Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Όσοι γράφουν δημόσια, προτείνουν και ασκούν κριτική, δηλαδή όσοι ασχολούνται με τη σοβαρή δημοσιογραφία, αλλά και όλοι γενικά που καταπιάνονται με τη λογοτεχνία, έχουν μια υποσυνείδητη επιθυμία, μαζί με το να προβληθούν, να αλλάξουν και τον κόσμο. Να μετακινήσουν τα λεγόμενα κακώς κείμενα, που δεν θα πάψουν ποτέ να δεσπόζουν στον κόσμο και στη ζωή μας.
Θυμάμαι με την ευκαιρία έναν κοσμογονικό μύθο των Εσκιμώων που λέει ότι «ο ουρανός στηρίζεται πάνω στα ψηλά βουνά και η γη πάνω σε στύλους που στέκουν σκουριασμένοι και σε άθλια κατάσταση»!
Και εδώ γεννάται το μεγάλο φιλοσοφικό ερώτημα, που όπως θα δούμε παρακάτω, έχει και Επικούρεια καταγωγή: «Να προσπαθεί κανείς ν’ αλλάξει τον κόσμο ή να κάθεται στ’ αβγά του;»
Είναι πράγματι πολλοί που πρεσβεύουν και το δηλώνουν σήμερα ότι «δεν αλλάζει ο κόσμος και καλό είναι να τον αποδέχεται κανείς όπως είναι και να συμβαδίζει με τα προβλήματά του και τις παθογένειές του».
Το δίλημμα έχει τεράστια πολιτική και κοινωνική σημασία.
Καταρχάς η αλλαγή είναι στοιχείο της ίδιας της ζωής και της κοσμογονίας. Η αέναη πάλη και η ατέρμονη σύγκρουση των εν αντιθέσει στοιχείων και της φυσικής και της ηθικής, προσδιορίζει μέχρι σήμερα την εξέλιξη και των ειδών και της ανθρωπότητας.
Εξ άλλου, δημοκρατία σημαίνει (όπως εναργέστατα και αποκλειστικά παρουσιάζει ο Θουκυδίδης δια στόματος Περικλή στον περίφημο «Επιτάφιο») ενεργό συμμετοχή του κάθε, μα του κάθε, πολίτη στα κοινά της πόλης, και με σημερινούς όρους στα κοινά του κράτους.
Η σοβαρότερη φιλοσοφική αντίδραση σ’ αυτό το αυτονόητο κοινωνικό αξίωμα προήλθε από τις δοξασίες και τη διδασκαλία του Επίκουρου.
Ο διακεκριμένος αυτός «γενικός» φιλόσοφος (341-270 π.Χ.) προσπάθησε, όπως και άλλοι προκάτοχοί του, να διατυπώσει σύστημα γενικής φιλοσοφίας με τον συγκερασμό σπουδαίων απόψεων, ξεκινώντας από τη Δημοκρίτεια φυσική και φτάνοντας στη στωική ηθική του Ζήνωνα του Κιτιέα. Μάλιστα με κάποιες δοξασίες του σχετικά με την αθεΐα, την επιδίωξη της ύψιστης ηδονής και την αγέρωχη αντιμετώπιση του θανάτου, συνεχίζει μέχρι σήμερα να έχει φανατικούς θιασώτες.
Ειδικά, στην «προς Μενηκαίον» επιστολή αναφέρεται στην πολιτική ζωή του ατόμου. Λέει δηλαδή ότι, εφόσον ο ιδιώτης ζει σε μεγαλύτερη ησυχία (που είναι το επικούρειο ζητούμενο της ευδαιμονίας) από τον πολιτικό, τότε είναι προτιμότερο το «αφανώς ιδιωτεύειν», δηλαδή το πολυσυζητημένο «λάθε βιώσας», που σημαίνει να ζει κανείς απαρατήρητος.
Για κάποιους αυτή η άποψη είναι ακραία και ναρκοθετεί τα θεμέλια της δημόσιας ζωής και της δημοκρατίας.
Όποιος θέλει να δει συνοπτικά τις αντιρρήσεις σ’ αυτό το επικούρειο θεώρημα είναι χρήσιμο να διαβάσει το μικρό και περιληπτικό έργο του Πλουτάρχου με τον τίτλο «Ει καλώς είρηται το λάθε βιώσας» (δηλαδή εάν έχει λεχθεί καλώς, και ισχύει, το λάθε βιώσας του Επίκουρου).
Αυτή η ρήση, κατά τον Πλούταρχο, αντιστρατεύεται την έννοια του φωτός (εξ άλλου «φως-τός» καλείται στην αρχαία γλώσσα και ο άνθρωπος), την έννοια της γένεσης και της φθοράς και απομακρύνει τον άνθρωπο από την κοινωνική συμμετοχή, από τα καλά και ωφέλιμα έργα και από την έγνοια του για το πού πάει αυτός ο κόσμος.
Είναι χαρακτηριστικός ο αφορισμός του σοφού Χαιρωνειέα ότι «η αφάνεια είναι το κολαστήριο των κακώς βιωσάντων»!