Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
«Μια στάση εδώ», όπως θα τραγουδούσε κι ο εκλιπών. Στην αποφράδα για το ελληνικό τραγούδι 17η Απριλίου: Μας στέρησε πέρσι το Νίκο Παπάζογλου. Φέτος σώπασε το Μητροπάνο… Κι ενώ από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης του θανάτου του, οι θαυμαστές του κατέκλυσαν τον κυβερνοχώρο από μηνύματα γνήσιας κι αξιοπρεπούς θλίψης, άρχισα να προσπαθώ να ανακαλύψω τι συνιστά την πεμπτουσία του λαϊκού μουσικού ειδώλου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μητροπάνος είναι ένα λαϊκό είδωλο. Όπως ήταν ο δάσκαλός του ο Ζαμπέτας. Ο Διονυσίου. Ο Καζαντζίδης. Θυμήθηκα το ρεπερτόριό του και κατάλαβα ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο: ο Μητροπάνος ευτύχησε να ερμηνεύσει δημιουργίες των σημαντικότερων συνθετών και στιχουργών της εποχής του, βαδίζοντας σταθερά πάνω σε λαϊκά μουσικά μονοπάτια, από τη «Ρωμιοσύνη» του Μίκη ως την πιο πρόσφατη εκδρομή του Μηλιώκα. Και πέτυχε να ταυτίσει τη μακρόσυρτη ερμηνεία του, τη στιβαρή και «αρρενωπή» φωνή του με το βαρύ ζεϊμπέκικο, που είτε πάνω στο ρυθμό είτε αδέξια, βάδισε ανοίγοντας τα χέρια ο εργάτης κι ο αστός, ο διανοούμενος κι ο άνθρωπος της βιοπάλης.
Κι ήταν αυτός που λίγο πιο πίσω από τον Μπιθικώτση, κατάφερε να κάνει αγαπητά στο ευρύ κοινό έργα και συνθέσεις έντεχνων δημιουργών, όπως ο Άλκης Αλκαίος κι ο Θάνος Μικρούτσικος. Ήταν το σωτήριον έτος 1996, όταν κυκλοφορεί ο δίσκος «Στου αιώνα την παράγκα» κι η «Ρόζα» γίνεται το σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης εποχής, αλλά και της καλλιτεχνικής διαδρομής ενός τραγουδιστή που επέμενε από τότε να τελειώνει το δεύτερο ανκόρ κάθε συναυλίας του, φέρνοντας μια στροφή απότομη και τραγουδώντας «τα χείλη μου ξερά και διψασμένα, γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό»… Ο κόσμος από κάτω συμμετείχε παθιασμένα, ανάμεσα σ’ αυτούς βρέθηκα κι εγώ πολλές φορές… Κι όμως ελάχιστοι πραγματικά κατάφεραν να ερμηνεύσουν το δίκλωνο στίχο του Αλκαίου…
Ο Μητροπάνος κατάφερε ωστόσο μέσα από το ρεπερτόριό του κάτι που μόνο ο Καζαντζίδης ίσως πέτυχε: διάπλασε μέσα από τους στίχους των τραγουδιών του το δικό του προφίλ, αυτό του λαϊκού βάρδου: αυτού που αφουγκράστηκε τον έρωτα και τα βάσανά του, που πόνεσε με την απουσία κι έβαψε μετά το χωρισμό τις κουρτίνες «στο χρώμα που [το αγαπημένο πρόσωπο] μισούσε». Που όρισε με τρεις λέξεις το ιδανικό του Έλληνα στη δεκαετία τού ‘90: «το όνειρο, εσύ και το δοξάρι»! Που δε γύριζε από πανηγύρι σε γιορτή, αλλά γέμιζε τα στάδια, τα κέντρα και τους συναυλιακούς χώρους με μελωδίες γραμμένες για τη δική του φωνή ή για καλλιτέχνες που βάδισαν σταθερά σε λαϊκά μονοπάτια, χωρίς να αποφεύγει κάποτε και γλυκερές μπαλάντες.
Ένα λαϊκό ίνδαλμα δεν μπορεί παρά να αναμετριέται και με το Χάρο. Κι ο Μητροπάνος, συνεπής στη μουσική του ταυτότητα, τον μνημόνευσε ουκ ολίγες φορές: Από τον «Άγιο Φεβρουάριο» του Μούτση, που
«Ο Χάρος βγήκε παγανιά», ως το «Διαπασών» τού 2008, όταν προλαβαίνει την ιστορία και παραδέχεται: «Εμένα και ο Θάνατος μου φαίνεται γιορτή». Και σε αντίθεση με άλλα διαχρονικά λαϊκά είδωλα που πολεμούν το Χάρο, ο ίδιος τον κάνει φίλο: «Λουλούδια για το Χάροντα, μπουζούκι και κιθάρα, κι ένα ανοιχτό περίπτερο να πάρουμε τσιγάρα»!
Τα παρατεταμένα διήμερα αφιερώματα της τηλεοπτικής και διαδικτυακής ενημέρωσης, κι από αυτά δεν εξαιρώ ούτε το δικό μου κείμενο, δεν προσφέρουν τίποτα σ’ όλους αυτούς που ερωτεύτηκαν, χώρισαν, μέθυσαν ή απλώς χόρεψαν με τη φωνή του Μητροπάνου. Η περίπτωσή του είναι ίσως ένα από τα πιο απτά παραδείγματα ότι οι δυνατές φωνές δε σωπαίνουν ποτέ. Κι ότι η μουσική είναι σαν τη ζωή: πάντα συνεχίζεται…