Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Εύθυμα, μα πολύ σοβαρά
Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τι λέγεται ντροπή.
Γ. Σουρής
Πρόσχαρος, ευρηματικός, γελαστός κι ενίοτε καυστικός, μα κυρίως οξύνους ο κυρ-Βασίλης, με το πλούσιο κοινωνικό και πολιτιστικό του έργο, ανήκει στους λιγοστούς αριστοκράτες που απομείνανε, και θέλησα να τον γνωρίσω. Πολύ δειλά, σχημάτισα τον αριθμό τηλεφώνου και περίμενα.
«Ήμουνα στο νοσοκομείο, αλλά με διώξανε», είπε.
«Γιατί σας διώξανε;»
«Δεν είχε γιατρό της ανάλογης ειδικότητας.»
«Δεν καταλαβαίνω.»
«Είμαι ενενήντα δύο χρονώ, και δεν τολμώ να αρρωστήσω.»
«Και πάλι δεν κατάλαβα.»
«Το ξέρω. Κανένας δεν καταλαβαίνει.»
Μεσολάβησαν λίγα λεπτά σιωπής, θόλωσε πάλι το μυαλό μου με όλα τούτα τα φριχτά που συμβαίνουν στον τόπο μας, με τους πολιτικούς μας αποσυντιθέμενους, να μυρίζουν σαπίλα είπε ο Βαγγέλης, πτωμαΐνη λέω από τη μεριά μου, και μ’ ένα χάος μπροστά μας, έτοιμο να μας καταπιεί. Κοντεύουν να σπάσουν τα τύμπανα των αυτιών μας, τα νεύρα μας δοξάρια ετοιμοπόλεμα χτυπιούνται, «κάτι πρέπει να γίνει», ανακράζουν από κάτω. Ο λαός φωνάζει οργισμένος, θυμώνει, αγανακτεί, βρίζει, ήρθε στις κάλπες, ευτυχώς όχι κάλπικες, έδωσε τα μηνύματά του, σκληρά, φαίνεται δεν τα κατάλαβαν οι έχοντες τα μεγάλα καζάνια έτοιμοι να πέσουν μέσα στο χυλό ή το μέλι που απόμεινε. Πωρωμένοι φαίνεται τόσα χρόνια, δεν ένιωσαν τον πόνο μας, αρπάξανε πάλι την άκρη του νήματος και δώσ’ του γύρω - γύρω όλοι το γνωστό γαϊτανάκι, κι ας φτύνει αίμα ο λαός...
Από τους λογισμούς μου με έβγαλε η φωνή του Βασίλη. Ευτυχώς χαρούμενη.
«Πού είσαι φίλε; Σε έχασα.»
«Συγγνώμη, αφαιρέθηκα. Σε ακούω», απολογήθηκα.
«Δεν μπορώ, που λες, Γιωργάκη, να αρρωστήσω, γιατί στην ηλικία μου δεν ξέρω ποιο γιατρό να φωνάξω. Τον παιδίατρο; Μικρός μου πέφτει. Να φωνάξω τον κηδείατρο, δε με συμφέρει.
Η μόνη ειδικότητα που μου ταιριάζει, είναι ο εφηβολόγος.»
«Δηλαδή; Όλο γρίφους είσαι, κυρ-Βασίλη.»
«Να. Ο εφηβολόγος ξέρει τον παλμό, τα όνειρα, τον εφηβικό οίστρο. Αυτό μού χρειάζεται. Να πετάξει τα παλιά κύτταρα, να βάλει λίγα καινούργια να πληθιάνουν μετά αυτά και να ξαναγίνω ή έστω να νιώσω έφηβος.»
«Μακάρι να έβρισκες τέτοιο γιατρό να θεραπεύσει κι εμένα κι ας μου έκοβε το ένα πόδι. Θα έκανα…» Προτού τελειώσω την πρότασή μου, με σταμάτησε απότομα.
«Δε θα έκανες, θα κάναμε. Εμείς οι δυο το προζύμι, θα βρίσκαμε κι άλλους κουζουλούς, θα αρπούσαμε τα ειρηνικά μας όπλα (νου κι αγάπη για την πατρίδα τα λένε) και θα στήναμε μια καινούργια Ελλάδα.»
«Όνειρα, κυρ-Βασίλη. Όνειρα που κοιμούνται», μουρμούρισα, έβγαλε νεανική κραυγή αυτός.
«Δεν κοιμούνται. Βράζουν. Σαν κι εμένα που περιμένω.»
Κι ο κυρ-Βασίλης θα ξεπεράσει τον αιώνα σε τούτη τη ζωή, μπορεί και να ερειπωθεί, μα περιμένει να βρει τον εφηβολόγο για να αρρωστήσει και μετά να αναγεννηθεί.
Και να το πολιτικό μας σύστημα, εκφυλίστηκε, οι πολιτικοί μας με τους συντέκνους τους αποθρασύνθηκαν, παραφάγανε, τεμπέλιασαν, παραχόντρυναν, γιόμισαν ξίγκια, χάσανε αξίες κι ηθική, και δε λέω σαν το Βασίλη ότι θέλουν νεκρολόγο ή έστω κηδειολόγο, όμως, ναι, χρειάζονται εφηβολόγο. Να κάνει την εγχείρηση με βαθιά τομή, να πετάξει όζοντες όγκους, γάγγραινα, σήψη και καρκινώματα, να αναγεννηθούμε και σαν ξυπνήσουμε, να νιώσουμε έφηβοι, να πάρουμε τις ευθύνες μας, να δουλέψουμε, να δουλέψουμε σκληρά, να πονέσουμε, να ματώσουμε για να εξιλεωθούμε από τις αμαρτίες μας και να φέρουμε ξανά την Ελλάδα μας περήφανη στη θέση που ήταν παλιά, στη θέση που της αρμόζει, με σωστή δημοκρατία κι ελευτερία, με γόητρο λαμπερό.
Δε μας αρμόζει, φίλοι μου, να περπατάμε με σκυμμένο κεφάλι.
Ως πότε θα μας λυπούνται οι έσχατοι;
Ελάτε. Αρπάξτε το λάβαρο. Σας το δίνουμε εμείς, μια χούφτα ονειροπόλων Ελλήνων.
Σίγουρα και μπορούμε να πετύχουμε.