριάνδος».
Το «Οδοιπορικό του 1806» σε Ελλάδα και Ανατολή, δεκαπέντε μόλις χρόνια προτού να αρχίσει ο απελευθερωτικός αγώνας της χώρας μας (γεγονός που τον χαροποίησε και τον δικαίωσε) είναι πράγματι ένα σπουδαίο βιβλίο. Είναι ένα γλαφυρό οδοιπορικό, μια σύνθετη περιηγητική πραγματεία, που δράττεται της ευκαιρίας να εκθέσει ποταμούς ιστορικών πληροφοριών, τεκμηριωμένες απόψεις για πολλά θέματα και ταυτόχρονα μιαν απεριόριστη αγάπη για την Ελλάδα.
Οι κριτικοί τον θεωρούν σκαπανέα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού και όντως ο λυρισμός στις περιγραφές του περισσεύει.
Ωστόσο στο βιβλίο αυτό παρελαύνουν ιστορικά γεγονότα και πληροφορίες για τάφους και τοποθεσίες που φανερώνουν μια αξιοθαύμαστη αρχαιογνωσία, καθώς επίσης και απόψεις για την ελληνική Τέχνη, μέχρι και μια «Συγκριτική Τεχνοκριτική» όταν περιγράφει μνημεία, αρχαιολογικά ευρήματα και κυρίως αρχαίους ναούς και την αισθητική τους συγγένεια με τους ναούς της χριστιανοσύνης.
Το Κεφάλαιο του Οδοιπορικού «Πελοπόννησος-Αττική» τελειώνει με ρεαλιστικές όσο και προφητικές διαπιστώσεις που έχουν σχέση με τη φιλοσοφία της Ιστορίας.
Ιχνηλατεί με οξυδέρκεια την πτώση της ελληνικής εποχής. Την αποδίδει στον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Τον πόλεμο τον έχασε η Αθήνα γιατί η δημοκρατία της δεν ήταν ικανή να αντιμετωπίσει τη δύναμη του ενός (της Σπάρτης).
Πέφτοντας βέβαια η Αθήνα συμπαρέσυρε και τη Σπάρτη, η οποία ήταν επί αιώνες στείρα από φιλοδοξία και από πνευματικά έργα.
Αντί να οργανώσει όλα τα κράτη της Ελλάδας σε μια κοινή διοίκηση και να εκμεταλλευτεί τους στρατηγούς (π.χ. Επαμεινώνδα) και τα στρατηγικά πλεονεκτήματα, έδωσε λαβή πρώτα στους Θηβαίους και εν συνεχεία στους Μακεδόνες να εκμηδενίσουν τον ελλαδικό χώρο.
Συχνά στο Οδοιπορικό του θλίβεται από τη νέκρα και την εγκατάλειψη του ελληνικού τοπίου και οικτίρει τους σύγχρονους και ανύποπτους για το αρχαίο κλέος Έλληνες που είναι καταδικασμένοι να συνυπάρχουν με τους Αλβανούς και να ανέχονται τη δεσποτεία του πασά και το μαστίγιο του γενίτσαρου.
Ευτυχώς δε που τους κράτησε η θρησκεία, γιατί το Κοράνι, όπως λέει, δεν φημίζεται για διδαχές πολιτισμού. Πουθενά δεν κηρύσσει το μίσος για την τυραννία, ούτε την αγάπη για την ελευθερία. Το βιβλίο είναι σε πολλά σημεία καταπέλτης κατά της τουρκικής βαρβαρότητας, με την οποία δυστυχώς συνεχίζει να ταλανίζεται η Ελλάδα.
Η Αθήνα είναι το κλειδί της ιστορίας.
«Όταν, λέει, η Ευρώπη ξυπνά από τη βαρβαρότητα, η πρώτη κραυγή της είναι για την Αθήνα και στα ερείπιά της τρέχουν όλοι λες και ξαναβρήκαν τις στάχτες μιας μητέρας (!)».
Σε ένα σημείο αναφέρει την παράγραφο 70 του Βιβλίου Α του Θουκυδίδη που περιγράφει το μεγαλείο του Αθηναίου πολίτη και εξηγεί εν πολλοίς το διαχρονικό θαύμα του κλεινού άστεως:
«Έλεγαν οι Κορίνθιοι στους Σπαρτιάτες -επικειμένου του πολέμου- ότι υπάρχει ένας λαός (οι Αθηναίοι) που ποθεί το καινούριο και το θάρρος του ξεπερνά τη δύναμή του. Δεν χάνει ποτέ την ελπίδα του, αλλά και νικημένος δεν χάνει το θάρρος του.
Τη ζωή του δεν τη θεωρεί ιδιοκτησία του γι αυτό τη θυσιάζει εύκολα για την πατρίδα.
Παίρνει ό,τι επιθυμεί, και στη θέση ενός ανεκπλήρωτου σχεδίου βάζει μια καινούρια προσδοκία.
Τα σχέδιά του τα εκτελεί τάχιστα και καθώς είναι απασχολημένος με το μέλλον, τού διαφεύγει το παρόν. Κοντολογίς είναι ένας λαός ελεύθερος, προοδευτικός και ακούραστος»
Όταν σ’ αυτούς τους ύμνους προσθέσουμε και τον «Επιτάφιο του Περικλή» (Θουκυδίδης Β35) με την έννοια της δημοκρατίας, τις τιμές των προγόνων, την ελεύθερη κοινωνία, τη φυσική ισορροπία του χαρακτήρα («φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας κλπ»), την ενεργό συμμετοχή στα κοινά και προπαντός την πίστη ότι η σκέψη δεν πρέπει να αναστέλλει τη δράση (!), τότε θα κατανοήσουμε την παγκόσμια ιστορική σημασία αυτής της πόλης καθώς και την ανυπόκριτη λατρεία του Σατοβριάνδου, ο οποίος εξομολογείται σε ένα σημείο: «Περνώντας από τα ερείπια της Σπάρτης στα ερείπια των Αθηνών ένιωσα πως θα ήθελα να πεθάνω με τον Λεωνίδα και να ζήσω με τον Περικλή!»