Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Εδώ και αρκετά χρόνια, όσοι είχαμε την ευθύνη της έκδοσης του περιοδικού «Αντίλαλος της Βρίσας» επιμέναμε τονίζοντας την ανάγκη και τη σημασία της συγκέντρωσης των κειμένων της Βαρβάρας που έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί στο περιοδικό του Συλλόγου Βρισαγωτών Αθήνας, προκειμένου να εκδοθούν σε ένα βιβλίο.
Σήμερα, επιτέλους, έχουμε τη χαρά να κρατάμε στα χέρια μας το βιβλίο της Βαρβάρας, που εκδόθηκε και διατίθεται από τις Εκδόσεις Αιολίδα, Μυτιλήνης.
Με τη μορφή πια ενός καλαίσθητου βιβλίου, αυξάνεται η εμβέλεια της πνευματικής προσφοράς της Βαρβάρας και παίρνει τη θέση της στα Λεσβιακά Γράμματα.
Τα γραφτά της Βαρβάρας είναι καρπός της νοσταλγίας και της αγάπης για το γενέθλιο τόπο, για πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα που σφράγισαν τα παιδικά μας χρόνια, διαμόρφωσαν τον ψυχικό μας κόσμο και εν πολλοίς καθόρισαν την κατοπινή πορεία της ζωής μας. Σε όλα τα κείμενά της, ο ίδιος πόθος που σιγοκαίει στην ψυχή κάθε ξεριζωμένου, να ξαναγυρίσει στη μητρική αγκαλιά, εκεί που πρωτάνοιξε τα μάτια, εκεί που πρωτοένιωσε την αγάπη κι ονειρεύτηκε.
Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε μια εποχή που «δεν είχαν ρολόγια», σε μια εποχή που ο χρόνος ως φυσικό μέγεθος διατηρούσε τις φυσικές του διαστάσεις και μετριόταν με το μέτρο των φυσικών φαινομένων, τότε που οι άνθρωποι σηκώνονταν με την ανατολή του ήλιου και σχόλαζαν με τη δύση του. Τα μόνα μηχανικά ρολόγια εκείνης της εποχής ήταν η καμπάνα της εκκλησιάς και η «μπουρού», το σφύριγμα της «μηχανής» του ελαιοτριβείου.
Καμμιά σχέση με τη σημερινή εποχή, όπου ο χρόνος ισούται με το χρήμα και μετράται με τα ρολόγια της... «τσέπης», με το πόσο χρήμα και σε πόσο χρόνο μπαίνει ή βγαίνει από την τσέπη μας.
Η Βαρβάρα μέσα από τις αφηγήσεις της, καταφέρνει, με τα απλά και καθημερινά γεγονότα της ζωής του χωριού που περιγράφει, να αναδείξει την άπλα των αισθημάτων, το πάθος και τον αγώνα των ηρωικών ξωμάχων, τη χαρά της δημιουργίας και της συντροφικότητας, το σεβασμό και την αρμονική συνύπαρξή τους με τη φύση, τα δέντρα και τα ζώα, τις χαρές, τους καημούς και τις πίκρες της φτωχολογιάς και των ξενιτεμένων.
Οι «χωματένιοι» ήρωες της Βαρβάρας, ζυμωμένοι με το χώμα της γης τους, δουλεύουν, χαίρονται ή λυπούνται, ερωτεύονται ή διασκεδάζουν με ολάκερη την καρδιά τους, γιατί στη ζωή τους δεν έχει θέση η μιζέρια, η ευτέλεια και η μικρότητα.
Μέσα από τα γραφτά της Βαρβάρας αναδύεται το ίδιο μυστικό άρωμα, όπως και μέσα από τις ζωγραφιές του Θεόφιλου. Η ίδια ποιητική διάθεση διατρέχει και τις δικές της «ζωγραφιές», τις εικόνες μιας ηρωικής ζωής, που εντυπώθηκε με τα πιο ζωηρά χρώματα στην παιδική της μνήμη. Η ίδια φυσικότητα και ζωντάνια του λόγου με αυτήν που έχουν τα χρώματα στους πίνακες του Θεόφιλου.
Διαβάζοντας τα κείμενα της Βαρβάρας, νιώθεις μια γλυκόπικρη γεύση, όπως όταν κοιτάζεις μια παλιά φωτογραφία ενός προσφιλούς σου προσώπου που χάθηκε πριν από χρόνια: μια γλυκιά για την ομορφιά της ζωής, που γνωρίσαμε με τα αθώα μάτια της νιότης μας, και μια πικρή για τη ζωή που κακοποιήθηκε κάτω από τις ερπύστριες της «προόδου», για το βιασμό και την παραμόρφωση της δικιάς μας, της μίζερης ζωής.
Το «μήνυμα», όμως, που μας στέλνει η Βαρβάρα μέσα από τα γραφτά της, δεν είναι απαισιόδοξο· αντίθετα: οι «χωματένιοι» άνθρωποί της, που έζησαν στο χωριό «όταν δεν είχαν ρολόγια», μας συμβουλεύουν να μη χάνουμε το θάρρος μας, να συνεχίσουμε τον αγώνα για να αλλάξουμε τη μοίρα μας, με το μυαλό και τα δικά μας χέρια, με τη δουλειά και τον αγώνα μας.