Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Στον χρόνο που φεύγει χρωστώ ένα «ευχαριστώ», γιατί ήρθε: Έκρυβε ατέλειωτες εκπλήξεις και ανατροπές, αναπάντεχα, καλά, κακά, αδιάφορα, εντυπώσεις, αλλαγές, επιφύλασσε όμως μία δικαίωση. Έκανε πράξη έναν στόχο ζωής. Σημαντικό. Η ζωή δεν προσφέρει γενναιόδωρα πάντοτε τα δώρα της. Κάθε φορά που το κάνει, ας το χαιρόμαστε.
Ο γερασμένος χρόνος στο τελείωμά του έκρυβε πάλι κάτι από ανατροπή: Απολαμβάνοντας τις μικρές εκπλήξεις της ζωής, ρούφηξα με δύναμη τη μυρωδιά της θάλασσας στα πνευμόνια μου. Μυρίζει αλλιώς η θάλασσα στην πατρίδα. Είναι πάντα πιο θαλασσινή η αύρα της! Περπατώντας κατά μήκος της μεγάλης αδειανής παραλίας κοιτούσα πέρα, πίσω από τον ορίζοντα. Από παιδί το είχα το συνήθειο: «Τι υπάρχει πίσω από δω», «πού οδηγεί ο δρόμος;» Αυτό το σαράκι που δεν άφησε ποτέ να χαλαρώσω και να απολαύσω τον παράδεισο που είχα στα πόδια μου. «Ότι εσύ θέλεις να παραμείνεις και σε σπρώχνω εγώ να φύγεις; Πού τα πουλάς αυτά, παιδί μου; Γιατί δεν είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου;» ακούω ακόμα τον απόηχο από τη φωνή της σ’ έναν δυνατό καυγά που είχαμε, είχα δεν είχα κλείσει τα είκοσι. Είχε δίκιο. Πάντα είχε δίκιο. Αλλά και κανέναν τόπο δεν αγάπησα περισσότερο από τον δικό μου. Πάντα τον κουβαλώ μέσα μου. Και πάντα φεύγω.
Όπως περνώ το γήπεδο το μυαλό μου γυρίζει στις νότες του λαϊκού τραγουδιστή που αποχαιρετήσαμε αυτές τις μέρες. Στο πανεπιστήμιο τον σνομπάραμε. Έφηβοι ακόμη ανακαλύπταμε το «ποιοτικό». Περίσσευε η μπάσα βαριά φωνή του από το πάνθεον της υψηλής τέχνης που νομίζαμε ότι απολαμβάναμε. Και κρύβαμε κάτω από το χαλί ότι σιγομουρμουρίζαμε τα σουξέ του. Ωραίο πράγμα το λαϊκό, το αυθεντικό λαϊκό. Μόνο να το καμαρώνεις αξίζει και όχι να το κοιτάς αμήχανα, σαν πρωτοετής που ακόμη ψάχνει τη μουσική του ταυτότητα, την προσωπικότητά του γενικότερα. Ήρθε νομίζω η ώρα για κάποιες παρατάξεις πολιτικές να ωριμάσουν. Να μάθουν πως η λέξη «καψούρα» δεν ταιριάζει στον δημόσιο πολιτικό λόγο. Να μην τα τσουβαλιάζουν όλα. Όλα δεν τσουβαλιάζονται. Ωραία είναι να υπάρχει κάτι να μας καίει, να μας βασανίζει, να μας πονάει, να το αποζητάμε. Εμπειρία είναι! Που ελπίζω έχουν στις αποσκευές τους οι ιδρυτές της νεόκοπης παράταξης. Αλλά το λαϊκό είναι κάτι παραπάνω από μια ανόητη και εγωιστική επιμονή για ένα πρόσωπο. Είναι καημός για το αληθινό. Για ό, τι βρίσκεται παρόν στη ζωή μας και αγωνιούμε να μείνει: για την υγεία, για την οικογένεια, για την ελευθερία, για τις αγάπες που δηλώνουν καθημερινή παρουσία, για τα πρόσωπα που μας συμπαραστέκονται, χωρίς να προσπαθούν σε μια φευγαλέα επιδοκιμασία μας προς αυτά να γεμίσουν τα δικά τους κενά και να γιατρέψουν τα δικά τους τραύματα. Η καψούρα δεν είναι βόλι, δεν είναι ούτε επίδεσμος όμως.
Πήρα μ’ αυτά και μ’ εκείνα τον δρόμο της επιστροφής. Είχε αρχίσει να ψυχραίνει κι ας ήταν ακόμη μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε δυνατά. Σ’ εμάς στα βόρεια κάνει κρύο. Σκεφτόμουν τι σημαίνει «λαϊκός». Σημαίνει «του λαού», «δημοφιλής», «αγαπητός», «οικείος σαν αγαπημένος» αυτό περίπου θα πει. Οπότε είναι λογικό να χαιρετάς ένα τέτοιο πρόσωπο με συγκίνηση, με συμμετοχικότητα, με αγάπη. Αλλά δεν είναι αρκετό, για να ανακρούεις τον εθνικό ύμνο! «Νύχτα ξελογιάστρα» «και σαν πρώτα ανδρειωμένη»; Να μην χάνουμε τον μπούσουλα, μανούλα μου. Όλα να τα χαιρόμαστε, αλλά να ξέρουμε τι, πώς και κυρίως γιατί.
Τις απαντήσεις σε όλες τις εκκρεμότητες τις είχε δώσει ο χρόνος που τέλειωνε. Ένας ακόμη λόγος να τον ευγνωμονώ. Συν ότι μου έμαθε καλύτερα τον μεγάλο εκείνον άγνωστο: τον εαυτό μου! Πολύ καιρό σε ένα τεμπέλικο παρελθόν, όταν ο χρόνος περίσσευε και για τα ανούσια αναρωτιόμουν εγώ πώς, τι, αν. Ήρθε αυτή η ώρα πέρσι και κατάλαβα: Εκείνο το παιδί είχε επιτέλους ωριμάσει! Πειράζει να ζητήσω περισσότερα από τον καινούργιο;